Τρίτη 8 Οκτωβρίου 2013

Λευκή σημαία



Ακούω
την έπαρση της εφηβείας από το διπλανό δωμάτιο
με μορφές γέλιων και αστείων που αδυνατώ να ακολουθήσω
και με πλημμυρίζει μια θλίψη
            σαν τα πίσω μπαλκόνια των πολυκατοικιών στην γειτονιά μου
                        που με έχουν μάρτυρα να καπνίζω μόνος
και τα κοιτώ σιωπηλός να ραγίζουν τα βράδια μου
ανάμεσα από κάτι ξεραμένες γλάστρες της συμφοράς
            όταν στεγνώνω τις απώλειές μου στα μανταλάκια
                        αθέατος
κι ακούω τους ήχους της πατρότητάς μου
δίπλα μου
να ενηλικιώνονται
            ενώ εγώ κοιτώ τις ζάρες στα χέρια μου
να πληθαίνουν
                                                και να βαθαίνουν
                                                            ερήμην μου
με την όσφρηση και την ακοή προβληματική
θυσία στη μεγάλη έκρηξη
που διαμέλισε ότι αθώο μου είχε περισσέψει
            λίγα πράγματα δηλαδή, λίγα αλλά πολύτιμα
σφραγίδα στα άλαλα τα χείλη μου
βότσαλο ριγμένο στης γνώσης τα απόνερα
ένα άδειο κέλυφος σε χιλιοπατημένη παραλία
                        απέμεινα
νωθρό
            γυρτό
                        μαραμένο
                                                ένα τίποτα με την συνείδηση λειψή
                                                και τα μάτια στεγνά
με τις ίριδες κουρασμένες
                                                                        παραδομένες πια και ετοιμοθάνατες
με τις στιγμές μου πλεγμένες ατόφιο πόνο και παράδοση
κι ένοχες απορίες
σαν κακοφτιαγμένα κοφίνια στη λαϊκή αγορά που λέμε Ζωή
                                                                        και προφέρουμε με κούραση
                                                                                    ψευδά
                                                                        και με λάθος τονισμούς
                                                                                                στο παζάρι λοιπόν
μουγκός πωλητής μιας πολύγλωσσης φενάκης
                                                                        μοναχός σε σκήτη
                                                                                    μονάχος σε σήψη
ξεμοναχιασμένος φαντάρος
                                                            με όλες τις γραμμές της μάχης γραμμένες
πάνω στα διαλυμένα άρβυλα
εξαντλημένος
προδομένος
από άσφαιρα πυρομαχικά και λειψές προμήθειες
υπερασπιστής ξεχασμένων σκοπών
με αλλότριους εχθρούς πίσω κι αλλιώτικους μπροστά
            και τους φοβερότερους
τους πιο αιμοβόρους
τους πιο ανελέητους
εκείνους που μπορούν να μας τσακίσουν αθόρυβα
που ‘χουν πάρει ύπουλα  και σιωπηλά την μορφή συμπολεμιστών
και στέκονται μαρμαρωμένοι δίπλα μας
άσχημοι και άδειοι φύλακες της συνήθειας
κλακαδόροι αριβίστες, πεμπτοφαλαγγίτες του ωραίου
μηχανικά υποστηριγμένοι και δρώντες
ανύπαρκτοι
ανίεροι υπερασπιστές του πρέποντα αιώνα
-         αμήν –
Πόση ερήμωση έχει ένα άδειο χαράκωμα
            πόση κι άλλη τόση κι ακόμη παραπάνω
                                                            πίκρα·
που οι εχθροί φαίνεται να είναι γνωστοί σε όλους μα όχι σε εμένα
κι οι φίλοι μου προχωρήσανε μπροστά
                                                κι απέμεινα
με όλα τα άδεια και χρησιμοποιημένα πυρομαχικά και στομωμένες τις κάνες
να μαζεύω ταυτότητες και ματωμένες γάζες
να χαρτογραφώ άτσαλα τα πεδία των μαχών
και ναρκοπέδια
από κομματιασμένα κορμιά μισοκαμμένα εγώ και τεράστιους κρατήρες
πασχίζω μια απάνεμη σπηλιά να βρω
μακριά από αίματα πεθαμένους και οιμωγές
και φίλους κομμάτια
Και δεν βλέπω να προλαβαίνω  απολυτήριο
                        μου τελειώνουν και τα σύννεφα στους ουρανούς μου
στερεύω κι από ιδέες κι από ενισχύσεις

κι ούτε ένα πανί λευκό δεν απέμεινε τριγύρω να κουνήσω…


Χους ει και εις χουν απελεύσει…


Λείπω, το ξέρω

Κι ούτε άλλοθι δεν βρίσκω, μόνο ώρες λειψές
της βίας τις ώρες  που μου χαρίζουν ένα παρόν να υπάρξω
με παίζουν μαριονέτα
                                    τσακισμένη,
με ξεθωριασμένο βλέμμα κι άλαλη

Είμαι μια κυρτή απεικόνιση
                                    μια κύρτωση
                                                μια κύφωση
                                                            μια κώφωση
                                                                        μια υπεύθυνη δήλωση

                                                όλα σ΄ ένα μισθό μέσα
                                                γαμώ τον μισθό μου μέσα

Στοιβάζω βία φίλε
                                    άτσαλα
                                                            διαρκώς
βία
                                                                                                φρέσκια και πρωτόλεια
με ρυθμούς ασύλληπτους
                                                την κυνηγάω ολημερίς
την βουτάω στον αέρα και την δένω
σε χειροποίητα ασκιά
με ερασιτεχνικές ραφές καμωμένα
                        και την νοιώθω να με γδέρνει
να συστρέφεται με καταπιεσμένη λύσσα
                                                κάτω από τα δάχτυλά μου
                        στην Γραμμή της Ζωής
της αριστερής μου παλάμης
                                    όσο η δεξιά μου αγριεμένη θέλει κι αυτή μερτικό

Ένα συνοθύλευμα από αρνήσεις και λειψά δράμια ζυγαριάς πειραγμένης

απόμεινα

να γέρνω στο ίσιωμα
να αγκομαχάω στον ανήφορο

                        ξέμεινα πίσω

Είμαι εκείνο το κόκκινο το μπλαβί
            που λασπώνει την μαύρη άμμο, την ποταμίσια
παρωχημένος κι άνευρος πρώην
απελπισμένος σαν τάμα κάθαρσης κι ελέους
σε κουτσό μανουάλι κερί λησμονημένο
                                    μιας προσευχής χαμένης και σκόρπιας ο αντίλαλος

                                                καταντήσαμε

αιμοπετάλια σταγονωμένα
στα φυλλώματα και στα κάγκελα
χορταριασμένων αυλών διατηρητέων κτηρίων
και βεβηλωμένων οίκων παλιών θεών

Η νέκρα του λόγου μας ερήμωσε τις αίθουσες και τους δρόμους μαλάκα μου
Η απουσία της πράξης μας θα τους γεμίσει
                                                            με σώματα ή πτώματα
                                                                                                σύντομα

Μια μαζικότητα βαμπίρ
που δεν εμφανίζεται πλέον μονάχα στα προεόρτια της σύρραξης,
αλλά και στις κηδείες των απέθαντων
Εκεί που οι ενοχικοί τιμούν ξεδοντιασμένη και άκλαφτη την ανοχή τους
Άκλαφτη, ανούσια και ξεφτισμένη
λερή από αλήθειες που βρυκολάκιασαν

Το έχουν αυτό ο πουτάνες οι αλήθειες·
πίνουν αίμα και πιτσιλάνε έναν γύρο

Κι έπειτα, όλοι μαζί οι αναίμακτοι κι όλοι οι ανύπαρκτοι,
μόλις πιάνει να ψιχαλίζει,
πασχίζουν τα άλλοθί τους να θάψουν άκλαφτα
να τα σκεπάσουν με χώμα γλυφό, μαύρο και στείρο
και ίδιο το κόκκινο μπλαβί το είμαι τους
                        πεθαμένο
                                    σέρνεται

κι εγώ
μέσα στον λάκκο, δήθεν σηκώνομαι στις μύτες
μπας και προλάβω μια άνοιξη ακόμη
κι όλοι μαζί μένουμε οι δαγκωμένοι στον λαιμό
οι σκαφτιάδες
κατάχαμα κυλισμένοι στις βρώμες
με ξέχειλα τα φανελάκια και τους ιδρώτες μας να στάζουν
στο κακοσχηματισμένο λαγούμι
            βούρκο να σχηματίζουν

Μέχρι να μας καταπιεί

ή να βρει η τσάπα
το ανθρώπινο
το καθήκον της…


Η δικιά μου ομίχλη



Έρπουσα, ακαθόριστη και ύπουλη
κρέμονται πάνω της σαπισμένα φυτά κι ακαθόριστα σάρκινα κομμάτια
με κάθε σούρσιμο μυρμηγκιάζει τον αυχένα
και ότι λουφάζει πίσω από των ματιών μου τους βολβούς
                                                και τρέμει μην αποκαλυφθεί
η αίσθηση μιας απίστευτης εξαΰλωσης
λες και δεν είμαι στην χώρα που γεννήθηκα.
λες και δεν περπατώ πια στους ίδιους δρόμους,
μέχρι και το βήμα μου έχει αλλάξει·
πιο καχύποπτο,
πιο αβέβαιο,
πιο ασταθές,
πιο αργό
πιο μετρημένο.
Κάθε πόρος του κορμιού μου βαριανασαίνει άγνωστο φόβο
                                    και σέρνει νεκρόκασες
                                                μουρμουρίζει ακατάληπτα ύμνους, προστυχόλογα
κι αγκομαχητά
                        των δέσμιων σινιάλα και των δεσμών κρίκους
Λίβας καυτός, αέρας από αχαρτογράφητη έρημο
κατέκαψε τα μέχρι χθες γνωστά και οικεία,
ζάρωσε τους ανθρώπους,
στέγνωσε τα χρώματα στις εικόνες
πήρε να κιτρινίζει τις ζωές
ξεραίνοντάς τις
γύρω - γύρω,
στα όρια και στα περιθώριά τους
απειλώντας τις με καρβούνιασμα
και σταχτιά λήθη
της μονοκονδυλιάς παραίτηση
Σαν κάτι φωτογραφίες της αθωότητας
και της ενοχής θυμιάματα
που τα πέταξα στο τζάκι
όταν με ‘σφίξαν τα γιατί στο καρύδι
ξεχειλώνοντας τις βλεφαρίδες στους πάτους άδειων ποτηριών
με υπολείμματα βύνης Ιρλανδίας

Χαράζουν βαθιά οι νότες που χρόνια και με υπομονή μας σμίλεψαν
τραβάνε από τα μαλλιά και σέρνουν στα σφιγμένα μας δάχτυλα
ένα χρέος
–το ίδιο πάντα, γνωστό μα ακαθόριστο, πάντα-
από την εφηβεία και δώθε κρατάει το μαρτύριο
σαν μάτια που θα ήθελα να ξαναδώ και χείλη που θα ήθελα να ξανανιώσω
σε μια αγκαλιά ντυμένη με καλοκαιρινό γιλεκάκι 
να χαμογελάει μελτέμια Αυγουστιάτικα
και τα χέρια περασμένα στη μέση να οδηγούν βήματα
σε μονοπάτια από άρωμα δέρματος
στην Αρχαία Αγορά,
στην Πανδρόσσου,
στην πλατεία Κυδαθηναίων,
μέχρι τον βράχο του Άρειου Πάγου
δίπλα στα γιασεμιά
στις μισογκρεμισμένες αυλές
και τις παλιές μανταλωμένες σιδερένιες πόρτες

…ξέρω, βαθιές οι χαρακιές που μας κληροδότησε η νιότη …

Κι έγιναν οι απουσίες θεμέλια του τι γίναμε, τι καταφέραμε
                                                                                    και τι ξέμεινε πίσω

σεβάσμια όλα

κι ας ουρλιάζουν στις νύχτες τα ίχνη μας τα αβέβαια
που πίσω τ’ αφήσαμε κι όλο μπροστά μας βγαίνουν

Αιωρούνται στον αττικό ουρανό τα σταγονίδια
                        και στις υγρασίες τις χειμωνιάτικες·
προπάντων σε αυτές
στα μείγματα αιθαλομίχλης από τα καμένα των φτωχών
και τις ψευδαισθήσεις των πλουσίων
στα απορημένα παιδικά μάτια
που μέσα τους ξεπλένονται σκονισμένα ράφια και παραχωμένα ραβασάκια
στα κράματα από απελπισμένα λόγια,
οράματα αδιέξοδα,
χαρακωμένα πείσματα
κι αποφασιστικότητα

να μην μείνω ανονείρευτος
να μην καταντήσω ονειρεμένος
και προπάντων
να μην δηλώνει το σώμα μου παρών
κι η ψυχή μου α.α.

ερήμην

Στη χλωμή της ίσκας την φλόγα
            σκύβω και προσκυνώ
να ανάψω θέλω, μην φοβάσαι

και παίρνω βαθιά την ρουφηξιά από καπνό και υγρασία


Φέρτε μου την ομίχλη που μου αναλογεί να τελειώνουμε…

Μάταια πτώση



Κάτι μισιακά περισσεύματα από τα αποθέματα ανάγκης
μ’ έχουν δέσμιο κι υπόλογο
            να απολογούμαι στην πολιτική αγωγή όσα αμέλησα
ευάλωτος,
            στην πίκρα της έλλειψης ενός οποιουδήποτε κάτι
από ένα πλήρες τίποτα
που αγκομαχά στην ανηφόρα
                        με κάθε ηλιακή τροχιά και σεληνιακή παρεκτροπή
αιχμάλωτος ανήλιαγος και αφυδατωμένος
            με μια και μόνη θλιβερή παρακαταθήκη·
να ντρέπομαι
Όσο κι αν παίρνω τοις μετρητοίς τις πιστώσεις μου σε χρόνο
            (σε τόπο όχι· ετούτος μου έλαχε, αυτόν παλεύω)
με παίρνουν αγκαζέ τα πνιγμένα μου τα όχι
                                                                                                και πάνε
                                                            κι άλλοτε έρχονται απρόσκλητα τα τυχαία·
τάχα μου αδιάφορα και καλοδεχούμενα
στέκονται μπρος μου και χάσκουν
αντεστραμμένα είδωλα μια διεστραμμένης πραγματικότητας
                        το έξω με το μέσα τους συμπιέζουν
                                    με μανία και με σπουδή θαρρείς
να βγει το αίμα το κακό
να τρέξει
στην βούλησή τους  ανακόλουθα κι ανεπίδοτα
στέκουν
είδωλα ανακούρκουδα
σαν άνεργοι λαθρομετανάστες στον Άγιο Σπυρίδωνα στο Αιγάλεω
                                                                                    πρωί Κυριακής
βυθίζουν το πρόσωπό μου μέσα σε παλάμες με δάκτυλα μουτζουρωμένα
από μελάνια, τρίμματα καπνού και σκόνη κιμωλίας
πιέζουν τους βολβούς των κλειστών ματιών στο βάθος του εγκεφάλου
                                                                        μήπως και ξεμυτίσουν τα όμορφα

                                                                                                            Μάταια όμως …

Μια απουσία οι λέξεις
οι δικές μου, των άλλων και εκείνες των προξενιών
στοιβαγμένες 
με τα γράμματά τους γυμνά
στραβωμένα και σκουριασμένα καρφιά
σαν σκονισμένα συρτάρια που τρίζουν
ανασφάλεια, εγκατάλειψη, απλήρωτους λογαριασμούς
και λογιών λογιών πολύχρωμα μακάρι
σαν κάτι χαρτοκιτρινισμένα περιθώρια
                                                                        στα αζήτητα των κάδων ανακύκλωσης

Στης βίας το πλαίσιο ακονισμένα λόγια φτιάχνουν ατμόσφαιρα
σε ένα κάδρο εικόνων από αύριο
παλιοκαιρισμένα σαθρά ξύλινα υποστυλώματα λόγου
μεταλλαγμένες οιμωγές τα ανέφικτα
όπου κι αν κρεμαστούν τα μάτια για ανάσα
                                                                        σε τι να αγκιστρώσω πες μου,
τα γιατί μου
που μ’ εγκατέλειψαν
καταμεσής της πορείας του αναχωρητή
            μ΄ ένα ληγμένο εισιτήριο χωρίς επιστροφή
κι ούτε ένας να ρωτήσω προς τα που να στρέψω
Που πήγαν επιτέλους οι ευθείες;

Σέρνονται στους δρόμους τα σφαγιασμένα μου τα εγώ
                        κλωτσάνε σκούρες κλειστές πόρτες
                                    μαρκαρισμένες με αιμάτινα σημάδια και σύμβολα
μιας ζωής χαμένης στα ελάχιστα των άλλων
και πετάνε πέτρες με δύναμη και με το χέρι το καλό
στις διπλές τζαμαρίες του κόσμου των σιωπών
όπου δεν υπάρχει χώρος για συγγνώμες κι ανθρώπινα
            υπόνομοι μονάχα που ξεχειλίζουν αθόρυβα πύο κι ακαθαρσίες
                       
Με κατακλύζει σιχασιά και φτύνω βρισιές στη σχάρα
τσαλαβουτάω απελπισμένος στα απόνερα
ξερνάω χολή κι απόγνωση με μάτια ζελατίνες
φαντάσματα αγριεμένα στο ταβάνι τα παιδικά μου τα χαμόγελα
θολές φιγούρες και κορμιά ακέφαλα κρύβονται στο μαξιλάρι μου
κι ότι καταφέρνει να ζυγώσει κι αυτό νεκροζώντανο
                                                κι ας με κάνει να χαμογελώ και να ελπίζω ξανά
                                                κυρίως από αφέλεια
και τόνους από χαμένες ευκαιρίες και λάθος εκτιμήσεις
            κρέμονται κουδούνια στο λαιμό 
τα κρίματα
κι όλο να κτυπούν τ΄ ακούω
                                                όσο κι αν γέρνω άτσαλα
να αποφύγω     το αναπόφευκτο
με αγώνα να μείνει τουλάχιστον το κεφάλι όρθιο,
                                    για ένα γαμώτο
                                                            κι αυτό μισό
ακίνητη η θωριά μέσα από καμένη γη κι ακούνητη στις φλόγες
                                    κι αλυχτάει ανάμεσα στα φρύδια ότι πίστεψα

Κάθε Παρασκευή βράδυ θρηνεί η εβδομάδα μου
με κάθε κυριακάτικη καληνύχτα αμπαρώνομαι
που στριφογυρίζει λυσσασμένο στα σεντόνια μου το αχ της Δευτέρας
                        τόσα χρόνια το ίδιο, τόσα χρόνια τα ίδια
για κάθε φωτισμένο παραθύρι μία ιστορία
κρεμασμένη στην γλάστρα με τον βασιλικό
και στα πλαστικά μανταλάκια
                        1€ τα δώδεκα
            και για κάθε σκοτεινό,
μια παλιομοδίτικη εμπριμέ κουρτίνα βαμμένη πόνο.
δύο τουλάχιστον σπασμένες γρίλιες
                                                                                    κι ένας μεντεσές να χάσκει

Δεν έχουμε άλλο χρόνο να ελπίσουμε σε οτιδήποτε
ούτε μια αγκαλιά στήριγμα όταν πέφτω

είσαστε όλοι μακριά πολύ

κι αφήνομαι πια στην βαρύτητα

κι ούτε που περιμένω πια να ακούσει κανείς


τον γδούπο…

Γρήγορες ανάσες, αργές ζωές


Μεγάλωσα μάλλον
Καταγράφω όλο και περισσότερες εικόνες από ανάκληση
θερμοπίδακες πολλών μικρών επειδή
κομματιασμένων άτσαλα
Μισομασημένες αιτιολογήσεις
από πολλά μεγάλα λόγια με το χθες σφραγίδα πάνω τους
από μικρές παραχωρήσεις κι ασυνείδητες υποχωρήσεις
σε δεύτερο και τρίτο χρόνο και ήχο πλάγιο - δεύτερο
περιστρέφονται και διαλύονται στον αέρα
γίνονται ο αέρας που αναπνέω
διηγούνται την θέα που δεν κατέκτησα
και κάνουν το δεξί μου πόδι να βαραίνει στο γκάζι
Μόνιμα εξαρτημένος ταχύτητα
κι ένα χαμόγελο λεζάντα κολλημένο κάτω από σκούρα γυαλιά
μόνιμα βιαστικός, μόνιμα λάθος
μόνιμα ελπίζοντας
να χιονίσει κουράγιο τον Αύγουστο
Χωρίς ζώνη ασφαλείας πλέον
με αρκετά ξεφούσκωτα χιλιόμετρα γραμμένα στα λάστιχα
τα γυαλιά σπασμένα στις γωνιές από υιοθετημένα άλλοθι,
κοιτάζω τις παγιδευμένες στιγμές μας να πέφτουν
ψιχάλες
κρύες
θολές και μόνες
σε παλιά παγωμένα εδάφη
με τις κόρες μόνιμα διασταλμένες, τα είδωλα αντεστραμμένα
ασυναίσθητα κοιτώντας τις πινακίδες με τα όρια ταχύτητας
να θολώνουν πίσω μου.
Ανιχνεύω πάνω μου μηχανικές συμπεριφορές
και παβλοφικές αντιδράσεις
ερεθίσματα και συγκρίσεις, αποτελέσματα και εγγραφές μνήμης
στις αποδείξεις που μου έχουν απομείνει από τα ξοδέματά μου
παρακρατώ από αντίδραση τον ΦΠΑ
Καταθλιπτικοί ροκ ήχοι ξεφλουδίζουν νότες σε ακάλυπτους πολυκατοικιών
με πετσέτες μπάνιου, εσώρουχα της λαϊκής και μπλουζάκια από συναυλίες
όλα τους κρέμονται λοξά
απόβροχα ρετάλια
στους κρίκους της μπότας μου
με κάθε βήμα κουδουνίζουν σαν σπιρούνια
όλα μαζί, εικόνες, επειδή, ψιχάλες, κρίκοι, είδωλα και αποδείξεις

Η ερημιά στο φανάρι της Κοραή
ακόμη και τόσα χρόνια μετά
περνάει με κόκκινο
κοντοστέκεται στα άλλα χρώματα αμήχανη
παίρνει τη μορφή ενός ευχαριστώ από παλιά
κι αποστασιοποιείται λες από τα πάντα
ζυγιάζεται καχύποπτη
μόνιμα λειψή από αιτίες
μόνιμα ξέχειλη από αφορμές
ρίχνει όλο το βάρος στο στήθος τα απογεύματα
με σφίγγει στο λαιμό και μένει ξεκούμπωτη μπροστά
σαν πανωφόρι παραγγελία
ραμμένο για άλλον
να βρέχει ενοχή μόλις το δανειστείς
Κομμάτια υγρασίας με φάρο και ασύρματο στο ντουλαπάκι
σιωπηλά σαπίζουν ότι ακουμπούν
σαν τους ρουφιάνους βάρδιας  πάνω από συνοικιακές καλησπέρες
για το έρμο το μεροκάματο θα συμβούν τα ανομολόγητα
ξεφτίλα από εκεί ξεφτίλα κι από εδώ
Έγιναν απίστευτα πολλά τα φώτα που δεν ανάβουν πια
και οι αποικίες σκόνης σε κατεβασμένα ρολά
Ο αριθμός που καλέσατε δεν χρησιμοποιείται
Γιατί όταν χρησιμοποιούνταν δεν καλέσατε
Ανώνυμοι περνάμε ψευδώνυμοι φεύγουμε
και το ενδιάμεσο η ταυτότητα
που δεν δηλώθηκε χαμένη από επιλογή
για λόγους αισθητικής
αλλά κι απέχθειας
στις ενυπόγραφες αποδοχές τετελεσμένων

Δελτία καιρού θυελλωδών ανέμων και extra large νύχτες
με τα Εγώ σε παράκρουση και σιωπηλή συμφωνία
γεμίζουν με λέξεις τα νύχια, τα δάχτυλα και τις κλειδώσεις μου
κάτω από το δέρμα και μέσα στα αγγεία
κατρακυλάνε στους χτύπους της αορτής
άχρονα
με ρυθμούς σαμάνων
να τις κρατούν χωρίς να τις αγγίζουν
να τις στροβιλίζουν μέσα και πάνω από το κεφάλι
ακονισμένα γιαταγάνια
ιερά ραβδιά
πολυεργαλεία από τα παλιά και τα δοκιμασμένα
λύτες κόμπων και πλέκτες χοντρών σκοινιών
καραβόσκοινων
πλέξης σφιχτής κι ασύγχωρης
με την δύναμη να συγκρατούν τις ζωές μου ενωμένες
ή να μου τσακίσουν την καρωτίδα

Λέξεις κουκουλοφόροι
που με κοιτούν αγριωπά και καχύποπτα
σαν τα παιδιά στο στέκι
και τι να τους πω που να έχει νόημα
τι να μου δείξουν που να το αντέχω
Δεσμώτες και Ανάδοχοι όλων των χθες
με τις οιμωγές τους
και τις απώλειες που τους αναλογούν
κι όλα τα επηρμένα αύριο σε συσκευασία μακράς διάρκειας
όλα μαζί
τόσα, όσα χρειάζονται
για να κρατάνε τα μπόσικα
στο σήμερά μου που γέρνει
αλλά δεν προσκυνά
Μαρκαρισμένος μόνιμα
με τσακισμένα έλατα για φίλους
και πλατάνια για σπορά

Λέξεις εργάτες,
ελαστικού ωραρίου και μερικής απασχόλησης
συνδικαλιστικά προδομένοι, πολιτικά μαυροφορεμένοι
με σμίλες και σφυριά σε απόκρυψη
ανάμεσα στα γράμματα
πελεκητές γεροί, σχημάτων και μορφών
και απατημένοι εραστές των γραμμών του ορίζοντα
ακόμη θυμωμένοι κι ανυπότακτοι
να σπρώχνουν τα ανεκπλήρωτα
μεγάλες ατσαλόπροκες για θρήνους βωβούς
όσο ο ιδρώτας αφήνει τον πόνο με αναστολή
να χαράξει αυλάκια στο κορμί κι ονόματα στο δέρμα
(κοίτα τις ρυτίδες μου·
βαθαίνουν στο όνομά σου
γίνονται ουλές κακοραμμένες)
Σαν τους σκυθρωπούς καλαφάτηδες που μαστορεύουν
σκαρί γερό -από εκείνα τα παλιά που διάβαζαν γνώση στα ροζιασμένα χέρια
με τ΄ όνομα κενό για να χωράνε όλα
και την ταμπέλα από μαύρο βασάλτη
λάβας γέννημα
στάχτης πρόγονο
για τ’ ανοιχτά ταξίδια
ανταπόκριση στων προκλήσεων τις προσκλήσεις
της γης που βρυχάται κάλεσμα
της αυτοεκπληρούμενης προφητείας προσκύνημα
και δέηση
Πρόσχωμεν

Λέξεις ειδικοί φρουροί,
με πλαστικά γκλομπς, πλαστικές χειροπέδες και παγωμένους κερατοειδείς
συνοδοί ασφαλείας
αγκαζέ και με τα χέρια πισθάγκωνα
κι άσπρο αλεξίσφαιρο γιλέκο
στην προσαγωγή της παλιά περηφάνιας
στις αποθήκες – ειδικά κελιά
στοιβαγμένης σε ντάνες· ανάκατα
με ξηρά τροφή και παλιούς χάρτες
και μια σημαία τρύπιας αξιοπρέπειας
ανεμοδείκτη στο μεσιανό κατάρτι
αποδεικτικό στοιχείο
λάβαρο επίθεσης
με τα βλέμματα των προδομένων υφάδια
μαυροκόκκινα
που επιμένουν να ξεθωριάζουν αλλά δεν χαλούν την πλέξη,
πάμε
Που πάμε;
Παντού
Με full face συνοδεία
και τα τηλέφωνα των δικηγόρων σφιχτά καβατζωμένα
στο τσεπάκι του τζιν
την ώρα που μάτια χωρίς βλεφαρίδες προσπαθούν να ρουφήξουν ψυχές
με ένα ζουμ
όσο εμείς ψάχνουμε τράκα τσιγάρο κι ένα χαμόγελο οδηγό

Λέξεις κατευθείαν ξεριζωμένες από τον βυθό
να βλαστημούν φύκια για μεταξωτές κορδέλες
που βρέθηκαν στην επιφάνεια ακάλυπτες
σαρωμένες από πλώρη εκδικητή
που όλα τα παρασέρνει
και με ένα μονάχα πέρασμα ή τα λυτρώνει
ή τους ξαναδίνει νόημα
δίνει άσυλο σ’ αποκαμωμένα γλαρόνια
ξελεπιάζει ψαριές από πνιγμένα χαμόγελα
μαζεύει θρυμματισμένα όστρακα τις υποσχέσεις
κενά
και οράματα μελανιασμένα από έλλειψη
γονατίζουν δίπλα τους ξεχασμένοι σύντροφοι
με οθόνες στα μάτια και καλώδια στις φλέβες
και προσπαθούν
να δώσουν φιλί της ζωής
να αναστήσουν,
έχουν τα γόνατα γδαρμένα στα σανίδια του καταστρώματος
που τα ξύλα του κόβουν σαν λεπίδι
με μια αίσθηση τραχιά σαν πόνο ψυχών
όσο τα άλμπουρα ουρλιάζουν αντίσταση
σε κάτι αποχαυνωμένα σύννεφα
πού όλα τα έχουν δει εδώ και καιρό πλέον
βερνικωμένα με φωτεινό διάλυμα κι ανεξίτηλο
τον αχνό της τελευταίας ανάσας
όσων δεν παραιτήθηκαν ποτέ
και κρέμασαν τις ζωές τους στα απελπισμένα οδοφράγματα

Λέξεις χαρτογράφοι και ναυπηγοί
σχεδιάζουν το αταξίδευτο
σμιλεύουν μορφές δράκων στην πρύμνη
χαράζουν περίτεχνες φολίδες και κοφτερά δόντια
μετράνε το αύριο σαν αστρολάβοι
και υπολογίζουν πόσα χθες χωράει η Μεγάλη Άρκτος
κυκλώνουν τον κόσμο με διαβήτες
και χαράζουν γραμμές σε αβυσσαλέα βάθη
εκπορνεύουν νοήματα στα λιμάνια
εκεί που κάθε φορά τελειώνουν τα ψέματα
κι αρχίζει ακόμη μια ότι σε παίρνει μαζί του
βιαστικά, κάθετα, ρητά κι αμετάκλητα
πλέκουν τις συλλαβές τους δίχτυα
και τα ρίχνουν στους αφρούς και στις αλμύρες
που όλο γλιστρούν και χάνονται
Από εδώ και πίσω μνήμες, από κει και δώθε πόνος
τρίζει στα ζόρικα το σκαρί
με έρμα να κρέμονται στις κουπαστές
δερμάτινους ασκούς γεμάτους ως πάνω
όλα όσα άπλωνες σε μια φέτα ψωμί με ζάχαρη
όσα χώραγαν σε μια παιδική κωλότσεπη
όλα όσα θα έπρεπε και δεν
τρίμματα σπασμένου καθρέπτη
και του δικού μου και άλλων
ραγίσματα και θρύψαλα
όλα μας τα θέλω
Βαθιά οι βουτιές
με θόρυβο λύσσα και οργή
μέχρι να βγουν ματωμένα τα απόνερα
απελπισμένα και στεγνά από υπομονή
κύμα μέσα στο κύμα
κι ενώ συνέχεια της αλμύρας μοιάζουν
αποκόπτονται και ξεμακραίνουν
διαρκώς
αφρίζοντας πίσω τους βυθούς

Τέτοιας υπόσχεσης η όψη
τέτοιας που να τρομάζει τους εγγυητές των ήσυχων νερών
τους πάντα αδικαιολογήτως απόντες των μπάρκων
και τους εφησυχασμένους λουόμενους
των γραφικών και των απάνεμων λιμανιών
της αγορασμένης σιγουριάς των ιδιωτικών ορμίσκων
που στης ψυχής τα μπαλαούρα ποτέ δεν πάτησαν
μην λερωθεί ο πάτος των παπουτσιών τους
μην μπει αλμύρα κάτω από τα περιποιημένα νύχια
πρόβλημα που οι ξυπόλητοι ποτέ δεν είχαν
Τόσες παραγγελιές ξεχασμένες κι αζήτητες
μένουν στο καρνάγιο και πιάνουν χώρο
στοιβάζονται επάνω τους οι αιώνες
κάθε μέρα
χαροκαμένες μαυροφορούσες και άσπορες μανάδες
με μάτια θρήνους
μετράνε υποστυλώματα και προσθήκες
με τους ώμους κυρτούς και τα μπράτσα σταυρωμένα στο στήθος
σέρνουν βήματα ανάμεσα στους τσακισμένους και σκόρπιους τριγύρω τάκους
με τα μισοσβησμένα ονοματεπώνυμα
που ούτε για πριονίδι δεν κάνουν πια
κι όμως μπορούν κι επιπλέουν· και περιμένουν

Λέξεις ναυτικά φυλλάδια
με μοναχή εγγύηση το ίδιο το σκαρί
στην αναχώρηση με άγκυρες χαμένες
υπογραφές δυσανάγνωστες αλλά ποιος νοιάζεται;
τέτοια ώρα, τέτοια λόγια
ζυγώνουν σκοτάδια κι ανάσες που καίνε
όλο και κοντύτερα όλο και γρηγορότερα
όλο και πιο ανελέητα
αδημονούν
κράτα τα μάτια σου ανοιχτά
Πλήρωμα με λίστα αναμονής
κι εγώ με το ένα πόδι στην ανεμόσκαλα
να προσπαθώ να ισορροπήσω τους μπόγους μου
σιωπηλά και άτσαλα.
Πρώτοι επιβαίνοντες, της γης οι κουρασμένοι
κι εκείνοι που τινάξανε τις τσέπες της ζωής τους το μέσα-έξω,
όσοι ξοδέψανε τις αυταπάτες τους στο παζάρι της καθημερινότητας
για δύο πακέτα μακαρόνια
ένα τέταρτο πάριζα
τρεις σοκολάτες παιδικές
χαρτί υγείας από το φθηνό,  εκείνο που έχει και δυο ρολά δώρο
και μια αρμαθιά παιδικά χαμόγελα στην αποβάθρα
Στο άτακτο το τσούρμο αυτοί οι πρώτες επιλογές
κι όσοι ακόμη μπορέσανε κι απλώσανε τα οράματά τους
κιλίμια
χαλάκια
νοτισμένα ακόμη από τα εύφλεκτα της μνήμης
να σκουπίζει τα αυθάδικα πόδια της η πιτσιρικαρία
που καίγεται για τα δικά της ρεσάλτα
καίγεται να μπει στο παιγνίδι, να παίξει κι αυτή μπάλα
καίγεται να ματώσει γόνατα και να φάει τα δικά της γκολ
μήπως και κερδίσει κάποια στιγμή.
Στο κουπί κι ίσια στο κύμα
και να πρέπει λέει να διαλέξω
ή στην παραίτηση ή στον χαμό
Για ποιόν αγώνα θα μου πεις,
που έγινε και η μπάλα τετράγωνη

Όσο για το γήπεδο, τα γνωστά, τα συνηθισμένα, τα αναπόφευκτα
μόνιμα γέρνει αριστερά
όπως αμύνεσαι
και μόνιμα μαζεύει λασπόνερα στην πιο ακριανή γωνία
του αριστερού κόρνερ κι έξω από τις γραμμές
κοντά στα κιγκλιδώματα
εκεί που η ζωή έχει εδώ και καιρό πάψει να παίζει
αλλά  παίζεται
πάνω σε πιτσιλιές αιμάτινες και σε αγκυλωμένα βλέφαρα
σ’ αγκυλωμένες συνειδήσεις και καθημερινά ρίσκα
μ΄ ανάποδα φάλτσα και σκάρτα ζάρια
Όλα καλά χάνουμε και πάλι
Έχουμε γίνει παιχταράδες στην διαχείριση της ήττας
στις νίκες εξακολουθεί και παγώνει το αίμα μας
μόνο στα φιλικά παίζουμε στις καθυστερήσεις για το γκολ της τιμής
Κάνε παιχνίδι λοιπόν, τράβα κουπί γερά και βρίζε
αντιπάλους, επόπτες, ρέφερι και φροντιστές
με τον φάρυγγα γεμάτο όξινη αλμύρα και τα μάτια να τρέχουν
περισσότερο από τα πόδια
Λίγο νερό ρε. Δεν κάνει λες;
Λίγο Maalox τότε
έστω και σε διάλυμα

Ημίχρονο,
πάρε ανάσα από ένα χαμόγελο δανεικό
κράτα το κι ενθύμιο αν θες,
σάμαλι, πασατέμπος, κωκ και μαντολάτο
κι εκείνες οι μικρές νερουλές πορτοκαλάδες στα πλαστικά στρογγυλά μπουκαλάκια
που αν και θέλαμε να τις πάρουμε σχολείο για παγουράκια
δεν αντέχαμε από μικροί την έπαρση της σφυρίχτρας
και σημαδεύοντας τον διαιτητή τις πετάγαμε στον επόπτη
να τον δούμε να χορεύει περήφανο πυρρίχιο
με τον πανικό στο σημαιάκι
και όλοι γνωρίμε για την αδερφή του κι αυτός ας μην είχε
Σέντρα και ξαναρχίζουμε,
και τώρα πια οι δικές μας οι φωνές δοκάρια της κερκίδας,
όση ώρα θ’ αντέξουμε ακόμη να δαγκώνουμε τα μπετά από την λύσσα
για τις χαμένες ευκαιρίες των άλλων
φτύνοντας στον αγωνιστικό χώρο σάπια δόντια και αίμα μπλαβί

Λέξεις σκιές αστέγων,
σαν πυρωμένα κουταλάκια με υπολείμματα υπόσχεσης
σαν το δισάκι στον ώμο κι ο δρόμος στο βλέμμα
σαν το συσσίτιο της ενορίας και τις φλέβες δίχως αίμα,
τις μαζεύω μία – μία απ’ το κενό των ρολογιών
μεταξύ επτά – τρις και υπόλοιπης ζωής
κι άλλες από αποδυτήρια
περιφερειακών ημιτελών γηπέδων
δίπλα από ιδρωμένες φανέλες και χαμένες ευκαιρίες
που μυρίζουν αμμωνία και ήττες
κάτω από κάτι πολυκαιρισμένα μπουφάν
αντιανεμικά και ντούμπλ-φας για παραλλαγή κι απόκρυψη
παραχωμένες βίαια
σε χάσματα συνείδησης
με την μορφή τσακισμένων σελίδων για σημάδι
σε παλιές εκδόσεις κιτρινισμένων φύλλων
και αχνών γραμμάτων 
ενός παρελθόντος ανάγλυφου
που ξεκουράζεται πάνω σε άχρηστες πια μεμβράνες πολυγράφου,
γύρω από ερειπωμένες φράσεις τηλεφώνου και λανθάνουσες αντιληπτικές ικανότητες
μέσα σε ήλιους από λάδια και τέμπερες που βυθίζονται στον πυρήνας τους
καίνε μοντέλα και νεκρές φύσεις, δημιουργούν γραμματικές της ανάγκης
με αταίριαστες παρομοιώσεις πάνω σε ακαθόριστες γραμμές
ψυχικών οριζόντων και εκθέσεων πεπραγμένων
σε επάλληλα επίπεδα, με διαφορετικούς τόνους και διφορούμενους τονισμούς
Με καθορίζει ένα αλλόκοτα φωτεινό μαύρο
σαν κι αυτό που με γέννησε κι εκείνο που θα με αφανίσει
εκείνο που γεννά όλα τα χρώματα του φάσματος και τα ξεπερνά
εκείνο που κάνει την ομορφιά και φαίνεται πολύχρωμη
Παίζει παιχνίδια κυριαρχίας και υποταγής
γύρω και μέσα από το κάστρο της ζωής μου
κατακτά και σκλαβώνεται
και κάθε που το φοράω από μέσα ή απ’ έξω με καρφώνει
σ’ αγέλαστους επιστήμονες άσπιλων κι αμόλυντων στολών
που δεν τους βλέπω ποτέ, μόνο τους διαισθάνομαι
και μ’ έχουν σε μόνιμη επιτήρηση και καραντίνα
προγραμματίζουν αμέτρητες εργαστηριακές αναλύσεις και βιοψίες
που δεν μοιάζουν για τέτοιες
με σκανάρουν για να καταγράψουν την ουσία και τα γιατί των εικόνων μου
κρατάνε ντοκουμέντα  από τις σκόρπιες μου ασπρόμαυρες λήψεις
και τις οπτικές μου που αλλάζουν  και ξεθωριάζουν χρόνο
με σημαδεύουν με ηλεκτρόδια στον κρόταφο
και κάνουν επίδειξη δύναμης πάνω στο γραφείο μου
όταν μαραίνεται το βλέμμα μου
κι ο λυγισμένος αυχένας καταρρέει

Λέξεις πληθώρα, άτακτα ριγμένες
σαν τσιμεντόλιθοι δεύτερης διαλογής σε αδήλωτες μάντρες υλικών
σαν καντηλάκια σε μνήματα χορταριασμένα
με γράμματα να λείπουν
κι άλλες ελεύθερης βοσκής
αγχωμένα ζευγαρώματα στα μισοσκόταδα της βούλησης και της υποχρέωσης
χωρίς προφύλαξη
με ένα αύριο ακυρωμένο
σαν τα οστά στο χωνευτήριο που ξασπρίζουν λήθη
χωρίς παρόν, με αιμάτινο παρελθόν
κι έναν τετελεσμένο πια μέλλοντα

Λέξεις στάλες και γραμμές σε πίνακες του Πόλοκ
κρυφά συμμετρικές, φράκταλς
κραυγάζουν ανορθόγραφα συνθήματα
ουρλιάζουν προειδοποιήσεις
για αναχωρήσεις που έρχονται
και με την χαοτική τους αρμονία
με τρομάζουν
κι όσο κι αν κρύβω έντρομος το βλέμμα
τις νοιώθω και κοντεύουν σου λέω
μ’ ακουμπούν
θέλουν λέει να με βάψουν χαρούμενο
που ξέμαθα,
όχι με πινέλα αλλά με τα δάκτυλα
χωρίς παλέτα
χωρίς καμβά
κατευθείαν  πάνω μου
Στραγγίζω την παράνοιά μου
σε νοητικά κολάζ
απογευματινών στοχασμών και νυχτερινών καταθλίψεων
το ένα κομμάτι μέσα στο άλλο κι όλα μαζί παιδικό παραμύθι στον κατήφορο
φτιάχνω φυλακτά βαμμένα Άνοιξη
να πυρπολούν τηλεοράσεις με ειδήσεις και τηλεπαιχνίδια
Ζωντανή ρουλέτα, πάρε τώρα,
ποντάρω στο κόκκινο τα μισά στο μαύρο τα υπόλοιπα
Χάνουν και τα δύο
Αστείρευτα τα αποθέματα σε παίκτες και υλικό
παίξε και μην σε νοιάζει
προμήθειες από αναλώσιμα οι τόσες ζωές γύρω σου και μέσα σου
και τι να πρωτοδιαλέξεις
Ένα απίστευτο στοκ από απαντήσεις
για ερωτήσεις που ποτέ δεν τολμήθηκε να γίνουν
επίσημα κι ανοιχτά,
με το Πρωτόκολλο της Ανάγκης κυρωμένο πλάνο δράσης
λόγω ήδη υπογεγραμμένων συμβάσεων
παλιά συλλογικών, τώρα ατομικών
σαν delivery boy με 3 € την ώρα
η βενζίνη δικιά σου
κι άμα θες.
Βαριανασαίνουν οι απορίες στοιβαγμένες κάτω από το μαξιλάρι
και μετριούνται σχολαστικά κάθε πρωί
Μαζικά στο φως της μέρας
και κάθε βράδυ ξανά μια-μια
μόνες τους
Το μόνο που είχα να κάνω ήταν να διαλέξω
Και διάλεξα
λάθος
όπως μου ταίριαζε

Μας τέλειωσαν φίλε και οι ωραίοι και οι γενναίοι
τώρα που όλοι μας ζοριζόμαστε
τις αργές ζωές μας να χωρέσουμε στις γρήγορες ανάσες μας
τραβώ σημαδεμένο κλήρο
να έχω να ζορίζω ακόμη και τις λέξεις να μου βγουν
κι αυτές όλο να με κυνηγάνε κάθε που ανοίγω τα μάτια
Τσακωνόμαστε κάθε βράδυ
μερικές φορές και τα απογεύματα
-τα πρωινά έχουν να πάνε αλλού-
κι όλο χάνω κι όλο υποχωρώ
με απανωτά κροσέ και άπερκατ
κι όλο λάμψεις και χρώματα να φλουτάρουν βλέπω
Παραπαίουν οι αισθήσεις κλεισμένες στα σχοινιά
ζαλάδα κι αποσυντονισμός
κι ο λαβύρινθός μου προσπαθεί να δημιουργήσει σταθερές μην χαθώ
πασχίζει ν΄ αγκιστρωθεί από εικόνες και χρώματα
να μην υποφέρει κι άλλο η ισορροπία μου
όσο γκελάρει το κεφάλι μου με ορμή στο καναβάτσο
μετρώντας νοκ-ντάουν
Χάλια τα πάω
μπερδεύω χρόνους και το ήθελα με το είμαι
δεν μου χωράει και το σύμπαν σε μια φράση.
Αν ήξερα να ψαρεύω θα έριχνα παραγάδι
σε μια πανδαισία υλικών αλλότριων και ανυπότακτων
κι ότι έπιανα θα τα έκανα μικρούς μπόγους
σακίδια εκστρατείας
θα τα φύλαγα κρυμμένα σαν κόρη οφθαλμού
όλα κάτω από ένα καμουφλαρισμένο αγκωνάρι
αφυδατωμένων και συμπιεσμένων ύστερα
που επέλεξα για προσκέφαλο
Ότι πρέπει για 3D ταπετσαρία στα παράθυρα
που πάντα τα στόρια τους κλείνουν από έξω προς τα μέσα
όπως και για καλύμματα στα μαξιλαράκια της θαλπωρής και της ασφάλειας
του ατομικού μου καταφυγίου
με κρυφοπαραθύρια στενά σαν πολεμίστρες
να μην δίνω στόχο
Γύρω από το πορτατίφ δίνουν παράσταση αναστολές και παραιτήσεις
κάνουν τους σελιδοδείκτες να βαριανασαίνουν
στριμώχνονται άβολα μεταξύ καθιστικού και βιβλιοθήκης
ανάμεσα στην Κρίση της Επικής Συνείδησης (1)
την Μεταμόρφωση του Αστού(2)
τον Λειβαδίτη(3) , τον Αναγνωστάκη(4) , τον Κατσαρό(5), τον Γκάτσο(6), τον Χρόνη(7)
και το λεξικό του Τριανταφυλλίδη(8)

Λέξεις ρετάλια
ξεπούλημα σε τόπια και σκάρτες δωδεκάδες
από τα αζήτητα
τα φυλαγμένα
μερακλήδων ραφτάδων με φούντα στο κομπολόϊ και τσάκιση στο παντελόνι
που σέβονταν βελόνα, κλωστή και ύφασμα
με τα δικά τους πατρόν της ανάγκης και της περηφάνιας
πάρε, μάθε, ράψου
όσο προλαβαίνεις ακόμη

Λέξεις χρώματα και πάγοι ήχων
θρυμματίζονται στα λούκια της συνείδησης
πέφτουν και στριμώχνονται στον φάρυγγα
πνίγουν τις αισθήσεις
με κάνουν και βήχω αμήχανα
κάθε που ελέγχω μάνταλα και προμήθειες
βγάζουν στριγκό τον αντίλαλο της απελπισίας μου και ψάχνουν έξοδο
με αγκομαχητά πόνου και παράπονο
κάθε που βλέπω λευκή σελίδα να ζευγαρώνει με μαύρο στυλό
Λευκές σελίδες που με χλευάζουν
πολλές
μερικές με γραμμές, οι περισσότερες χωρίς
και αρκετές χιλιάδες τυπωμένες
Να η τροφή για το τζάκι μας
Αυτές, τα σαπάκια μας και οι σκλήθρες μνήμης
κι όλα τους επιμένουν
να καίγονται με θόρυβο
Ζήσε μονάχα μ’ αυτά, ή χωρίς καθόλου.
Μπορείς;
Εμ δεν μπορείς

Κι εγώ να διαλύομαι σε πληκτρολόγιο Ταϊβάν,
για όσα χάνω κάθε μέρα
κι είναι πολλά και γίνονται περισσότερα
και τα παίρνω χαμπάρι κάθε που ουρλιάζουν στα μηνίγγια μου οι Λύκοι
Να ‘ξερες μονάχα πόσο με πονούν που πέφτουν
τα κομμάτια μου
σάπια και νεκρά
και τα σπρώχνω με τα φαγωμένα μου τακούνια
σε μια γωνία
με μια αγωνία
μην τα δεις και τρομάξεις

Λέξεις Μήδειες,
Γέννες που απαιτούν και Θάνατοι που επιτρέπουν

Λέξεις Μέδουσες
που σε κοιτούν ίσια στην ψυχή να μαρμαρώσεις
κι ακόμη βαθύτερα και γίνεσαι γρανίτης
Κι αν το λίγο με κερδίσει κι αποστρέψω το βλέμμα
φοβισμένος από τα άγνωστα νερά μπροστά μου
και την αχαρτογράφητη ροή τους,
αν τότε πίσω από την αποβάθρα κοιτάξω,
δείχνοντας ξανά εμπιστοσύνη στην πόλη που μου υποσχόταν κάποτε
τόσο μακριά πίσω -μισή ζωή παρά κάτι-
πως τέτοια διλήμματα δεν θα ‘ρθουν,
αν λιποψυχήσω λοιπόν και πέσω στην παγίδα,
όλο και περισσότερα μπαζώματα θα με σκεπάζουν
όλο και περισσότερα εργοτάξια θα έχουν το σώμα μου σαν γαρμπίλι
και το μυαλό μου σβησμένο ασβέστη
δουλεύοντας υπερωρίες
για να πετύχει η ανάμειξη των υλικών και να γεμίσει η μπετονιέρα ευημερία
χαρμάνι από ανασφάλειες, ενοχές και καμουφλαρισμένες ανεπάρκειες
να μπουν τα καλουπώματα στην θέση τους
πάνω στα αλφαδιάσματα των πληγών
που αφήνουν όλα τα εφήμερα πάνω μας
με μετρημένα τσέρκια, ένα για κάθε όνειρο
Πακτωμένα νεκροκρέβατα οι ημιυπαίθριοι
με κεραμοσκεπές και εταζέρες
με αποθήκες θέσεις πάρκιγκ και βεράντες
δανείζονται από την ζωή μας
τάζοντας θέα και σε άλλους πλανεμένους απέναντι
και δώρο μια ψευτοσιγουριά πως ανήκεις και πως κατέχεις
Οι ανατριχίλες αρχίζουν και σε πολιορκούν
την στιγμή που αρχίζεις και δικαιολογείς συμβιβασμούς σαν επιλογές
κι αντιλαμβάνεσαι πως η συνταγή της θυσίας
πάντα εγγράφεται σαν υποθήκη ζωής και ανεξόφλητο θείο χρέος
Βρίσκεις μια γωνιά κοντά στην έξοδο και μισοκάθεσαι λοξά
δεν είσαι σίγουρος τι θέλεις να κάνουν τα χέρια σου, αυτά όμως ξέρουν,
για τιμωρία τα κρεμάς στην αγκράφα της ζώνης σου και κοιτάς με σφιγμένα χείλη
κακοπαιγμένο έργο με  απαγγελίες που τραυλίζουν
σαν χωρίο αρχαίας τραγωδίας σε θερινή παράσταση
αρπαχτή από μπουλούκι σ’ ακριτικό καφενείο
και εισπράττεται σαν μια ακόμη εκπομπή μαγειρικής 
από πεινασμένους κι ευνουχισμένους τηλεθεατές
Τρομακτική φιγούρα η συνείδηση
στροβιλίζεται και χτυπιέται στους τοίχους
ουρλιάζοντας Κατερίνα, Νικόλα και Παύλο
σαν Ερινύα
σαν Εφηβεία
γύρω από το κουφάρι σου
και σε μετρά σαν προβλεπόμενη και αναγκαία απώλεια
στον βωμό του νεορεαλισμού
Στοπ καρέ σε μια σκηνή παράδοσης
άσφαιρης
που καθηλώνει τα μάτια χαμηλά
πλάνο από παλιά ιστορία
στην ασπρόμαυρη εκδοχή της Βάρκιζας
Tableau vivant της σιωπηλής αποδοχής
της αναγκαιότητας και των αιτίων της
για σφάξιμο
στο γόνατο
και μπόλικο αίμα ολόγυρα στο σκηνικό
Καθένας μας θεμελιώνει τον Ναό που ιερουργεί μπλέκοντας παρόν και παρελθόν
σε αναλογίες που του ταιριάζουν
και φροντίζει να έχει νάμα από τα δικά του προσωπικά δάκρυα
Αλλιώς μπετά δεν δένουν, η τελετή δεν πιάνει, κανείς δεν εξαγνίζεται
θα μείνουν τα αντίδωρα μόνα τους να αμαρτάνουν στα πανέρια
στράφι θα πάνε οι γονυκλισίες και τα τάματα
θα αντιλαλούν οι μοναξιές στα καμπαναριά
άδεια θα ρημάζουν τα νεκροκρέβατα των 100m2
κι οι ημιυπαίθριοι δεν θα έχουν να ελπίζουν
ούτε σεισμό από μηχανής θεό ούτε τίποτα

Κι είναι κατάντια και όνειδος να μην ονειρεύεσαι
είναι Ύβρις
που ακούς ακόμη φωνές με σιχαμένες ευχαριστίες
πως ευτυχώς που μάθαμε πια στην εργολαβία και στην αντιπαροχή
γυρνάει το στομάχι με κάτι τέτοια, πόσα ν’ αντέξει κι αυτό;
Κι ακουμπάς να στηριχθείς όπου μπορείς
και σκάβεις τα πεζοδρόμια με τα μάτια σηκώνοντας κουρνιαχτό
γιατί ξέρεις πως σε ξεπερνάει το τίμημα
κι όσο η μπετονιέρα στριφογυρίζει, τόσο στις σκαλωσιές σκαρφαλώνει μοναξιά
και δεν αντέχουν ρε παιδιά άλλο οι εργολάβοι
και τι θα γίνει με την ανάπτυξη
που θέλει νέες και αμέτρητες σκαλωσιές
και μοναξιές ακόμη περισσότερες
Κράτα με μην τους ορμήσω σου λέω

Κοιτώ κι ανατριχιάζω
κι έχω μια θλίψη στην κωλότσεπη για ταυτότητα
που μέχρι και τα σφάγια το έχουν περάσει στο DNA τους
κι ούτε που μουγκανίζουν πια,
μόνιμα ερήμην, μόνιμα στην βοσκή
μην χαθεί η μυσταγωγία και δεν επικοινωνηθεί η μέθεξη.
Γονιδιακή επιταγή το ζέψιμο και το άρμεγμα
με τα μάτια χαμηλά
και το κεφάλι κάτω,
να προλάβουν άλλη μια μπουκιά λειψό χορτάρι
να μηρυκάσουν
ότι έμεινε από τα παλιά κλωνάρια
αναμασώντας ξεφτίλα και δικαιολογίες
αργά, πολύ αργά και σταθερά
με βλέμμα που μόνιμα προβάλλει σε view-master παγωμένα αποσπάσματα
από φλουταρισμένες ζωές και εκτός κάδρου εστιάσεις
Μέχρι να φτάσει η καθορισμένη σειρά, η νομοτέλεια
για το μαχαίρι και την σφαγή
Kαι δεν μένει τίποτε άλλο πια, από το μάτι που γυρνάει θολό ανάποδα
σε παγωμένη λήψη
και πέφτει κι από πάνω soundtrack
με τους απόκοσμους ήχους μιας ελπίδας που βγάζει ρόγχους
κάπου μακριά να μην ενοχλεί κιόλας
και το αχόρταγο χώμα να ρουφάει αίμα
Συνέχεια.
Χωρίς ανάσα
Λαίμαργα
Ζώα ρε πούστη μου, μέχρι το τέλος
Blockbuster με σίγουρο ταμείο και κέρδη καβατζωμένα ήδη από την πρώτη λήψη

Κι εμείς;
Ένα γύρω αμφιθεατρικά καθισμένοι όπως-όπως
πάνω στους μαρμαρωμένους βασιλιάδες της γενιάς μας
δοκιμάζουμε και δοκιμαζόμαστε στα απίστευτα πλέον.
Casting της απελπισίας για ρόλους κομπάρσων στις εσχατιές του κάδρου.
Όλα τα κάνω θείο, θα σου κάνω και ανάποδη κωλοτούμπα,
κράτησέ με, γαβγίζω κιόλας σε πέντε γλώσσες, δεν θα χάσεις
Ξέρω και κάτι τις από σημειολογία και διαλεκτική
αν χρειαστεί μπορώ να επιδείξω συνθετική και αναλυτική ικανότητα
βλέπω και όνειρα που τρίζουν(9)
Μπορώ ακόμη και το σκηνικό να σου βάψω αν θες,
με κόκκινο χρώμα που το έχω εύκαιρο ή ότι ζητήσεις
Δώσε μου μισθό δύο δράμια αξιοπρέπεια, δεν θέλω ασφάλιση, ποτέ δεν είχα
Άτονο χειροκρότημα, μεγάλος ο συναγωνισμός,
μικρή σκηνή, σκοτεινή η ράμπα
Θα σας ειδοποιήσουμε

Πάνω στην απελπισιά μας τραβολογάμε τούφες την ανασφάλειά μας
προς όλες τις κατευθύνσεις
την τεντώνουμε σαν γδαρμένο δέρμα στον ήλιο,
να μαλακώσει και να γίνει ανθεκτική η στιγμή μας
και ότι μας κάτσει.
Από την μια αρμάτωμα και προετοιμασία για την βία που περιφέρεται δίπλα μας
με το μάτι ακόμη θολό από το μετατραυματικό σοκ της συνειδητοποίησης
για την επερχόμενη παράνοια
-πρωτοξάδερφα με το εφικτό από την μεριά της μάνας-
ενώ από την άλλη, συνεχίζουμε την αναζήτηση Ευθυγράμμισης
και τους Υπερβατικούς Συντονισμούς με την Γαία και τα Μυστικά της.
(έτσι, με υπερβατικά κεφαλαία να τα λες, να υπονοείται και μια αίσθηση μυσταγωγίας και New Age αισθητικής, μήπως και σωθεί τίποτα για μετά.
Ίσως μάλιστα να ανάψουμε κι ένα αρωματικό stick.
Βλέπεις, κάποια πράγματα είναι η επιλογή τους και μόνο)

Χαμένοι από χέρι, αλλά το τιμόνι δεν λέει να στρίψει
π’ ανάθεμα τον λαιμό του Λύκου που κληρονομήσαμε
Άμαθοι στα μεν, αδέξιοι στα δε,
Κι όλο και περισσότερο με το βλέμμα των αιχμαλωτισμένων θηραμάτων
σε εθνικά πάρκα
για την διατήρηση του είδους
σαστισμένοι ουραγκοτάγκοι
που ανακαλύπτουν πως η κοινότητα τους ζούσε εδώ και καιρό σε περιφραγμένη και σκληρά φρουρούμενη περιοχή.
Ένας διαδραστικός ζωολογικός κήπος είμαστε, με εκθέματα και επισκέπτες ανάκατα
Φιστίκι και γκριμάτσα, κλωνάρι και κωλοτούμπα
και τα πούπουλα κάτω, να κάνουν διπλές στρώσεις από τα ανίερα χαϊδολογήματα
για δύο σπυριά καρπό κι ένα σάπιο μαρουλόφυλλο

Λέξεις απασφαλισμένες χειροβομβίδες
τραβηγμένη η περόνη ηρωικά
με τα δόντια
κι οι αρθρώσεις ξασπρίζουν κρατώντας τις σφιχτά
κι όλο γυρνάει σαν σβούρα το μυαλό
πως αν τις πετάξω δεν υπάρχει άλλη άμυνα
Μόνος θα μείνω
όρθιος με χέρια απλωμένα κι ανοιχτά
σε ένα αμπρί ερείπιο
όσο φίλοι θα καλούν τα ονόματά μου
στις εκρήξεις που βρήκα το θάρρος και αφέθηκα
μ’ ένα ήττα της ζωής κι ένα φιλημένο φεγγάρι περασμένα χιαστί στο στήθος (10)

Πες μου εσύ τι βλέπεις;
Αναδιάταξη σε στάση Λωτού και τα χέρια στα γόνατα λοιπόν;
Ζόρικο φαίνεται, θα τρίξουν οι αρθρώσεις, θα πονέσει ο υλισμός μας
αλλά τι άλλο;
Λίγο άνοιγμα, μισή ματιά, δυο δράμια Σιωπής (από εκείνη την καλή),
μια βαθιά ανάσα.
Αρκούν.
Για τώρα.
Για λίγο έστω
Κρατήσου κι εξέπνεε αργά
Όπως ζούμε
Μπορεί και να την σκαπουλάρουμε

Για πες, τολμάς να ζυγιάσεις τα ξεχασμένα σου;
Πόσα σκαλοπάτια αφήσαμε απάτητα για να ανέβουμε γρήγορα;
Λες και μας ζητήθηκε ποτέ να κάνουμε άλματα.
Ακόμη και να μας ζητήθηκε δηλαδή, τι;
Πότε ακριβώς κολλήσαμε ματαιοδοξία;
Κι η δικαιολογία εύκολο κλισέ
«Τότε δεν ξέραμε, τώρα δεν μπορούμε»
Κατάντια. Τι τα θες;
Οι σκάλες που μας φοβίζουν πάντα εκεί θα είναι
για να δοκιμάζουμε τα κριτήρια και τις αντοχές μας
γυμνάζοντας γάμπες και ικανότητες της οπτικής μας
πάνω στην αντίληψη της βάσης και της κατεύθυνσης
Από μία άποψη ευτυχώς και κρίμα
Ταυτόχρονα.
Το πηδήξαμε το θέμα τόσο καιρό εστιάζοντας όλο μπροστά
κι ακόμα παραπέρα
και κύλαγε η ζωή στα πόδια μας
όσο πατάγαμε πάνω της να δούμε τάχα μου λίγο πιο πέρα
Και είδαμε τα γεννητούρια
και τα μνημόσυνα των εαρινών συνάξεων στις εκθέσεις βιβλίων
και τα ζήσαμε στο πετσί μας
και μας άφησαν τατού μια σπασμένη σημαία
Και δεν κοιτάζαμε καν να βγάλουμε την τσίμπλα από το μάτι
μη και ταραχτούν τα ματοτσίνορα
Έτσι, στοιχειώσανε θολά όλα
στην παραμύθα ενός αύριο χωρίς πόδια
και η σημαία μισοτελειωμένη στο αριστερό μπράτσο

Αναπνέεις; Ακόμα;
Έτσι, κράτα ρυθμό
κι όχι άσκοπες κινήσεις
Η αναπνοή είναι σημαντικό στοιχείο για την επιβίωση
Όπως και η μνήμη
Μερικές φορές νοσταλγώ
Σύννεφα με παντελόνια (11)έξω
νοιώθω να συμμετέχω πάλι σε κόντρα
κι οι δείκτες μου στα κόκκινα
με τον πούστη τον Ήλιο που δεν  τελειώνει ποτέ
Μην ζήσουμε έτσι ρε φίλε(12)
ροδιές στην άσφαλτο οι ανακλήσεις κόκκων μνήμης
από αδασμολόγητο καπνό
και φίλους κάπου στο βάθος του Ήμουν,
που εξαϋλώνονται
με κάθε τικ πάνω στο τακ
Θυμάμαι τον Γιάννη να μας πηγαίνει στους βουδιστές στη Σόλωνος
«Πεινάμε αδελφέ μου» και σπανακοπιτάκια με πορτοκαλί κελεμπίες να καίνε sticks
Έφυγε σε μια στροφή με δανεικό αυτοκίνητο
Ο Χάρης
Έφυγε γελώντας σε μια στροφή με δανεική μηχανή
Ο Βασίλης
Έφυγε τρέχοντας με δανεικό όπλο περασμένο στην πλάτη
Μετά έφυγα εγώ να μην βλέπω άλλες αναχωρήσεις
Όλα σε μια ανάσα μέσα

Τελικά, λες οι Γιόγκι να ξέρουν τίποτα περισσότερο για την αναπνοή
ή μήπως τσάμπα το κουράζουμε κι εμείς;
Αφυδατωμένα τα νοήματα κι οι λέξεις άδειες
με μια απορημένη ηχώ που τρομάζει όταν κοιταζόμαστε κατάματα
Τι κάνουμε;
Κι αυτό το κενό εμείς θα το καλύψουμε;
Τα πράγματα ζορίζουν ώρα με την ώρα
κι αν πολλοί μιλάνε για τις αιτίες
ευτυχώς υπάρχουν και οι λίγοι που δεν λένε τίποτα
γιατί ότι είχαν να πουν το έχουν ήδη πει
με κόστος και τσαγανό,
τις εποχές που ήταν βολικά τα προσωπεία,
οι αντηχήσεις αναμενόμενες
κι οι ανάσες ξοδεύονταν για ένα καπρίτσιο

Κι είναι ώρα παραδοχής ετούτη, ώρα κάθαρσης
είναι το Τώρα που μας καθορίζει
ακόμη και ερήμην μας -ιδιαίτερα τότε-
και που αναζητά την αξία και την προσοχή που του αρμόζουν

Πάρε λαθραία ανάσα, πάμε για διαφημιστικό διάλειμμα
Για πες μου, θα ήθελες ένα πρόγραμμα με πολλά δωρεάν μηνύματα
και άπειρο χρόνο ομιλίας;
Τα κενά περιεχομένου μηνύματα και οι άσκοπες πολυλογίες δεν χρεώνονται
Έχει και ίντερνετ για εγγυημένο διακτινισμό του Εγώ στο άπειρο
Νέο γκάτζετ, ψυχοδραματικό κι εγκεφαλικά εξαρτήσιμο
Ευκαιρία σου λέω
Θα στέλνεις μήνυμα στον εαυτό σου να σε εκπλήσσεις που σε θυμήθηκες
Κι όλοι θα κάνουν το ίδιο με εσένα

Κάθε μέρα κι ένα συμβόλαιο τιμής
σύμπραξη στις δικαιολογίες επιλογών άλλων
και κάθε βράδυ μια διχοτόμηση
ακόμη μια κι άλλη μια δώρο
Μετρώ νύχτες με καμένες λάμπες αλογόνου
όσο ντύνομαι με προβιά της αθωότητας
και βγαίνω στο κυνήγι της μανιέρας της ανορθόγραφης,
εκείνης με τις σωστές πληροφορίες
ένθετες
στα ορθογραφικά λάθη.
Η ηδονή της αποκρυπτογράφησης σέρνεται ύπουλα κι αργά
με την κοιλία στις πέτρες
αλλάζει δέρματα από την επίπονη τριβή
λανσάρει τεχνική ξεφλουδίσματος καθάριων επιλογών
και όσων πορειών απέμειναν να αντέξουμε
Ευτυχώς που από καιρό σε καιρό
ανακαλύπτω πράγματα στα αζήτητα των πάγκων
βοηθητικά εγχειρίδια αμφίβολης προέλευσης
τα καλύτερα σε αυτοεκδόσεις
μερικά ακόμη με τις σελίδες άκοπες
κάποια με την πολυχρήση κρούστα πάνω τους
και κάποια ακόμη με την τρέλα των συγγραφέων να φωσφορίζει στα σκοτάδια
κάθε που μια νέα σελήνη φωτίζει παλιούς ανθρώπους
Γερνάμε φιλαράκι,
γκριζάρισα κι οι προβιές δείχνουν γελοίες πάνω μου
κι από μια ηλικία και μετά κρίνεσαι ως επισφαλής
και γίνονται απαιτητά τα χρωστούμενα κι εξοφλητέα,
ιδιαίτερα τώρα που οι καταχωρήσεις στην βάση δεδομένων
όλο και συχνότερα
δείχνουν ευρήματα ανησυχητικά
πως τα λάθη που ξορκίζεις είναι εκείνα που λαχταράς περισσότερο
και όχι η ορθότητα
Γιατί στην εξόφληση και στο κιμπάρικο το πουρμπουάρ,
μετράς την ποιότητα των λαθών
Όχι μόνο αυτών που έκανες αλλά κι εκείνων που ξέχασες να κάνεις
όπως ξεχνάς και τα γυαλιά πρεσβυωπίας
δίπλα σε κάτι παλιές σημειώσεις
που τα χρειάζεσαι τώρα πια και τα τρία
περισσότερο από ποτέ

Μερικές φορές παίρνω κουράγιο
κοιτάζοντας την πορεία πίσω μου
κι άλλοτε πάλι πέφτουν πάνω μου και με σκεπάζουν ουρανοί
κι όσα σύμπαντα ανασαίνουν κόντρα
πολλά μαζί
ένα σε κάθε πόρο του κορμιού μου
συνωστίζονται θεοί αστροναύτες στα αφτιά μου
θυμίζοντάς μου πόσο μικρός είμαι ακόμη
Και χαμογελάω
Εκεί πια δυσκολεύομαι να με μαζέψω
επειδή δεν στρώνω εύκολα
δεν είμαι εύπλαστος
παράξενη πάστα μη συμβατική σκέψη
παλιό μοντέλο και δυστυχώς θέλω πολύ δουλειά
Κάπου εκεί είναι που αναρωτιέμαι για τα απίστευτα
αν για παράδειγμα ενδιαφέρουν περισσότερο τους εποχιακά απασχολούμενους
οι στατιστικές, η ανάκαμψη και οι δείκτες ευημερίας
την ώρα που περιμένουν στην ουρά για το επίδομα
μαζί με εκείνη την μόνιμα κυοφορούσα τραγικότητα του αβέβαιου
και την θλίψη της επιβίωσης στο μπουκαλάκι νερό που κρατούν
ελπίζοντας σε λίγα ακόμη ένσημα
Από κοντά και ανακλαστικά βέβηλες σκέψεις
πως αυτά μπορεί και να δηλώνουν μεγαλύτερη αντοχή
στο σκύψιμο της μέσης
Ποιος μας έψησε άλλωστε να αποδεχτούμε την γυαλάδα των παρασήμων σαν φάρο
και την αίγλη των αλλοτινών πεπραγμένων ως νομοτελειακή πορεία;
Κάποιος πονηρός ψήστης θα ήταν δεν μπορεί
Από εκείνους που καλύπτουν στην τσίκνα τα σάπια των ψυγείων τους
από εκείνους που ρίχνουν ευθύνη στην διανομή
στους προμηθευτές, στους άκαπνους ντελιβεράδες και στους ευκαιριακούς πελάτες
Κι ο κόσμος τρώει ακόμη

Όμως τίποτα πια δεν μετριέται ελαφρά,
τίποτα το εύκολο δεν δηλώνει de facto την ορθότητα
ούτε την αναγκαιότητά της.
Προπάντων αυτή
Όλα επαναδιαπραγματεύσιμα κι ασταθή
σαν παλιά μασούρια δυναμίτη σε εγκαταλελειμμένα ορυχεία
επικίνδυνο να τα αγνοείς
ακόμη πιο επικίνδυνο να τα μετακινήσεις
Και τα σκοτάδια γύρω τους βουβά
να μοιάζουν γνώριμα αλλά να μην είναι
με άδειες τις στοές κι άχρηστα τα εργαλεία
λουφάζουν παγιδευμένα με φουτουριστικές συνδεσμολογίες,
σχεδιασμένα απάνθρωπα κι ανήθικα
να ανατινάζονται με όποια αμφισβήτηση εστιάσει πάνω τους
Έτσι, κοιτάμε να περνάμε γρήγορα από δίπλα
κλείνουμε μάτια κι αυτιά με τα χέρια μας
σκυμμένοι μέσα στα βαγονέτα της ζωής μας
με συνεπιβάτη μια ένοχη ανοχή
που μας τρυπάει τα πλευρά σε κάθε στροφή
τρίζουν ανατριχιαστικά οι ράγες των επιλογών μας
από κάτω μας και μέσα μας
Δύσκολα καταλαβαίνεις τον πόνο εν κινήσει
στοιβαγμένοι με νέα βάρη, παλιούς φόβους και μεταμοντέρνες λύσεις
κι όλο λοξά κοιτάμε ανάμεσα από τα δάχτυλα
με τον σπινθήρα ακονισμένο
μισότρελλοι
μισοσαλταρισμένοι
με την απελπισία και την τρέλα γυάλινο μάτι
Και τους νοιώθουμε τους υπαίτιους
μεσ’ στην θολούρα μας τους αισθανόμαστε
να σέρνονται μέσα εκεί
                                                                                                            μέσα μας εκεί
παγιδεύουν τις λέξεις μας
βραχυκυκλώνουν τις σκέψεις μας
φουρνέλο ρε κι ότι θέλει ας γίνει
τίποτα δεν θα μας πάρουν
τίποτα δεν θα χαρίσουμε
Ωραίο μου ακούγεται
κι ας μην μας φτουράνε τα φυτίλια και τρέμουμε ζυγίζοντας τ’ αναποφάσιστα

Βραδιάζει όμορφα στην γειτονιά μου
το χέρι γραπώνεται στο μέτωπο και τα τασάκια γεμάτα
η νυχτερινή αύρα μπαίνει στο στήθος από τα μανίκια και μ’ ανατριχιάζει
πάντα
στο βάθος φωτίζει η Ακρόπολη
πάντα
κάθε άνοιξη με προβοκάρει ο ίδιος μου ο εαυτός γαμώτο
πάντα
στρατηγικοί σχεδιασμοί άμυνας με επιθετικά πλάνα
μπροστά και πέρα
πάντα
επιλογές από ιστορίες με ηρωικές εξόδους
το μαζί σαν ένας κι ο ένας μαζί τους κι αυτός
και πάνω που κοντεύει το παζλ να τελειώσει και σκέφτεσαι το κάδρο
ένα απρόσμενο γελάκι
από το παιδικό δωμάτιο
σου γυρνάει τούμπα τα κομμάτια
και πάλι από την αρχή
Κι αν μπορούσες ας έκανες κι αλλιώς
Πως γίναμε έτσι ρε συ;
Λιώνουμε μονάχοι ο ένας κολλητά στον άλλο
με το σαράκι να μας τρώει σιγά σιγά
κι είναι τόσα δίπλα μας τα όμορφα
και μας στοιχειώνουν
Πάντα

Μισά τα βλέπουμε όλα, μισούς μας βλέπουν όλοι
Κι όλο θυμώνουμε με ολάκερο τον κόσμο
και πλακωνόμαστε στα μπουνίδια με τον εαυτό μας
και ματώνουμε
και πίσω δεν κάνουμε· κανένας από τους δυό μας
Ημιγνώστες του τσαμπουκά και των παρελκομένων του
γιατί έτσι πρέπει κατά τας γραφάς
να ΄ναι λειψοί οι αναζητητές του ολάκερου
κι εύθραυστοι
Έτσι πάει το παιχνίδι φίλε
μαθαίνουμε παίζοντας και πονώντας
κραυγάζοντας στη ζωή αυθάδικα από τα σπλάχνα μας
που πάντα θα περισσεύουν και πάντα λειψά θα βγαίνουν
ακόμη κι όταν ανατρέπονται όλα στην πορεία
η κατεύθυνση εξακολουθεί να παραμένει η ίδια
για όλους, μισοζωντανούς και μισοπεθαμένους
ακόμη κι αν δεν ακολουθήσουμε τα ίδια μονοπάτια
κι επιμένουμε να αγνοούμε ότι μας ξεμπροστιάζει την ευκολία μας
τα καρφωμένα σημάδια στις κόρες των ματιών μας
την απελπισία των μαρκαδόρων στους τοίχους
και την ανατριχίλα στο μεσοδιάστημα πίσω από τα αυτιά
που κάθε φορά που καταφέρνουμε να συμμαζέψουμε τα κομμάτια μας
μας σβερκώνει γερά με ένα «Μην φεύγεις. Που πας;»
Και δώσ’ του τεχνικές και τεχνάσματα αντάρτικου σε κενό χαρτί
να ισορροπήσουν τα θλιμμένα μας
μεταξύ αξιοπρέπειας και αξιοθρήνητου
μεταξύ στόχου και παρατηρητή
μεταξύ φθοράς και λήθης
Παίζεις με τα σημεία στίξης μην προδοθείς που βούρκωσες
Άνω τελείες, κόμματα, διαλυτικά, εισαγωγικά, σημείο βρασμού, θερμοκρασίες εξαΰλωσης, γωνίες ρίψης
από μόνα τους δεν σου λένε τίποτα.
Ποτέ δεν λέγανε
«Δεν φεύγω» απαντάς
«να ξεμουδιάσω λίγο μόνο»
και πας
Και πέφτεις με φόρα σε τοίχους
Και τους διαλέγεις ψηλούς και θεόρατους
να αξίζει τον κόπο η σύγκρουση
Ένας τοίχος ορίζει
Βαμμένος ή ερειπωμένος, αδιάφορο
Κάτω του υπομένεις
Πάνω του αποδέχεσαι.
Τελεία
Έχεις μια σκάλα πρόχειρη;

Εδώ που φθάσαμε, αρπαζόμαστε από τα πάντα
Ακόμα κι από σκάλες που τρίζουν θλιμμένα
σε γκρι μινόρε
Ζόρικοι οι τονισμοί του γκρι
Θέλουν την αντίληψη σε ετοιμότητα
να μάθεις να ξεχωρίζεις αφετηρίες και τερματισμούς
Κάθε γκρι θέλει να αγκιστρώνει μια δεύτερη ματιά
Μπορεί και να σου κρύψει και πράγματα στις γωνίες
Ιδιαίτερα τέτοια εποχή που στερεύουν τα πάντα
ακόμη και οι προσχεδιασμένες επιμελητείες για φώτα εκτάκτου ανάγκης
και δεν φαίνεται να υπάρχουν άλλα αποθέματα
από προκάτ ελπίδα για αύριο
Ίσως μονάχα περιορισμένα κομμάτια,
ιδιοκατασκευές χωρίς ISO
διαθέσιμες μόνο με προκράτηση σε επαγγελματίες του είδους
Με τόση αχρωματοψία να φυτρώνει τριγύρω
μόνο το ένστικτο του ρυθμού μου απόμεινε οδηγός 
Το πλαίσιο δείχνει να καθορίζει το τέμπο πλέον
μέχρι να γίνουν όλα ένα
Ρυθμοί, άρσεις, παύσεις, ακόμη κι ο μετρονόμος ο ίδιος
Ξεχάσαμε και τα βασικά· πάμε πάλι
Τακ τακ αυτός, τακ τακ κι εγώ(13)
Μόνο που στο κενό των παύσεων αδειάζουν γρήγορα οι μπαταρίες πια
και η επαναφόρτιση αβέβαιη πιθανότητα
σαν τα χαρτάκι στο παρμπρίζ του αυτοκινήτου για φτηνές ασφάλειες
και μερεμέτια σε προσιτές τιμές.
Αυτός που τα βάζει κι εκείνος που τα βγάζει παίζουν με τις πιθανότητες
και την ίδια κληρωτίδα.
Γκρι κι αυτή

Λέξεις σύμβολα και λέξεις σταυροδρόμια
σε πάνε πότε από εδώ πότε από ‘κει
ανάλογα πως τις κοιτάς
σου αλλάζουν τα δεδομένα, αλλάζουν κι εσένα
Ότι κατάφερες με χρόνιο μόχθο να πιστέψεις ότι κατέχεις
καταναλώνεται εδώ και τώρα
σαν ένα μεγάλο κομμάτι σοκολάτας(14)
εδώ και τώρα κι όσο πιο γρήγορα γίνεται,
γιατί οι ευκαιρίες είναι πλέον λιγοστές, τίποτε δεν διαρκεί,
οι ευκαιριακοί πληθαίνουν διαρκώς
οι μεταπράτες αλλάζουν μορφή κι αγοράζουν κοσμήματα και χρυσό μισοτιμής
ακόμη και δόντια –έχω και ‘γω ένα, μάλλον από μεταλαβιά-
και οι απελπισμένοι στοιβάζονται ο ένας πάνω στον άλλο στην πορεία.
Αγέλες που έρχονται όλο και πιο γρήγορα και μουγκρίζουν
όλο και πιο βαθιά, όλο και πιο απελπισμένα
Μια τρομακτική ηχώ που αυξάνεται και διαρκεί τον χρόνο
σαν παγωμένα λείψανα στα συλημένα μαυσωλεία,
που μετρούν την ποιότητα με αριθμητικά δεδομένα
Από κοντά και οι φωσφοριζέ εκλάμψεις ηρωισμού,
να αναρωτιέται δηλαδή κανείς αν αρμόζει στην στιγμή
κι αν μπορείς να μετρήσεις λάθος στο πάθος
για ένα σάλτο στη μέση της πορείας των Απελπισμένων
με τα χέρια σε έκταση
ανοικτά παραθυρόφυλλα σε πλακιώτικο σπίτι,
Εσταυρωμένος Οδηγός και Αυτόχειρας Άποψης ταυτόχρονα.
Σκασμός και μουγκρητά
σύνθημα – παρασύνθημα
καλώς – προχώρει ο εφοδεύων
ένας κώδικας επικοινωνίας που μαθαίνεται γρήγορα
σε μια βόλτα στη Σόλωνος νύχτα
και δυο δρασκελιές στη πλατεία Βάθη Κυριακές ξημέρωμα

Κι ο ύπνος βαρύς κι ασήκωτος
όσο ξεπλένονται ενοχές στο οικονομικό πρόγραμμα
χωρίς πρόπλυση και μαλακτικό
με άρωμα  και φρεσκάδα Άλπεων
Τρομάζω στην ιδέα του ότι μπορεί να ξυπνήσω μια από τις επόμενες μέρες
μάλλον σαν τρομοκράτης
θα ανασαίνω Εντελβάϊς και θα τρώω σύννεφα
Εφόσον επέλεξα να κρατώ τον απίστευτο τρόμο του να έχω ενσωματωμένο στο πετσί μου το χαρακτηριστικό του Πρώην σε πολλά πράγματα
(και με αυξάνουσα την πιθανότητα να είμαι στο μέλλον ακόμη περισσότερα αβέβαια και όλο και λιγότερα σίγουρα).
Γιατί μέλλον θα υπάρξει, σίγουρα
χρόνο δεν είμαι σίγουρος αν θα έχουμε
- κι αν το τυχαίο μας κλείσει το μάτι και δανικά μας δώσει
μην φανταστείς δηλαδή, κάτι νανοδευτερόλεπτα
από μερικά σκόρπια αγγίγματα και από κάτι χαμόγελα σφηνωμένα
στις χαραμάδες των ημερών μας,
κι αυτά στο εδώλιο θα τα στήσουμε
με όλες τις ζωές μας για κατηγορητήριο -
γιατί στην τελική όλους μας κορόιδεψε
για την ζημιά που ζούμε φέρει ευθύνη και είναι συνεργός
Να πληρώσει επιτέλους ο κερατάς, ο απατεώνας,
τέτοιας μορφής και έκτασης εξαπάτηση σε τόσους πολλούς
δεν μπορεί να περάσει έτσι
Μπας και γαληνέψει κι η μάνα μου που στεναχωριέται
για το πώς θα νοιώθω που δεν θα έχω αύριο λεφτά
ούτε να τους θάψω
Τον κρατώ λοιπόν αυτόν τον τρόμο λάφυρο
δέσμιο κι όμηρο
στο πίσω μέρος του μυαλού μου και κάθε μέρα του σφίγγω το λαρύγγι
να βγάλει τον σκασμό και να μην αποκαλυφθεί
μην μου τινάξει την κάλυψη στον αέρα.
Γιατί μετά δεν έχει επιστροφή
Δεν μπορώ χωρίς επιστροφές

Κουράστηκα
κόβω ταχύτητα και αλλάζω ρυθμό
Θα στα λέω λίγα λίγα
ξέπνοα
που έχουμε δρόμο ακόμη και οι αντοχές μου θέλουν καλό κουμάντο
στα λόγια, στις πράξεις και στις σιωπές
Σιγανά και ταπεινά λοιπόν αδερφέ
από τον παράδρομο καλύτερα
όπου μαζεύονται πολλοί παγιδεύεσαι ευκολότερα
οι ταράτσες είναι γεμάτες ρουφιάνους κι απελπισμένους συνοδούς τους
τα κοπάδια τους ένα γύρω μουγκρίζουν παράφωνα και σκιαχτερά
κι εμείς από καιρό ξέρουμε πως δεν κάνουμε για καου-μπόϋδες
Με μοκασίνια πάταγε πάντα η ψυχή μας

Βρέχει αδιέξοδα ετούτες τις μέρες
ξαναφουσκώνει το ποτάμι
σιωπηλό, σκοτεινό,
υπόγειος χείμαρρος
η αναγκαιότητα των συνωμοτικών κανόνων
ακόμη και στα πιο μικρά
στα πιο ασήμαντα
έστω και εσωτερικά
έστω και μεμονωμένα κούτσουρα στις όχθες
Κι ας μην σ΄ εμπιστεύεται κανένας
κι ας μην βρίσκεις κανέναν να πιστέψεις

Κατατρυπημένα σεντόνια οι γνώσεις
γεμάτα αιμοπτύσεις
απλωμένη μπουγάδα με ξύλινα μανταλάκια σε εσωτερική αυλή
επταμηνίτικα δάκρυα και μισές ανάσες
σπορά που δεν πρόλαβε να σχηματιστεί
μαζεμένα ένα ένα
από σαρακοφαγωμένα ξύλινα πατώματα
γεμάτα
κάθε λογής βρώμα και αποβολή
στις γωνιές εγκαταλελειμμένων νεοκλασικών κτιρίων
με ξύλινες εσωτερικές σκάλες και κάγκελα κομψοτεχνήματα
από εκείνα τα ωραία
που φτιάχνουν πάντα όσοι κατασκευάζουν σιδεριές κι αμπάρες

Χοροί τριγύρω και χάχανα και γέλια και μουσικές
πανηγυρτζίδες μπόλικοι, ζογκλέρ, ακροβάτες, κλόουν και σαλτιπάγγοι
κι εγώ έκθεμα περιέργον κι απαίσιον
η ασώματος κεφαλή
περάσατε να θαυμάσετε μιαν ακόμη τραγικοτάτη ιστορία
από συνείδηση λαιμητόμο
μάταιου κι αμέτοχου γωνία
αφού είτε εμπλέκομαι είτε όχι, μετριέται επουσιώδες και ελεγχόμενο
για τους μεγάλους σχεδιασμούς των μικρών ανθρώπων
Διεύθυνση κατοικίας σ’ αδιέξοδο σοκάκι
πλακόστρωτη πάροδος Α
πέφτει πλάγια το φως όλες τις ώρες
μεγαλώνουν οι σκιές και ξεθωριάζουν τα χρώματα
Ζωγραφίζεις; Φτιάξε μου graffiti ένα Ουράνιο Τόξο.
Σε γκρι σκούρο της χαράς

Αλλά κι εμείς τον χαβά μας. Τι άλλο θα μπορούσαμε να κάνουμε;
Μεταμεσονύκτιες ιχνηλασίες στους ήχους και στις τεχνικές αναπνοής
μόνιμα ερωτηματικά σαν γαϊτανάκι
από χρόνους πλουμιστούς κι αέρινους
που αποδήμησαν εις κύριο
κι ούτε ένα περίγραμμά τους δεν άφησαν στον τοίχο
άντε, το πολύ κανένα μισοσβησμένο σύνθημα
όσο κράτησε ένα τσιγάρο και κάτι
κι όλο τα ίχνη να ξεμακραίνουν και άντε να τα βρεις ξανά
φτιάχνω ελάχιστα σημάδια
από ρίμες κι οκτάστιχα κοπανημένα πενήντα φορές να μαλακώσουν
να αφήσουν μελανά ίχνη πάνω στα βράχια
από μια εποχή που η σκέψη ήταν αποτέλεσμα ανάγκης
κι όχι στοιχειωμένη αίσθηση χρονικής πολυτέλειας
-κι είχε οκτώ πλοκάμια, όλα τους να σαλεύουν-
σε μια εποχή που ότι απέμεινε είναι από καιρό βαθιά κατεψυγμένο

Δεν είναι όμως που ξέσπασαν δύσκολοι οι καιροί
είναι που με χτυπάει στα μούτρα η αίσθηση πως καταντήσαμε κι εμείς εύκολοι.
Δηλωσίες στον ίδιο μας τον εαυτό
Βαρύ αυτό, πολύ βαρύ και γίνεται ακόμη βαρύτερο
όταν βλέπεις ένα γύρω όλο και περισσότερους
να παγώνουν καταμεσής του δρόμου
με τα μάτια θρυμματισμένες τραπεζοβιτρίνες στην Πανεπιστημίου
και την πλάτη στον τοίχο(15)

Τι κι αν είπαμε πως ο δρόμος θα μας γιατρέψει; (16)
Οι κερατάδες μας ξηλώνουν δρόμους, πεζοδρόμια, διαβάσεις, γέφυρες, ουρανούς.
Οπότε, προχώρα
μην ρωτάς προς τα πού, προχώρα
κι άσε το μετά για ύστερα

κι αν δεις πως μένω πίσω
τράβα με μαζί σου
ή άσε μου κομμάτια όνειρο σε μια σακούλα σούπερ μάρκετ για το Σαββατοκύριακο

Ντρέπομαι
την ξεφτίλα της επιλεκτικής αμνησίας που διαμελίζει την αξιοπρέπειά μας
σαν κάνουμε πως δεν αντιλαμβανόμαστε
την ύπουλα ασυναίσθητη αποδοχή της ευκολίας
που ευνούχισε κόσμο
καλό κόσμο, γόνιμο,
γέμισε θυμικά με ενοχές και έδεσε αρόδου αρκετά καλά σκαριά
τα καταδίκασε σε πορεία κλειδωμένη ολοταχώς για σκραπ
με τις αμοιβάδες και τις πεταλίδες που μέχρι χθες εισέπρατταν χλεύη και απαξίωση κολλημένες τώρα κι αγκιστρωμένες
–και σαν βετεράνοι της επιβίωσης- πάντα κάτω από την ίσαλο γραμμή
Και το πιο τραγικό είναι πως για πολύ καιρό ούτε που προκάναμε
και κανένα μπάρκο της προκοπής.

Λέξεις καρφωμένα ερωτηματικά στο ταβάνι και στο πάτωμα
φτιάχνουν ικριώματα και χάσκει ορθάνοιχτη η καταπακτή
με αγχόνη πλεγμένη επιδέξια από την αγάπη των φίλων
Κι αναρωτιέμαι αν άξιζε τελικά τον κόπο
σαν τεχνική αποστασιοποίησης ή ακόμη και σαν ανακλαστική κίνηση επιβίωσης
η στοχαστική διαφοροποίηση από την ευτυχισμένη μάζα
-επιλογή που είχε πάντα και τα ρίσκα της-
με την βαρύτητα που προσθέτει νόημα και περίγραμμα στο άϋλο
σαν μια ιδιόμορφη ταυτοποίηση
ένα σημαντικό χαρακτηριστικό αυτοκαθορισμού
μια παντιέρα κίνησης
και μια απελπισμένη σταθερά
σαν έσχατη βάση εκκίνησης
Ακόμη δεν ξέρω, ακόμη δεν έμαθα
Ακόμη ζω
Ένα σπίτι, πέντε κόσμοι, γαλαξίας ολάκερος
Ακόμη αντέχω
Κουφάλες

Περίεργοι όμως οι καιροί, σατράπηδες
τώρα που το καζάνι μεγάλωσε και μας περιέχει όλους
μάγειρες ευνούχοι διαλαλούν την μεγάλη τύχη μας
που μας απόμεινε μόνη βάση το ζουμί μας που σιγοβράζει
αναμοχλεύεται και νοστιμίζει
μια να ανεβαίνουμε δύο να βουλιάζουμε λέει η συνταγή
Αργά
πολύ αργά
Περιμένουν ανυπόμονα οι γευσιγνώστες με τα μαχαιροπήρουνα αγριεμένα
Γύρω γύρω όλοι, σαν την ρόδα του λουναπάρκ
που φοβόσουν κι έσφιγγες πάνω μου
γαρνιτούρα τώρα και οι δύο μαζί
Αγκαλιά με κάτι ασπρόμαυρες καλλιτεχνικές φωτογραφίες αμφίβολης αισθητικής
για καρύκευμα στιγμές ιστορίας
Ο chef μας ευχαριστεί
Τα μάτια στο φακό, χαμογελαστά δόντια
Κλικ

Ξέρεις,
κρατιέμαι από κάτι παλαιολιθικά ξέφτια
Απορώ με βάση ποια συνωμοσία καταφέρνουν και σηκώνουν τα βάρη μου ακόμη
Ίσως να αδυνάτισα κιόλας λίγο, ποιός ξέρει; Τόσα έχασα
Πες μου ότι με πιστεύεις
τουλάχιστον όταν νυχτώνει
να ξέρω ότι υπάρχω
Να αντέξω

Με κάθε σιωπητήριο
μετά από την υποστολή της καθημερινότητας, με όλες τις αρμόζουσες τιμές,
σκάνε και κάτι βόμβες κρότου – λάμψης πάνω και μέσα στο κεφάλι μου,
αμφίβολα αιωρήματα
κατ΄ ευθείαν στο Τρίτο Μάτι
μεταμφιεσμένες σε φράσεις
απίστευτα και απρόσμενα απλές και γαλήνιες:
«Μην την φορτώνεις την καρδούλα σου» μου γράφει η οθόνη
μια πτυχή του Εγώ μου
μ’ ένα φεγγάρι tattoo στο μπράτσο για διεύθυνση και λύτρωση
και μία ακόμη που μου υπενθυμίζει πως κάνω στροφές
γύρω από τον εαυτό μου
Αλήθειες σε χρωματιστά pixels
ανάμεσά μας κάτι ζωές διαφορά και μερικά σουρωμένα ζεϊμπέκικα
και άντε να μην σκιρτήσεις
Πώς να μην συμφιλιωθώ με την εξαΰλωση μετά;
Έλα και πες μου
Βάζω τις λέξεις μου σε παρενθέσεις, σε αγκύλες, εισαγωγικά και παύλες
τις πακετάρω να τις προστατέψω μην και τριφτούν άγαρμπα μεταξύ τους
τις ακουμπώ απαλά σαν νεογέννητο που κοιμάται κι αναδεύεται
με όλα τα όνειρά του στο κοιμισμένο του χαμόγελο
κοιτάζω την ήσυχη αναπνοή τους,
τους γνέφω χαιρετισμό στο μισοσκόταδο και γέρνω την πόρτα
Απ’ έξω η μάχη φουντώνει
πέφτουν κορμιά
κι η πανοπλία μου παλιά και φθαρμένη         
                                                                                                Ας είναι
Παλεύω με νύχια και με δόντια
να ξαναγίνω εραστής της στιγμής
για εκείνες μονάχα τις στιγμές που κουβαλώντας το βάρος χιλιετηρίδων
αφαιρούν τον ήχο από τον Τόπο και συμπιέζουν το Φως
σε ολογράμματα  από παιδικά καλειδοσκόπια
και ντύνονται πάντα απογεύματα στα Αναφιώτικα και στο Μοναστηράκι

Μόνο και μόνο για να θρηνήσω βουβά τα φορτία με τα ατελέσφορα και όσα δεν
Μόνο για τώρα
Τώρα το παν και μετά τίποτα.
Για όσο βαστάνε τα κότσια και όσο αντέχουν τα ξέφτια
να συγκρατούν κραυγές         
μέσα στα αχανή τα βάθη του μυαλού
αιωρούμενες
πάνω από το Χάος που μπορούν να φέρουν στην ψυχή,
κρεμασμένες εικόνες με περίγραμμα
τις άδειες κόχες των ματιών, σε ένα διαρκές ζύγισμα
λειψό
για το σάλτο προς τα κάτω
για όσο ροκ αντέχεις ακόμη (17)
Κι ας μην υπάρχει κάτω κι ας μην υπάρχει πάνω
Μόνο Εδώ
Μόνο Εμείς
Μόνο Τα Πάντα

Όλα τα ζόρια μου στο Νου, ζυγίσματα και μπάρκα

Αναφορές και clopy paste:
(1). Τάκης Σιμωτάς (Η κρίση της επικής συνείδησης – Η τραγική ύπαρξη)
(2). Ζακ Ελλύλ (Η Μεταμόρφωση του Αστού)
(3). Τάσος Λειβαδίτης (1921 –1988)
(4). Μανόλης Αναγνωστάκης ( 1925 – 2005)
(5). Μιχάλης Κατσαρός (1919 – 1998)
(6). Νίκος Γκάτσος (1911 – 1992)
(7). Χρόνης Μίσσιος (1930-2012)
(8). Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (Ίνστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών Α.Π.Θ.)
(9). Διονύσης Σαββόπουλος (Τι έπαιξα στο Λαύριο)
(10). Βαγγέλης Γούλας (Μη γράφεις τη ζωή με ήττα,Δάσκαλε να φιλήσω το φεγγάρι;)
(11). Βλαδιμίρ Μαγιακόφσκυ (Σύννεφο με παντελόνια)
(12). Νίκος Νικολαΐδης (Γλυκιά Συμμορία)
(13). Μίκης Θεοδωράκης (Το σφαγείο)
(14). Μιχάλης Μανολιός (Σάρκινο φρούτο)
(15). Διονύσης Τσακνής (Με την πλάτη στον τοίχο)
(16). Κάτοικος Κερατέας – Φλεβάρης 2011 ( http://vimeo.com/19953528 )

(17). Σταύρος Σταυρόπουλος (Για όσο ροκ αντέχεις ακόμη)