Πέμπτη 19 Μαΐου 2016

Άρσεις



Έξω από το Άρσης Βαρών, σε εκείνο το παρατημένο παρκάκι με τα ξεχασμένα φυτά, κάποια Σάββατα χαρακώνεται ο Πειραιάς στις οροφές αμαξιών

Στο διπλανό γήπεδο, πιτσιρικάδες προβάρουν εφηβείες όσο μεσήλικες φτύνουν αντριλίκι ουρλιάζοντας τις στερήσεις τους στις κερκίδες

Με το βολάν για αναλόγιο, έξω στο μικρό πάρκινγκ, σκούρα βιβλία φυλλομετρούν την σκιά μιας άτυπης εξαίρεσης που ‘χει τις συμβάσεις κρεμασμένες στο χειρόφρενο

Το στριμωξίδι στην σιωπή των κενών μεταξύ των λέξεων, αντανακλά σφιχτό στόμα και συνοφρυωμένο μέτωπο, πασχίζει να κρυφτεί μέσα σε μουσικές από κάτι άγνωστα mp3, ανησυχώντας υπερήλικους περιπατητές

Η αμηχανία, σαν τις λευκές πίσω σελίδες ποιητικών βιβλίων, διαρκεί λίγο. Η ενατένιση όμως έχει τους δικούς της κανόνες

Σύντομα, θα ανάψει η μηχανή του αυτοκινήτου, θα πραγματωθεί η οφειλόμενη αναστροφή και η γνωστή πορεία προς την καθημερινότητα θα επανέλθει, αφήνοντας μια κηλίδα λάδια από την πολυκαιρισμένη μηχανή στο οδόστρωμα και γόπες στριφτών στο πεζοδρόμιο

Μερικά χιλιόμετρα πιο κάτω, κάποιο χαμογελαστό ταμείο σούπερ μάρκετ  προσφέρει Σαββατιάτικη πραγμάτωση, με κουπόνια ή κάρτα

Καλά πήγε κι αυτή η προπόνηση, όπως όλες άλλωστε

Και οι αγώνες, από αναβολή σε αναβολή





Παρασκευή 13 Μαΐου 2016

Encore



Έμαθα να προσανατολίζομαι νωρίς
να ξέρω τουλάχιστον πως δεν ξαναγυρίζω πίσω
χρήσιμο για τις φορές που χάνομαι
που αρπάζουν το λαρύγγι οι δρόμοι οι ύποπτοι
εκείνοι που μετρούν τις ανθρώπινες σκιές
στα οικεία κτήρια και στα παλιά μετρημένα δέντρα
και ντύνουν μέταλλο τις στιγμές
να αντέξουν

Βλέπω ρημαγμένα ορόσημα να αποσύρονται ένα-ένα
κι όσα θολώματα ακόμη υπάρχουν, βαπτισμένα αλκοόλ
στο πέρασμα των καιρών λιώνουν με πάγο πολυκαιρισμένο
με δακτυλιές στο περιθώριο και φλουταρισμένες εμφανίσεις
σε χαρτί Agfa το φτηνό

Στην ανατριχίλα, παβλοφικά χαμηλώνει το βλέμμα
μια τρύπια κουβέρτα πίκρες 
        κάνει τον αέρα στον ύπνο μου να λυσσομανάει
και ένα ξέπνοο γαμώτο από ξεβαμμένα τζιν
ίδιες ακόμη συγχορδίες ράβουν πάνω στα ανοίγματα
να μοιάζουν ίδια όσα τρίβονται στην άκρη του μυαλού
Δεν είναι όμως τα δικά μας πια

Σκούριασαν οι 09 στην θήκη, τρίζουν τα χρόνια πάνω τους
τα τάστα φαγωμένα και κάτι πένες στο τσεπάκι ορφανές
λειώσανε οι σόλες μας πάνω κάτω
Πανεπιστημίου, Σόλωνος, Ρούσβελτ, Κύπρου
κάτι ψυχές μασουλάνε υπολείμματα υποσχέσεων σε πεθαμένους
συνθήματα ξεθωριασμένα στα μάτια, στις πλατείες και στις πλάτες των φίλων
που δεν έμειναν

                                                                                                                Για μια τελευταία εμφάνιση