Παρασκευή 26 Ιουνίου 2015

Mαύρος καμβάς




Ντρέπομαι όταν  γυμνός ποζάρω σε σάρκινες οθόνες
                                                Νομίζω πως θέλουν απάντηση
Μόνο αυτές έχω όμως. Με μάτια δάχτυλα
Γρατζουνισμένες, ασταθείς, με πιτσιλιές αλκοόλ στα πλήκτρα
και πινέλα στραβοφτιαγμένα τσιγάρα.
Καπνός σαν ζωή ζωγραφισμένος. Άϋλος.
Με ενοχλεί ο θόρυβος του καμβά και κάνω οικονομία δυνάμεων
γι’ αυτό πληκτρολογώ νυχτερινά κατάγματα μέσα στα πλήθη πολύχρωμων πληγών
Φοβάμαι μην έχουν τίποτα μεταδοτικό και υποτροπιάσουν οι δικές μου
                                                έτσι ότι αξίζει να γίνει το κάνω στα σιωπηλά. Άηχος.
Για αντίδοτο το ξημέρωμα μαζεύω σκόρπια σύννεφα,
τα δένω φουλάρι στον λαιμό κι η φωνή μου βρέχει μπλουζ. Ασπρόμαυρα.
Με την μουσική δεν τα πας και πολύ καλά και πρέπει να εξηγώ τις νότες σε χρώματα
Όταν σκουριάσουν οι χορδές, δεν έχει νόημα το κούρδισμα, δεν εξηγείς τίποτα
Έτσι, κάθε απόγευμα μετά τις επτά, σου μουρμουρίζω στίχους και ρυθμούς
σε χρώματα παστέλ που μαραζώνουν τις σιωπές
Αν ουρλιάξω, δεν θα σου απομείνω τίποτα
μια άδεια παλέτα
παγωμένη στο μαύρο


Πέμπτη 18 Ιουνίου 2015

Λύσσα



Δεν μιλώ πολύ πια
Δεν έχω ούτε καν λίγο περισσευούμενο βλέμμα να ρίξω
Δεν γράφω σχεδόν τίποτα
Με τόσα πολλά έξω και τίποτα μέσα, τι να βγει;

Νοιώθω την ράχη μου να κυρτώνει όλο και πιο άγρια
Οι τρίχες στον σβέρκο όρθιες
Παγωμένες
Τα μάτια πολυεστιακά πολυβόλα
Γαζώνω ότι υπάρχει
Απέναντι και γύρω. Και πίσω
Και δίπλα. Ειδικά δίπλα
και μέσα
Αυξάνουν οι τσακισμένοι
σωρός απομεινάρια
κι ούτε ένα αχ δεν βγάζουν

Έχουν βγει παγανιά σκυλάνθρωποι κι αλυχτούν
με τον πανικό κοστούμι και τα αυτιά κατεβασμένα
Με μυρίζουν και γρυλλίζουν
Τους γρυλλίζω κι εγώ. Πληγωνόμαστε με μανία
Γύρω γύρω όλοι με τα σάλια αιμάτινη λίμνη στο πάτωμα
Κοχλάζει μπλαβί αίμα στις πληγές
Άρρωστο.  Άρρωστοι.
Μαζεύονται μύγες, ύαινες κι όλα τα πτωματοφάγα

Ότι πάρω μαζί και ότι κόψω
Δεν υπάρχει παράδοση


Μόνο λύσσα