Τρίτη 19 Αυγούστου 2014

Η άλλη πλευρά του φεγγαριού (λήψη δεύτερη)


(... Συνέχεια από Πρώτη Λήψη.Έναρξη Δεύτερης λήψης...)

Μια οθόνη όλα
                        παλιές προβολές σινεμασκόπ με χιλιοπαιγμένες κόπιες
κι εμείς στα θερινά σινεμά ψάχνουμε τα κότσια μας
συνεχίζουμε να μην κουνάμε ως τους τίτλους τέλους
με ένα κριτικό δήθεν στο βλέμμα και στην άποψη
μασουλάμε διακριτικά πατατάκια, πασατέμπους και την παραμύθα μαζί,
αφήνουμε πάντα άλλοι να παίζουν με το σενάριο
ειδικοί να ορίζουν πως θα γίνουν οι λήψεις
και μεταπράτες να μοιράζουν ρόλους και ρολάκια
Τόσο πλανεμένοι, τόσο κουρασμένοι, τόσο αδύναμοι.
                                                                                    Τόσο παλιοί.
Και νεκροί οι ήχοι έρπουν πάνω μας

Μας μένουν αμανάτι κάτι ξεχαρβαλωμένες βραδιές
που αλκοολούχα γιατί και αφρίζοντα επειδή αυτοκτονούν σε φέρετρα γυάλινα,
στα ξεχασμένα μπαράκια με πελάτες τους ξεχασμένους έφηβους ,
μετρώντας τις νυχιές στο ξύλο της επένδυσης και στις μπάρες από κορμούς δέντρων,
λουστραρισμένους τύμβους από αγωνίες αμέτρητες και καψίματα από τσιγάρα,
απομεινάρια σχεδίων,
παλιών ναυαγών,
παρόμοιων ναυαγίων,
που κάποτε μέτρησαν κι αυτοί εδώ την επιβίωση.
Πνιγμένα χθες πάνω σε περιστρεφόμενα σκαμπώ που τρίζουν
με τους αγκώνες ακουμπισμένους πίσω κι αγκαλιά το ποτήρι
ζευγαρώνουμε μόνο με ποτά straight και πίκρα στον ουρανίσκο
 γύρω από παγάκια, ομπρελίτσες, ελίτσες και κερασάκια μαρασκίνο
και φανταχτερά κοκτέιλς από κυκλαδίτικες πινελιές
μαζί με ξένα ονόματα που δεν θυμάται κανένας πια
και ίσως να μην υπήρξαν ποτέ.
Χτυπάει καλά  η μνήμη
και συχνά σερβίρει κώνειο με θεατρικές κινήσεις
με επιτηδευμένα γαλήνιο βλέμμα επαγγελματικής ανοχής
ή ενοχής.
Σπάνια ενδιαφέρει άλλωστε κανέναν ο διασκεδαστής.
Μόνο το έργο του μετράει.
                                    Και οι νεκροί του.

Εκείνες λοιπόν τις μικρές ώρες που οι συγγνώμες στοιχειώνουν,
όσο ψάχνω να βρω πειστικούς τρόπους να μην,
όλα τα φώτα του σύμπαντος με έχουν χεσμένο,
η σχεδία μου μπάζει από παντού,
και διαλύεται.
Η ακαθόριστη μορφή με τα σφηνάκια τεκίλας που με κερνάει,
                                                                        μπορεί να είμαι κι εγώ,
                                                                                    μπορεί κι εγώ να μην είμαι πια,
μπορεί  να μην όλοι μας ,
σηκώνω πρόποση στο είδωλό μου,
απέναντι,
την κάνω όπως και να έχει,
αόριστη η συγκατάβαση στον θολό καθρέπτη της μπάρας,
και στης ζωής μου τα περασμένα εύχομαι αιωνιότητα,
                                                                                    μνήμη,
κι άσπρους πάτους.
Τόσους όσους και τα γιατί που τους χρωστώ μια εξήγηση.

Όταν τελικά οι ομίχλες φουντώσουν, ανάβει η ταμπέλα προς την έξοδο
με παίρνει αγκαζέ η ώρα των γυρισμών
και πάμε παρέα τοίχο-τοίχο.
                                    Τρεκλίζοντας.
Άτσαλη η πορεία της συγχώρεσης.
Αβέβαιο και το αντιστάθμισμα ζωής ξοδεμένης στην μέση του δρόμου
με ανοιχτά τα ερωτηματικά να χάσκουν,
που  για  μια ψευδαίσθηση ελέγχου· δίστασε,
πήρε με σπουδή όλες τις στροφές ανοιχτές,
τάχα πως θα προληφθεί το αναπάντεχο.
                                    Και τελικά πουθενά δεν έφτασε.
                                                            Εδώ έμεινε. Μέσα.


                                                                       (...Cut... Τέλος Δεύτερης Λήψης...)

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου