Παρασκευή 23 Μαΐου 2014

Ο κατευναστικός χαρακτήρας της κατάφασης


Προσπαθώ να θυμηθώ πως ήταν  τα πράγματα πριν από πέντε χρόνια

Κι όλο και περισσότερο δυσκολεύομαι να εστιάσω

Θυμάμαι φίλους να γελάνε, παιδιά να παίζουν, μια διάθεση για συντροφικότητα, έστω πληγωμένη, έστω καχύποπτη, έστω κουτσουρεμένη, αλλά υποβόσκουσα. Έστω και σαν ωραιοποιημένη σκέψη, στο πίσω μέρος του μυαλού. Σαν μια διέξοδος όταν ασφυκτιούσες. Όταν έλεγες δεν πάει άλλο, δεν έχω άλλες αντοχές, θα σαλτάρω, απόψε, αύριο, μέχρι το τέλος της βδομάδας. Και μετά ξεχνιόσουν και ξανά μέσα στο μαγγανοπήγαδο, μέρα με την μέρα, άντε ρε και θα την σκαπουλάρουμε, άντε και λίγο ακόμη να βγει αυτός ο χειμώνας, άντε κι ο επόμενος, άντε την άνοιξη την επόμενη θα είναι καλύτερα.

Προσπαθώ να μετρήσω πόσες φορές είπα και άκουσα το «τα λέμε» αλλά δεν τα είπαμε ποτέ έκτοτε, με πόσους και πόσες, όταν έφευγα ή όταν έφευγαν, τρίχες, χάνω τον λογαριασμό και μπερδεύομαι. Με σφίξιμο κοιτάω τις αυτοκτονίες και τους θανάτους στα site μη τυχόν και πέσω πάλι πάνω σε γνωστό όνομα. Και θα πρέπει να τρέχω ξανά στα νεκροταφεία και να μαζεύω τα κομμάτια μου πάλι. Και κάπως πρέπει να εξοικονομήσω άλλο ένα μαύρο πουκάμισο για να έχω ένα καβάτζα για καμία έκτακτη απώλεια που όλο και περισσότερες γίνηκαν τελευταία, που δεν έχω άλλο, ένα μου έχει μείνει κι αυτό έχει φθαρεί επικίνδυνα, ποιο πουκάμισο τώρα, ούτε τα βασικά δεν βγαίνουν. Αρχίζω και φοράω ρούχα που δεν είναι δικά μου αλλά μου δόθηκαν, ευτυχώς μου κάνουν τα παλιά παντελόνια και τα φοράω μέχρι εκεί που η μάνα μου λέει πως δεν παίρνουν άλλη επιδιόρθωση, κράτα το της λέω για να βγάζεις μπαλώματα για τα επόμενα.

Είναι πολλές οι φορές που θέλω να παγώσει το μυαλό μου να μην σκέφτομαι άλλο, να το παγώσω τεχνητά αν γίνεται, αλλά δεν υπάρχει σάλιο ούτε για αλκοόλ αλλά και τι να το κάνεις στην τελική, μήπως θα αλλάξει και τίποτα; Παράδοση κι αυτό, παράδοση και φθορά. Και οι απώλειες δίπλα να αυξάνονται. Αν είναι για μια ψυχική αναισθητοποίηση και μια εγκεφαλική νέκρωση, τέτοια βρίσκω και στο δωρεάν wi-fi, ευχαριστώ δεν θα πάρω, δεν είναι λύσεις αυτές, κάτι άλλο χρειάζεται, κάτι άλλο, δεν ξέρω ακριβώς τι αλλά μάλλον ξέρω προς τα πού και είναι βάσανο η συνειδητοποίηση του πόσο στριμωγμένος στα σχοινιά νιώθω και πόσο ξύλο τρώω κάθε μέρα. Έπρεπε μάλλον να γίνω βουδιστής, θα είχα την ησυχία μου τώρα. Άργησα κι εκεί.

Μην μου μιλάς για κάλπες, με ξέρεις τώρα, από εδώ είμαι κι εγώ, εδώ μεγάλωσα και έζησα, η κάλπη είναι ο κυβισμός μιας ανέξοδης ελπίδας και το νομιμοποιημένο ξέπλυμα  ενοχών σε σφραγισμένο φάκελο με σταυρούς δίπλα σε τυχαία ονόματα. Μου αξίζουν περισσότερα, μας αξίζουν καλύτερα, δεν χωρά μια ζωή σε ένα ψηφοδέλτιο ρε φίλε, πώς να το κάνουμε δηλαδή; Θες να βοηθήσω λες επειδή κάτι πρέπει επιτέλους να γίνει; Θα το κάνω αλλά δεν έχει νόημα, τίποτα δεν πρόκειται να αλλάξει κι ας αλλάξουν όλα. Πέφτει βαρύς ο μηδενισμός στην κλιμακτήριο, το ξέρω, δεν ξέρεις κι από πού να αρχίσεις, από πού να πιαστείς, γάντζοι περασμένοι ένα γύρω κι αμάσητα δολώματα μέχρι το στομάχι, πώς να απεμπλακείς, ένα βγάζεις δυό-τρία σε καρφώνουν. Θολούρα.

Όχι άλλα σαλταρίσματα και άλλα νεκροστέφανα πια, όχι άλλη θλίψη, πάμε πίσω να δούμε τι σκατά λάθος έγινε, πάμε να φύγουμε από την μαυρίλα, πάμε να ηρεμήσουμε κάπου, πάμε μην τα ξεσχίσω όλα κι αρχίζω να ουρλιάζω σαν τον Μισελ Πικολλί στο Themroc.


Πουθενά δεν θα πάμε, το ξέρω, όλα αποκλεισμένα είναι. Απλά πες ναι για να ηρεμήσω λίγο τον λύκο μέσα μου

Τετάρτη 21 Μαΐου 2014

Να ξέρεις Μιχάλη


Να ξέρεις, ο Κώστας δεν μπόρεσε έρθει αν και ήθελε. Τον έχει τσακίσει ο πόνος στο ισχίο και δεν μπορεί ούτε να σταθεί, ούτε να περπατήσει χωρίς ένεση. Αλλά ζει με δανικά και κεράσματα από φίλους εδώ και μήνες οπότε δεν μπορεί να πληρώσει για να κάνει τις ενέσεις , οπότε καταλαβαίνεις.

Να ξέρεις, όταν το έμαθα είπα κι εγώ να μην έρθω, για να έχω την παλιά εικόνα. Αλλά δεν μου πήγαινε. Έστω και εκείνα τα ελάχιστα που είχα την ευκαιρία να σε ακούσω να λες κατά καιρούς, έπρεπε να μετρήσω αν αξίζανε. Κι επειδή τα έχω μετρήσει χρόνια τώρα, ξέρω ότι αξίζανε. Και ήρθα. Και σε μια ανόητη και ανεξήγητη κίνηση αφαίρεσα και την μπαταρία από το κινητό. Δεν είμαι σίγουρος γιατί, αλλά ένιωσα πως έτσι έπρεπε. Κι όταν σε σήκωσαν μαυροκόκκινο, διαλύθηκα

Να ξέρεις, με έκανες να κατέβω στην αποθήκη και να ανοίξω τα κρυφά μου μπαούλα πάλι. Άρχισαν και ξεπηδάγανε από μέσα διάφορες παλιές ιστορίες . Και διαλύθηκα ξανά. Μερικά μάλιστα τα έχω κρατημένα στη ζελατίνα που τους είχες βάλει, τουλάχιστον μέχρι να βρω που στο διάολο έχω βάλει τα παλιά τα δικά μου. Θυμάμαι που είχες πει κάποτε ότι όποιος έχει τίποτα τέτοια από εκείνα που κυκλοφορούσαν παλιά, καλό θα είναι να τα φυλάξει κάπου, έτσι για την ιστορία

Να ξέρεις, εκτός από τα θλιμμένα πρόσωπα όσων ήρθαν για σένα, κοίταζα και μέσα στα μάτια τους εργάτες που περίμεναν υπομονετικά δίπλα από τον τάφο. Να έβλεπες ρε συ, πως κοιτάγανε τον κόσμο που σε αποχαιρετούσε. Δεν μπορούσαν να καταλάβουν μάλλον γιατί όλος αυτός ο κόσμος δεν είχε ουρές και κέρατα και κόκκινα μάτια. Να δεις που τελικά αυτοί θα σοκαριστήκανε πιο πολύ από όλους μας

Να ξέρεις έκανες κόσμο να κλάψει. Κόσμο καλό, κόσμο που δεν κλαίει εύκολα. Χωρίς να το θέλεις, αλλά τελικά έτσι είναι αυτά αφού είμαστε θνητοί και πεπερασμένοι.Και έχουμε ανάγκη από σημεία αναφοράς. Και ας μην το γούσταρες, για αρκετούς ήσουν ένα τέτοιο σημείο


Φτωχύναμε κι άλλο ρε μπαγάσα που έφυγες


Σάββατο 3 Μαΐου 2014

Ψηφίδες


Το ζεϊμπέκικο του γείτονα στην ταράτσα του όταν βγάζει τα περιστέρια του στον ουρανό της Νίκαιας

Το αγκάλιασμα στο μικρό πέτρινο εκκλησάκι έξω από τα σχολεία και οι λυγμοί του νεαρού εκεί που σκοτώθηκε ο φίλος του. Πιο πίσω κατάχαμα στο πεζοδρόμιο μια εξαϋλωμένη κοπέλα ολόκληρη πρησμένα μάτια

Ο  μονόλογος της γιαγιάς με την σοκολάτα στο σουπερ μάρκετ · άσε καλύτερα, την άλλη βδομάδα

Ο καταβεβλημένος παππούς στο φανάρι της Πειραιώς που ρώταγε τους σταματημένους οδηγούς αν πάει κανένας προς Μοσχάτο

Οι χιλιάδες μικρές οθόνες στα χέρια νέων ανθρώπων που μικραίνουν ψηφιακά την έτσι κι αλλιώς μικρή μας ζωή 

Ο τσιγγάνος στο φανάρι που κάθε μέρα με χαιρετά και ρωτάει αν θέλω να αγοράσω επώνυμα γυαλιά με τα ψιλά μου. Ρε  συ άστα αυτά, είσαι καλά; Βγαίνει τίποτα ή τσάμπα τραβιέσαι; Είσαι άρχοντας απαντάει και χαμογελάει. Τα λέμε αύριο

Ο τύπος με το διαλυμένο Zastava που δίνει μια σακούλα με ψωμί στην ζητιάνα, χαϊδεύει το μωρό στην αγκαλιά της και  φεύγει

Ο παππούς που χρόνια τώρα γυρνάει όλη την περιφέρεια του δήμου και καταγράφει που υπάρχουν πυροσβεστικοί κρουνοί  και που έχει ξεραμένα δέντρα

Οι τρεις ψαράδες την Δευτέρα του Πάσχα στην παραλία στο Λουτράκι που δόλωναν μοναξιά και ο τύπος που τους παρατηρούσε στην πρωινή του βόλτα για ανάσες

Η ξανθιά κοπέλα με τα μαύρα γυαλιά που κλαίει στο τιμόνι έξω από το νοσοκομείο

Ο φίλος που δεν μπορεί να κοιμηθεί τις νύχτες όσο η ζωή δεν τιμάει την μέρα

Το τηλεφώνημα του Δημήτρη καιρό πριν, που μου φώναζε να τα παρατήσω όλα και να πάω στο Ξυλόκαστρο να τον βοηθήσω να εξαλείψουμε τις τεκίλες από τον κόσμο

Οι μοναχικοί άνθρωποι στα παγκάκια που κοιτάζουν δυτικά

Ο Σταύρος που είναι στα ζόρια και δεν θέλει να ξέρουμε. Εμείς που δεν ξέρουμε και δεν θέλουμε να είναι σε ζόρια

Φωνάζω στους μπροστινούς που κάνουν πως δεν βλέπουν και δεν ακούν, να ανοίξουν διάδρομο γιατί η μεγαλύτερη ξεφτίλα είναι να χάσουμε την ανθρωπιά μας. Δεν γυρνάει κανένας και δεν αφήνουν να προηγηθεί ο νεαρός με το αναπηρικό καρότσι .  Χαμηλόφωνα και θλιμμένα μου λέει «Μην το ψάχνεις αδερφέ πια. Τελείωσε»

Η ερημιά του δρόμου κάτω από το σπίτι και οι αποξενωμένοι γείτονες

Η παραίτηση που καραδοκεί σε κάθε νέο κλικ


Η κάμερα που δείχνει ζωντανά την πλατεία του χωριού μου