Τρίτη 21 Οκτωβρίου 2014

Φλεγόμενες σιωπηλές πορείες



Αν σου πω ότι φεύγω, μην τρομάξεις. Εγώ είμαι.

Όταν με νοιώσεις να βαρυγκωμώ στον ύπνο μου, άπλωσε το χέρι σου και κράτα το δικό μου. Ακόμη κι αν είναι ιδρωμένο. Που θα είναι. Σίγουρα. Μπορεί και να μυρίζει καπνός ολόγυρα. Μην φοβηθείς. Εγώ θα είμαι.

Στο θολωμένο βλέμμα μου, χαμογέλα.

Στο βάδισμά μου, αν κοιτάζω προς τα πάνω συντρόφεψέ με.

 Όταν τύχει και με δεις να ταλαιπωρώ χαρτιά με μαύρα στυλό, κάνε ότι κάνεις τόσα χρόνια, με την διακριτικότητα και την υπομονή σου• άσε με να χαρτογραφήσω τις ήττες μου.

 Όταν απομονώνομαι με την κιθάρα, δάνεισέ μου την ακοή σου και τα βλέφαρά σου για χορδές. Κι απασχόλησε για λίγο τα παιδιά. Να με θυμηθώ λίγο και επιστρέφω.

Δεν είναι προστακτικές όλα ετούτα, άτσαλες παρακλήσεις είναι. Που δεν έχω μάθει να παρακαλάω για κάτι. Κι ότι ζητάω το βγάζω στο βλέμμα. Δεν μου βγαίνει αλλιώς.

Να αρχίσεις να ανησυχείς, όταν σου λέω πως δεν θα πάω πουθενά, όταν θα κοιμάμαι ήσυχα, όταν θα σταματήσω να ιδρώνω. Δεν θα είμαι εγώ.

Αν αρχίσω και γελάω συχνά, αν περπατάω και κοιτάζω κάτω, τότε μίλα μου.

Αν δεις την σκιά μου να φεύγει αλλού αυτή κι αλλού εγώ, αν νοιώσεις πως γίνομαι σκιά, σβήσε μου τα φώτα. Όλα. Μονομιάς. Σβήσε με.

Δεν έχεις ανάγκη από όλα αυτά, ξέρεις τι και πως. Για το γιατί δεν είσαι σίγουρη, αλλά ούτε κι εγώ.

Απλά, τα μάζεψα εδώ για να έχω έναν οδηγό άμεσης ανάγκης.

Μια πυροσβεστική φωλιά για φλεγόμενες σιωπηλές πορείες.

Για τυχόν αναζωπυρώσεις από αρχαίες στάχτες.


Ασ’ την να βρίσκεται πρόχειρη…


Σάββατο 11 Οκτωβρίου 2014

Το πρωτόκολλο



 Πες μου ότι δεν πρέπει να τα παρατήσω

Πες μου ότι θα συνέλθω

Πες μου πως ήμουν αληθινός

Λάθος μπορεί, χαμένος ίσως, αλλά αληθινός

Έστω, πως είμαι ακόμη

Έχω στερέψει αδερφέ

Ζαρώνω και αφυδατώνομαι από μέσα και το κορμί πλέει επάνω μου

Στην αρχή νόμιζα πως είναι τα χρήματα. Η έλλειψή τους. Ε, δεν είναι.

Πληρώθηκα χθες. Νωρίτερα. Αναπάντεχα.

Ακριβώς την ώρα που ακόμη και το κομπόδεμα  της μάνας μου έγινε  διψήφιο.

Νόμιζα πως θα χαρώ. Που έχω επιτέλους να πληρώσω για να βάλω βενζίνη, που μπορώ να πάρω επιτέλους τα παπούτσια μου από τον τσαγκάρη που του τα έχω δύο βδομάδες εκεί.

Να αγοράσω επιτέλους τα βιβλία των φίλων, να διαβάσω ξανά κομμάτια μου αμπαλαρισμένα σε όμορφες εκδόσεις. Στα όμορφα φέρετρα των λέξεων.

Να δώσω πίσω το χαρτζιλίκι των μικρών που το απαλλοτρίωσα.

Πήρα τα χρήματα και τα έβαλα στην τσέπη μου με μια θλίψη απίστευτη.

Δεν είναι τα χρήματα τελικά. Ποτέ δεν ήταν. Τουλάχιστον δεν είναι μόνο αυτά.

Και που έχω δηλαδή μερικά τώρα, τι; Δεν ζωντανεύουν οι νεκροί με τα μνημόσυνα.

Πες μου να χαρείς, το χαμόγελο στους δρόμους πόσο τιμάται;
Που να το βρω; Σε ποιους, Πότε;

Των φίλων τα σκυμμένα τα κεφάλια πώς να τα στήσω πάλι να κοιτάζουν προς τον ήλιο; Να καίγονται τα μάτια και να γελάνε;

Γέμισε ο κόσμος μας μαύρα γυαλιά αδερφέ. Από πάγκους μαύρων ανθρώπων που τα φοράνε μαυρισμένοι άνθρωποι. Τον ήλιο κανένας πια. Μόνο την λειψή σκιά μας. Χάμω.

Δουλεύω πάλι με την παραίτηση στην τσέπη. Υπογεγραμμένη.

Λείπει μόνο η ημερομηνία και ο αριθμός πρωτοκόλλου.

Πρώτα το πρωτόκολλο. Μη τυχόν και δεν καταχωρηθεί σωστά και ξεφύγει καμιά Βάρκιζα.

Έχω στοίβα πεθαμένα χαμόγελα που πρέπει να πρωτοκολλήσω.

Φίλων, συναδέλφων, μαθητών.

Κι έχω ξεμείνει από στοκ επίσημων και εγκεκριμένων μέσων καταχώρησης.

Έχω ξεμείνει από μελάνι αδερφέ κι ούτε αίμα δεν βγάζουν οι φλέβες να γράψω έστω μ’ αυτό.
Ιδρυματισμός είπε ένας συνάδελφος. Δεν είχα τι να του πω. Έκανα πως έψαχνα την σκιά μου. Δεν ήταν πουθενά. Μάλλον είχε τρυπώσει κάτω από το γραφείο να κάνει παρέα με κάτι κόκκινα στυλό που ξέρω ότι έχουν πέσει εκεί, αλλά επίτηδες δεν τα μαζεύω. Άστα εκεί, να υπάρχει λίγο χρώμα καβάτζα.

Να περιμένω λες την ανάπτυξη;

Κι αν τελικά έρθει θα την καταλάβω ή θα με καταβάλλει; Μήπως και τα δύο;

Να στείλω λες ένα ερώτημα για το αν η σιχασιά πρωτοκολλείται ως εξερχόμενο ή μήπως ως εισερχόμενο;

Πες μου κάτι, οτιδήποτε. Αλλά κοίταζέ με στα μάτια που να πάρει.

Πες μου αδερφέ, ζω στο σκοτάδι εδώ πέρα…

Παρασκευή 3 Οκτωβρίου 2014

Κάλυψη κι απόκρυψη



Βλέπω λέξεις άλλων.
Ασπρόμαυρες εικόνες πίσω από μισάνοιχτα στόρια.
Κοιταζόμαστε.
Σιωπηλά.
Δεν ανοίγω πια. Από μέσα.
Μπαίνω απ’ έξω και αφήνω τα κομμάτια μου στο πάτωμα.
Με κοιτάζουν οι λέξεις γυμνό.
Εγώ μόνο τις βλέπω. Ντυμένες.
Μόνο να βλέπω μπορώ.
Με τόση πραγματικότητα γύρω, δεν μου επιτρέπω καμία διέξοδο σε όνειρα.

Μόνο να·  
πιέζομαι να μην μου ξεφύγω γιατί χάνομαι εύκολα τελευταία.

Με καλούν οι σελίδες κι εγώ ταμπουρώνομαι στις γρίλιες.
                                                                                                                Και κοιταζόμαστε.

Χάνω διαρκώς επαφή.
Δεν θέλω επαφή. Κουράστηκα να αγγίζω.
Δεν θέλω να με ακουμπούν.
Κανένας.
Κι οι λέξεις κουφές.
Τυφλές.
Τρύπιες.
Άδειες.
Και με κοιτάζουν.
Επίμονα.
Με βλέπουν.
Που όλο και πιο συχνά τελευταία κάνω τον ανήξερο.
Βρώμισαν κι οι γρίλιες.
Από παντού σκόνη και κουρνιαχτό, τι περίμενες;

Παλεύω να πλέξω γρίλιες και  λέξεις για ένα πρόχειρο ταμπούρι.
Αντιστέκονται. Κι οι δυό τους
Απώλεσαν κάθε πλαστικότητα. Νεκρική ακαμψία το λένε νομίζω.
Ή κάτι ξέρουν και φυλάγονται.
Αχός πλημμύρισε τις νύχτες μου. Κι ακόμη τίποτα. Νέκρα.
Μπάζουν τα ταμπούρια μας  από παντού.
Λυπάμαι απέραντα για την λειψή τους κατασκευή, αλλά δεν μου περισσεύει κουράγιο.
Στο τσεπάκι του παντελονιού συνωμοτούν κάτι ξεχασμένα τηλέφωνα.
Τα κοιτάζω κι αυτά.
Αμίλητος.
Να βγάλουν τον σκασμό.
Σήμερα με τάϊσα πάλι θάνατο από οθόνη.
Με λέξεις που με κοιτάζουν.
Και εικόνες που δεν θέλεις να δεις.
Ούτε κι εγώ.
Γι΄ αυτό και τις βλέπω μέχρι τέλους. Για να με ξεράσω.
Και να μάθω να φτύνω τις πίκρες αλήθειες όπως μου είπε ένας φίλος.
Και ψάχνω λέξεις.
Παλιές.
Δοκιμασμένες.  Έστω και μισές.
Να αντέχουν όμως.
Για να μπαλώσω τα  χάσματα που έρχονται μπροστά.
Και τα χαλάσματα πίσω.

Αν σου περισσεύει καμία, στείλε την κατά ‘δώ.