Δευτέρα 27 Ιουλίου 2015

Λιγάκι ακόμη...


Μετά απο 12 μέρες στα 1250 μέτρα,
με μπουφαν τζιν το βράδυ,
με απουσία θορύβων πέρα από εκείνους τους αγχολυτικούς του δάσους και του νερού στο ποτάμι,
χωρίς ιντερνετ,
με τηλέφωνα που μια είχαν σήμα και δέκα δεν είχαν,
με τον αέρα ανάμεσα στα ελάτια και στα πλατάνια να μου ψιθυρίζει στο έσω ούς "πόσο μαλάκας αισθάνεσαι και φέτος αγόρι μου;;",
με την Λίμνη σε μια ηρεμία και μια Νιρβάνα που ξέσχιζε κάθε capital control και κάθε οικονομίστικη προσέγγιση της Ζωής και της Ύπαρξης,
με την εσωτερική μοναξιά να αποκτά υπερφυσικό και υπερβατικό νόημα και υπόσταση, να θεριεύει και να αισθάνεται πως μπορεί να αντέξει τα πάντα,
με το ήρεμο και αβίαστο πρωινό ξύπνημα παρέα με λογιών πετούμενα και τις διαλέκτους τους,
χωρίς ψευτοστηρίγματα σε αλκοολούχες νύχτες -άντε ίσως σε ένα δύο τσίπουρα- ,
με δανική μονάχα μια μικρή και παλιά κιθάρα,

πες μου λοιπόν,
πως διάολο να έρθω στα ίσια μου που γύρισα πάλι στο μαγγανοπήγαδο,
για να ταΐσω τράπεζες
και να φορέσω πάλι κλουβί που έλεγε κι ο Νικόλας;...

Το φατσομπούκι μου λέει πως έχω 90 ειδοποιήσεις,
οι λογαριασμοί παραμένουν σφραγισμένοι και ληγμένοι,
οι μετανάστες παλεύουν να ζήσουν σε μια ξένη χώρα που τα έχει χαμένα,
κάποιοι από τους απελπισμένους γηγενείς παλεύουν να ανασάνουν σε ένα αχαρτογράφητο αύριο,
κάποιοι άλλοι ψάχνουν μανιωδώς να βρουν την ευκαιρία που γεννάει η κρίση,
φίλοι και "φίλοι" πασχίζουν να επιπλεύσουν όπως μπορεί ο καθένας,
τα πιτσιρίκια μεγαλώνουν,
οι στιγμές μας γλιστρούν ανάμεσα από τα δάχτυλα και οι σκιές τους γίνονται φωτογραφικές αναρτήσεις...

Μένουν ξεκρέμαστες οι μοναχικές σπονδές με λίγο τσίπουρο στο άγνωστο μνημείο του 19χρονου αντάρτη Καψάλη που θυσιάστηκε για να σώσει συντρόφους του και κατοίκους κοντινού χωριού.

Και τα παιδιά να κοιτάζουν όλο μάτια, μέσα από το αυτοκίνητο

Με ετούτα και με εκείνα, πώς να κατέβεις προς τα κάτω πάλι;;…

...και να γκελάρει μέσα στο κρανίο το γνωστό σύνθημα του τοίχου:
"Γαμώ τα λεφτά σας, ΖΩΗ ΘΕΛΩ..."

Εγωιστικό ή όχι, καρφί δεν μου καίγεται αυτή την στιγμή.

Δυό – τρεις μέρες το πολύ φιλαράκι, μετά πάω κατά θάλασσα μεριά, μπας και ζήσω λιγάκι ακόμη και πάλι...

Δευτέρα 13 Ιουλίου 2015

Ένας μακρύς και σκονισμένος δρόμος


Μπορεί η Ιστορία να συνομολογείται σε μεγάλα τραπέζια, με τζίφρες και χαιρετούρες, γράφεται όμως πάντοτε στους δρόμους.

Κάποια στιγμή τελικά, μαθαίνουμε όλοι μας πως οι λογαριασμοί με την Ιστορία -μέσα μας τουλάχιστον- εξοφλούνται πάντοτε "κατά μόνας".
Ακόμη και με κλειστές τράπεζες , με νοικοκυραίους σε απόγνωση και με «ανθρωπιστικούς» βομβαρδισμούς αμάχων με βόμβες "πληροφορίας".
Αρκεί να προσπαθεί κανείς να κρατάει τα μάτια ανοιχτά και να ανοίγει διαρκώς περισσότερες τρύπες στις παρωπίδες του. Συνεχώς.
Γιατί όλοι έχουμε παρωπίδες. Το πόσες τρύπες ανοίγουμε σε αυτές είναι το θέμα. Γιατί είναι τόσο βολική η «παραμύθα».

Και έχει ζόρι αυτό. Και πίκρα. Μεγάλη.

Και δώσ’ του ξενύχτια με το ίδιο ερώτημα: "μα καλά, δεν καταλαβαίνουν;; Τόσο λάθος είμαι;" Έχει πόνο το ξεφλούδισμα του μυαλού φίλε, πάντα είχε.

Αλλά αυτά ήδη ήταν γνωστά, χρόνια τώρα. Ειδικότερα δε, σε εκείνους  που έτρωγαν σαν χλεύη  στην μάπα διδακτισμούς, παρατηρήσεις και σχόλια περί του "ανέφικτου", του "μη ρεαλιστικού",  του "η ισχύς εν τη ενώσει", του "ενηλικιώσου επιτέλους", του "ανώριμου των συνθηκών" και τόσα άλλα ακόμη και σκληρότερα...

...και μόνη διέξοδος απέμεινε να απελευθερώνουμε αδρεναλίνη και τεστοστερόνη στο εφήμερο. 

Πνίγαμε την λύσσα του αυτονόητου στο «κοινό καλό».  Σχεδόν αποδεχόμενοι πως όντως «κάτι δεν πάει καλά» με τον τρόπο που δεν καταλαβαίναμε ως «φυσικά» όλα όσα οι πολλοί θεωρούσαν real politic. Παίζαμε ρόλους χωρίς ούτε μια ατάκα.

Και βράζαμε μέσα μας. Αγύριστα κεφάλια, τι περίμενες;

Και παραμέναμε σιωπηλοί σε ένα «Όλοι μαζί», μόνοι  μας, εδώ και χρόνια.

Τόσο τραγικοί και παροπλισμένοι, που κάναμε την μοναξιά μας την νέα "συλλογικότητα".

Και για αρκετούς η πίκρα κατάντησε οθόνη και έγινε δεύτερο δέρμα.

"Επιβίωση" το ονομάσαμε και προσπαθούσαμε τουλάχιστον, "αφού δεν καταφέραμε να αλλάξουμε το σύστημα, να μην μας αλλάξει αυτό" που έλεγε και ο Χρόνης Μίσσιος.

Με λάθος σκόπευση όμως και λάθος κίνητρα. Λάθος τρόπους και επιλογές.
Ακόμη και με λάθος λάθη.
Ούτε καν αυτά δεν μπορέσαμε να βαδίσουμε σωστά, που έλεγε ο Νίκος Νικολαϊδης.

Και βράζαμε ερήμην.

Και πόσο μας πλήγωναν τα χαμόγελα συγκατάβασης των φίλων…

Ας είναι.

Εν καιρώ θα δούμε τι σκατά καταφέραμε τελικά.
Δεν νομίζω πως θα είναι και πολλά πάντως...

Θάβουμε λοιπόν νεκρούς, μαζεύουμε τραυματίες, αγκαλιάζουμε τους φίλους και τους δικούς μας, κάνουμε μια σπονδή στους "παλιούς", βάζουμε τα γυναικόπαιδα στην μέση και προχωράμε...

Μην γελιέσαι φιλαράκι. Πάντα θα υπάρχουν πολλά χαρακώματα ακόμη να γεμίσουν με τα κουφάρια μας

Και να μην καθόμαστε ακίνητοι. Δίνουμε εύκολο στόχο

…Και ξέρουμε που σημαδεύουν…

Σκοπός  πλέον, είναι να κάνουμε ωραίο λείψανο...


(... δύο χρόνια σήμερα που έφυγε ο πατέρας μου...
… Δεν θα του άξιζε όλο ετούτο…
... πραγματικά, κάτι είχε καταλάβει...)


Κυριακή 12 Ιουλίου 2015

Βαθύ γκρί





Με τρομάζει αυτό το σκούρο γκρι
έχει πια εγκατασταθεί μέσα μας και μας τρώει
                                                                                νεκροζώντανους
Σιχαμένα έρπει στο μυαλό και δένει την ψυχή με έρμα αιμάτινα
Ποια μπάρκα και ποια ταξίδια;
                Τα ζόμπι δεν κόβουν εισιτήριο, δεν έχουν αριθμημένες θέσεις
                                κρύβονται γρυλίζοντας στις αποβάθρες,
μουγκρίζουν τα κομμάτια τους με κόγχες αδειανές
Σέρνεται αύτανδρη η πίκρα και παραλύει σάρκες
τις  σαπίζει
κακοφορμίζει τους ερημωμένους εαυτούς κι όλη δικιά μας

Κάπου εκεί αποχαιρετάς οριστικά και το τελευταίο σου ανάχωμα
το άλλοθι φύλακα - άγγελο
της προσωπικής οπτικής που εξόκειλε σαθρό και ντροπιασμένο

Σύντροφοι και φίλοι κείτονται αποστεωμένοι στα ίδια βράχια  που βλέπουμε όλοι,
χωρίς έλεος προχωρά η σειρά
βουβή η αναμονή στο ίδιο σφαγείο που ψυχορραγούμε
                                και που το ξέραμε από πριν, δεν μας δίνει ούτε στάλα ζωής πίσω

Ελπίζω μονάχα οι σπόροι μου να προλάβουν να ανθίσουν
να θυμούνται λίγο χρώμα στο γκρί που τους αναλογεί
Να προλάβω
να πάρω πάνω μου το γκρί τους, να το καταπιώ όλος εγώ
                κι ας ξεχαστώ

Που όσο χρώμα τους φύλαγα, μπλάβιασε στις σαπισμένες μου ώρες


------------------------------------------------------------------


Μουσική της εξιλέωσης: