Σάββατο 29 Οκτωβρίου 2016

Της α-f-ωνίας


Κάποια στιγμή θα καταμετρηθούν οι σιωπές
που δήλωσαν παραίτηση τελεσίδικα
κι εκείνες που γεμίζουν πλέον τα ποτήρια κατά μόνας
και οι άλλες, οι αθέατες και μισοκρυμμένες σε διαμερίσματα-τάφους
ασθμαίνουσες οι περισσότερες με μια άγνοια πανωφόρι
ίδιο χειμώνα καλοκαίρι
πασχίζουν για ψευδοανάσες πάνω στων νεκροζώντανων τα άλλοθι
με καδραρισμένες καταθλίψεις και κουμπιά απελπισίας
κλικ να ζήσω
κλικ
κλικ
κλικ

Φαντάζομαι έναν γύρο το περιβάλλον
χωρίς ήχο
Εθιμοτυπική έξοδος σε παρέες τα Σαββατόβραδα
να γιορταστεί η νέα συλλογικότητα της μοναξιάς
και οι όποιες αποφάσεις από Δευτέρα
---κλικ---

Κραυγάζει η απομόνωση στις selfie
αντανακλαστική η διανομή σε φατσούλες και σηκωμένους αντίχειρες
ψηφιοποιημένα μοιράζονται ξόρκια της θλίψης
που είσαι τώρα – με ποιόν είσαι μαζί
βλέπεις, οι καιροί απαιτούν κοινοποίηση της έλλειψης
και ξεκομμένη από τους καιρούς ζορίζει πολύ η επιβίωση

Μια θάλασσα από πνιγμένα εγώ
προσθέτουν, εμποδίζουν, σκουντάνε, χαχανίζουν, αιτούνται
συνδέονται μεταξύ τους χωρίς να αγγίζονται
με μια απατηλή αίσθηση κατοχής και ιδιοκτησίας
στην αυθαίρετη χρήση των κτητικών αντωνυμιών
Έχει μια αίσθηση νίκης η εκ του μακρόθεν οικειότητα
Όπως και η φορεμένη κατάσαρκα αλλοιωμένη αντίληψη του χρόνου
                                                                                                και του μη – τόπου
τόσο ρεαλιστική όμως, όπως και να έχει

Τα νέα πάθη δεν έχουν μνήμη
Ενσωματώνουν τα ήθη της λήθης σε κράμα
μαζί με άχρηστες πληροφορίες και ψευδοειδήσεις
όσο η χαρά του εφ-ήμερου κρεμάει τις αμφιβολίες στα ακροδάκτυλα
Ήρθαν πια εποχές που ακόμη και οι πολλές τελείες έχουν να δηλώσουν κάτι...

Οτιδήποτε...

Τόσες αδικημένες σιωπές μαζί
από την ίδια τους την αfωνία 
συμπλέουν
παραλείποντας συχνά τα φωνήεντα χάριν ευκολίας ή και μαγκιάς
ή και μιας αχαρτογράφητης ανάγκης ακόμα
σε ένα μαζικό και ανέξοδο κυνήγι παγωμένων στιγμών
                                                με λεζάντες ή άνευ
που επιφέρουν μακρόσυρτα ααααα και ωωωω
σαν ενοχική αναπλήρωση ίσως
συντροφιά με καρδούλες
πολλά θαυμαστικά
και μερικούς ξέμπαρκους άσσους
από βιασύνη για δήλωση

Κι ακόμη δεν μπορώ να καταλάβω
πως φτάσαμε να βασανίζουμε έτσι τις σιωπές μας
όλοι εκείνοι που τις είχαμε γυμνάσει
να ουρλιάζουν

Κι έχεις και την πράσινη κουκκίδα δεξιά να σε προδίδει
---κλικ---

Σάββατο 16 Ιουλίου 2016

Τρισάγιο


Δεν ήξερε αν έπρεπε να σηκωθεί ή όχι. Δεν ήταν συνηθισμένος στο να πηγαίνει σε εκκλησίες, να παρακολουθεί την λειτουργία, να αποστηθίζει λόγια και τυπικά και να γίνεται μέρος του κλήρου.
Εδώ που τα λέμε βέβαια, αυτό ίσχυε σε αρκετές πτυχές της ζωής του, όπως για παράδειγμα σε κοινωνικές συμβάσεις που είχε επιλέξει να μην απορρίψει και που υιοθετούσε κατ΄ ανάγκη και χωρίς ενθουσιασμό, σε σχεδόν οτιδήποτε εμπλεκόταν και που χαρακτηριζόταν από μια επανάληψη και την σταθερότητα ενός τυπικού ή που κάθε φορά έπρεπε να ακολουθηθεί μια δοκιμασμένη και θεσπισμένη ακολουθία όσο αυτός έβγαζε φλύκταινες και ανυπομονούσε να τελειώσει να φύγει από εκεί.
Συμπληρωματικά δε, με την εκκλησία είχε κόψει δεσμούς από την εφηβεία του, όταν βρέθηκε δεκατεσσάρων χρονών παλικαράκι, να σπρώχνεται να ξεφύγει από άγνωστες αλλά βαθιά θρησκευόμενες  θειάδες που τσουρομαδιόνταν δίπλα του για να γεμίσουν τα μπουκάλια τους με αγιασμό και οργισμένους με θεία μήνη μπαρμπάδες που έριχναν ευλογημένα μπινελίκια που δεν τους σέβονταν οι άλλοι συνομήλικοι και δεν τους άφηναν να πάρουν πρώτοι από το αγιασμένο νερό με γεύση βασιλικό που βάζανε στην δεξαμενή οι παπάδες στον Άγιο Ταξιάρχη στον Περιστέρι και το μοίραζαν από την μικρή εξέδρα στο προαύλιο.
Κάτω από αυτή την ίδια την εξέδρα βρήκε καταφύγιο για να γλυτώσει από την θεία έκσταση των πιστών, που εκφραζόταν ποικιλοτρόπως, με σπρωξίματα, κατάρες, τσιμπιές, απειλές με σάλια προς πάσα κατεύθυνση, ολίγη από σφαλιάρες και δολοφονικά βλέμματα.
Ούτε που θυμόταν πως πρόλαβε να μισογεμίσει το μικρό πλαστικό ποτηράκι και να το σκεπάσει με αλουμινόχαρτο που του είχε δώσει η μάνα του.
Θυμόταν όμως πως της το επέστρεψε σκυθρωπός με την τελεσίδικη δήλωση «Τέλος για μένα η εκκλησία! Μόνο σε κανέναν γάμο, καμιά κηδεία και τίποτα βαφτίσια πια. Άντε και την Ανάσταση να γουστάρω με τα βαρελότα!». Και το τήρησε.

Και να που τώρα, στα τρίχρονα του πατέρα του, στην εκκλησία του Άϊ Γιώργη, στο χωρίο τους, έβλεπε το εκκλησίασμα να σηκώνεται και να κάθεται, συγχρονισμένα, χωρίς να κοιτάζονται, ακούγοντας μόνο την δυσνόητη εκφορά των λέξεων από τον εθελοντή αλλά και φάλτσο ψάλτη, καθώς και εκείνα του πρώην οικοδόμου παππά – Χρήστου. Οικοδόμος εν ζωή κι ο πατέρας του, έδενε το σκηνικό.

Κοίταγε λοιπόν που και που το εκκλησίασμα και έβλεπε πολλές δεκαετίες να ασπρίζουν στα κεφάλια τους. 
Αυτός, η σύντροφός του και ένας πρωτοξάδερφος έριχναν τον ηλικιακό μέσο όρο  καμιά τριανταριά χρόνια, που εξακολουθούσε όμως να παραμένει σε προ-Μητσοτακικά επίπεδα σε σύνολο σαράντα ανθρώπων.
Ήξεραν όμως, πότε να σηκωθούν. 
Ενώ αυτός, κοίταγε τους άλλους τι κάνουν και ακολουθούσε. 
Η σύντροφός του στην δεξιά σειρά, των γυναικών, το είχε λύσει το θέμα, αφού συντρέχοντας την πεθερά της, παρέμενε όρθια καθ’ όλη την διάρκεια της λειτουργίας.
Αυτός όμως προσπαθούσε να ηρεμήσει τις σκέψεις του πηγαίνοντας πάνω κάτω σαν ασυγχρόνιστο αμορτισέρ. 

Δεν αισθανόταν όμως άσχημα γι΄αυτό, αμήχανα ίσως, όχι όμως άσχημα. 
Ούτε υποκριτής αισθανόταν που κάθονταν σε χώρο που θέλει αλλιώς τους παρευρισκόμενους. Το έβλεπε και το ένιωθε σαν κομμάτι της παράδοσης και της κληρονομιάς του, σαν κάτι που ναι μεν δεν επέλεξε, αλλά το σεβόταν ειλικρινά και ήξερε πως έχει γαλουχήσει ένα κομμάτι μέσα του με διαφόρους τρόπους. Αρνητικούς ή θετικούς. 
Όπως σεβόταν την αίσθηση που είχε βιώνοντας μια και μοναδική λειτουργία σε Φλαμανδική Εκκλησία στην Μπρυζ, όπως σεβόταν την αίσθηση που του απέπνευσε η μοναδική επίσκεψη παρέα με τα πιτσιρίκια του στην Ευαγγελική Εκκλησία της Αθήνας, χρόνια πριν.
Ούτε ενοχές και τύψεις είχε για τον πατέρα του που έτσι κι αλλιώς τον κράταγε ζωντανό μέσα του, τον οποίο μάλιστα σκεφτόταν να κοιτάζει από μια γωνιά και να χαμογελάει με εκείνο το σκανδαλιάρικο γυαλιστερό βλέμμα, που δεν γούσταρε τους παππάδες και τους «μεγαλοσταυρίτες» όπως έλεγε τους πιστούς της Κυριακής, κάνοντας τη γνωστή σαν χαιρετισμό κίνηση με το δεξί του χέρι, σαν να του έλεγε:
 «Τι παιδεύεσαι μωρέ; Χέστηκε η φοράδα μας στο αλώνι αν σηκώθηκες ή έκατσες ανακούρκουδα. Άλλα μετράνε στη ζωή. Να μην αδικήσεις κανέναν, να μην κάνεις εκείνα που κοροϊδεύεις, να βοηθάς όσους δεν μπορούν μονάχοι τους. Και να σηκώνεσαι ή να κάθεσαι εκεί που νιώθεις ότι πρέπει και όχι εκεί που προστάζει ο πισινός του διπλανού σου.
Δεν μετράει ο σταυρός που κάνεις, ούτε το μπόϊ που δείχνεις, αλλά το ανάστημα που έχεις.
Κι αν έρθει η ώρα να σε παν στην πατλίτσα*, να πας με το κεφάλι ψηλά, να παίρνουν καλή σειρά οι επόμενοι…»

Έτσι, κοιτάζοντας άλλοτε τα αυστηρά χρώματα στις τοιχογραφίες του Άϊ Γιώργη, άλλοτε τα μεταλλικά ταμπελάκια στις καρέκλες που έγραφαν «Δωρεά σε μνήμη του…», άλλοτε τους εθελοντές ψάλτες που έγιναν πέντε μέχρι να τελειώσει η λειτουργία, μια να κάθεται και δύο να σηκώνεται, έφτασε η ώρα να διαβαστεί κι ο δίσκος με τα κόλλυβα και να ακουστεί το όνομα του κυρ Απόστολου, του πατέρα του. 
Η μάνα του, η σύντροφος και ο πρωτοξάδερφος  σαν πιο γνώστες, μοίραζαν στα πλαστικά κουπάκια τα κόλλυβα και τα κουλούρια, ενώ εκείνου, εντελώς έξω από τα νερά του, του έμεινε ο ρόλος να δέχεται χειραψίες και ευχές από τους συγχωριανούς.

Λίγο αργότερα, στο μνήμα του πατέρα του στην Αγία Τριάδα, όσο τα εγγόνια, η σύζυγος, η νύφη και τέσσερεις –πέντε χωριανοί με σταυρωμένα τα χέρια άκουγαν τα λόγια του τρισάγιου του παπα-Χρήστου, το βλέμμα του μια κοίταζε τη φωτογραφία του πατέρα του και μια τις κίτρινες μαντζουράνες που φύτρωσαν μόνες τους στην μέση ακριβώς της γης που τελικά αναλογεί στον καθένα μας.

Μόλις το τρισάγιο τελείωσε, ακούμπησε ελαφρά κάτω το μικρό θυμιατήρι που λιβάνιζε ακόμη, χάϊδεψε την φωτογραφία του γεννήτορά του, άναψε τσιγάρο και έμεινε για λίγο να κοιτάζει την πλαγιά της Τέμπλας απέναντι, το απίστευτα καθάριο γαλάζιο του ουρανού και τα χρώματα της ζωής του που κατηφόριζαν προς το αυτοκίνητο και τον περίμεναν.

Γι΄αυτά τα χρώματα μπροστά του, τα δικά του τα χρώματα, ήταν απολύτως σίγουρος για το πότε να σηκώνεται…


(*) πατλίτσα: πατημένο πλαϊνό πλαγιάς, κατασκευασμένο μικρό πλάτωμα, (στην συγκεκριμένη περίπτωση: το νεκροταφείο του χωριού).

Σάββατο 2 Ιουλίου 2016

Του φίλου




Δηλαδή, τι να πω που δεν το ξέρεις;


Έχεις μπει στο λαγούμι σου και τραβάς το χώμα να σε σκεπάσει
Ρε συ, δεν είναι η ώρα σου ακόμη, δεν κερδίζεις σε ζωή όταν
εγκλωβίζεσαι στον πόνο
Κι ας μην σε ενδιέφερε ποτέ το κέρδος
Βγάζεις τον πόνο σου στα μανταλάκια, δεν του αξίζει
Εσύ τους πόνους σου τους αγαπάς
Γεμάτος ο κόσμος Κύκλωπες να κρυφοκοιτάξουν τα εσώρουχα του
άλλου

με το μάτι μισάνοιχτο
για να ξεχνάνε την δικιά τους γύμνια
που δεν τους έλαχε ποτέ κανένας Οδυσσέας
παρά βελάσματα μονάχα
Δικαίωμά σου να πονάς, δικαίωμά τους να μην νοιάζονται
Για τις αιτίες όμως, να ξέρεις, χεστήκανε
Να δουν αίμα και σπέρμα να ρέει και ζούνε
Αφού ζωές δεν υπάρχουν, σκυλεύουν των άλλων
Γίναν απίστευτα πολλοί όσοι γλύφουν καταραμένους
Οι δανικές συγκινήσεις παρέχουν ασφάλεια
Και τσάμπα θέαμα

Το λίγο λίγο ευτελίζει το αυθόρμητο
Και το αυθόρμητο είναι η ειδοποιός
διαφορά
Και στον έρωτα και στην ζωή
Και στον θάνατο αν το καλοσκεφτείς
Μην τους δίνεις αυτή την χαρά
Κράτα καμιάν ανάσα για σένα
Στην τελική, γιατί πρέπει σώνει και καλά να φοράς κατάσαρκα τους
δαίμονες σου;
Τα λάθη σου, είναι δική σου υπόθεση
Τα λάθη των άλλων, δικιά τους
Όπου τέμνονται είναι ο κόσμος που μας αναλογεί

Κι ας μην απάντησες ποτέ αν όλο αυτό σε θρέφει

Μπύρες από το περίπτερο και τράκα τσιγάρα ρε μαλάκα
Και κάτι σκοτωμένα ροκ μπλουζ της εποχής των δεινοσαύρων
Και γύρω πέφτουν κορμιά, αν δεν το έχεις καταλάβει
Πόνος, αγωνία και απελπισμένα μάτια
Και ρόγχοι. Πολλοί. Tελειωμένων αλλά και νεογέννητων

Στηλώσου
σύστημα γιούργια κι ότι θερίσουμε
όχι για το θέαμα
ούτε για το Μετά
για το τώρα των αθώων ρε συ

Να το τερέν
Παίξε κι ας είναι σικέ το αποτέλεσμα
Μην μας φάει ο πάγκος μόνο

Δικές σου αποφάσεις, 
δεν λέω, 
αλλά να,
έχει τόσο ουρανό ακόμα



Πέμπτη 19 Μαΐου 2016

Άρσεις



Έξω από το Άρσης Βαρών, σε εκείνο το παρατημένο παρκάκι με τα ξεχασμένα φυτά, κάποια Σάββατα χαρακώνεται ο Πειραιάς στις οροφές αμαξιών

Στο διπλανό γήπεδο, πιτσιρικάδες προβάρουν εφηβείες όσο μεσήλικες φτύνουν αντριλίκι ουρλιάζοντας τις στερήσεις τους στις κερκίδες

Με το βολάν για αναλόγιο, έξω στο μικρό πάρκινγκ, σκούρα βιβλία φυλλομετρούν την σκιά μιας άτυπης εξαίρεσης που ‘χει τις συμβάσεις κρεμασμένες στο χειρόφρενο

Το στριμωξίδι στην σιωπή των κενών μεταξύ των λέξεων, αντανακλά σφιχτό στόμα και συνοφρυωμένο μέτωπο, πασχίζει να κρυφτεί μέσα σε μουσικές από κάτι άγνωστα mp3, ανησυχώντας υπερήλικους περιπατητές

Η αμηχανία, σαν τις λευκές πίσω σελίδες ποιητικών βιβλίων, διαρκεί λίγο. Η ενατένιση όμως έχει τους δικούς της κανόνες

Σύντομα, θα ανάψει η μηχανή του αυτοκινήτου, θα πραγματωθεί η οφειλόμενη αναστροφή και η γνωστή πορεία προς την καθημερινότητα θα επανέλθει, αφήνοντας μια κηλίδα λάδια από την πολυκαιρισμένη μηχανή στο οδόστρωμα και γόπες στριφτών στο πεζοδρόμιο

Μερικά χιλιόμετρα πιο κάτω, κάποιο χαμογελαστό ταμείο σούπερ μάρκετ  προσφέρει Σαββατιάτικη πραγμάτωση, με κουπόνια ή κάρτα

Καλά πήγε κι αυτή η προπόνηση, όπως όλες άλλωστε

Και οι αγώνες, από αναβολή σε αναβολή





Παρασκευή 13 Μαΐου 2016

Encore



Έμαθα να προσανατολίζομαι νωρίς
να ξέρω τουλάχιστον πως δεν ξαναγυρίζω πίσω
χρήσιμο για τις φορές που χάνομαι
που αρπάζουν το λαρύγγι οι δρόμοι οι ύποπτοι
εκείνοι που μετρούν τις ανθρώπινες σκιές
στα οικεία κτήρια και στα παλιά μετρημένα δέντρα
και ντύνουν μέταλλο τις στιγμές
να αντέξουν

Βλέπω ρημαγμένα ορόσημα να αποσύρονται ένα-ένα
κι όσα θολώματα ακόμη υπάρχουν, βαπτισμένα αλκοόλ
στο πέρασμα των καιρών λιώνουν με πάγο πολυκαιρισμένο
με δακτυλιές στο περιθώριο και φλουταρισμένες εμφανίσεις
σε χαρτί Agfa το φτηνό

Στην ανατριχίλα, παβλοφικά χαμηλώνει το βλέμμα
μια τρύπια κουβέρτα πίκρες 
        κάνει τον αέρα στον ύπνο μου να λυσσομανάει
και ένα ξέπνοο γαμώτο από ξεβαμμένα τζιν
ίδιες ακόμη συγχορδίες ράβουν πάνω στα ανοίγματα
να μοιάζουν ίδια όσα τρίβονται στην άκρη του μυαλού
Δεν είναι όμως τα δικά μας πια

Σκούριασαν οι 09 στην θήκη, τρίζουν τα χρόνια πάνω τους
τα τάστα φαγωμένα και κάτι πένες στο τσεπάκι ορφανές
λειώσανε οι σόλες μας πάνω κάτω
Πανεπιστημίου, Σόλωνος, Ρούσβελτ, Κύπρου
κάτι ψυχές μασουλάνε υπολείμματα υποσχέσεων σε πεθαμένους
συνθήματα ξεθωριασμένα στα μάτια, στις πλατείες και στις πλάτες των φίλων
που δεν έμειναν

                                                                                                                Για μια τελευταία εμφάνιση

Σάββατο 30 Απριλίου 2016

Wishbone Ash - Leaf and Stream




Find myself beside a stream of empty thought,
Like a leaf that's fallen to the ground,
And carried by the flow of water to my dreams
Woken only by your sound.


(Repeat)

Alone I've walked this path for many years,
Listened to the wind that calls my name.
The weeping trees of yesterday look so sad,
Await your breath of spring again.

Far beyond the hills,
Where earth and sky will meet again,
Are shadows like an opening hand.

Control the secrets
That I've yet to find, and wonder at
The light in which they stand.

(Repeat)