Κυριακή 16 Ιανουαρίου 2022

Το χιόνι των Αγράφων - Παναγιώτης Χατζημωυσιάδης (Κίχλη, 2021)

 


Είναι που έχεις μιλήσει γι΄ αυτά, εδώ και πολλά χρόνια με παλιούς που τους πρόλαβες ζωντανούς.

Μετράγανε τα λόγια τους όταν αφηγούνταν. Έβλεπες να υγραίνονται τα μάτια και να κοιτάζουν οι κόρες των ματιών τους πέρα. Που έζησαν στο πετσί τους την φρίκη, το άδικο, την προδοσία.

Σου έχει πει και ο παππούς σου για τις πέντε φορές που τους έκαψαν το σπίτι.

Τις τρεις ο Εθνικός Στρατός, τις δύο ο Δημοκρατικός. Και για τις δύο άδειες που έκρυβε, την μία στην τραγιάσκα και την άλλη στο παπούτσι. Για να περνάει με τον γάϊδαρο από τα μπλόκα των φαντάρων και των ανταρτών, μπας και καταφέρει να βρει κανένα ξύλο να ζεσταθεί η οικογένεια.

Και για τα αδέρφια του σου είχε πει. Τον μεγάλο που αυτοκτόνησε με χειροβομβίδα για να μην τον συλλάβει ο Εθνικός Στρατός και τον μικρό που ήταν φαντάρος νεοσύλλεκτος και τον σκότωσαν οι αντάρτες στην Καρδίτσα. Και τον μεσαίο που δεν άντεξε τον πόνο και κλείστηκε στον εαυτό του.

Και τον πατέρα του, τον προπάππου σου,  που τον έσφαξαν ο Μάϋδες την ώρα που συνόδευε το κοπάδι με τα ζωντανά, επειδή κάποιος τον κατηγόρησε πως έδινε γάλα και πρόβατα στους αντάρτες. Και είχε μείνει όρθιος στον βράχο ουρλιάζοντας «Δεν πέφτω ρε πούστηδες! Δεν πέφτω!!!.». Και δεν έπεσε…

Είναι και που έχεις ρίξει και μια-δυο κλεφτές ματιές στο ημερολόγιο που έπεισες την μάνα σου να γράφει τις ιστορίες της από τα παλιά, όσες έζησε σαν παιδί εκείνες τις ζοφερές ημέρες. Και σου γδέρνει την ψυχή. Με τα ανορθόγραφα γράμματά της και τις παλιακές εκφράσεις και λέξεις. Και όταν σου λέει πως κάθε φορά που γράφει, κλαίει και δεν μπορεί πια…

Αυτά κουβαλάς μέσα σου. Αυτά φουσκώνουν κάθε φορά που ανεβαίνεις στο χωριό και γυρνάς το βλέμμα στα βουνά. Ίσως γι΄αυτό είναι πολλές οι φορές που αναδιπλώνεσαι μέσα σου. Και δεν μιλάς πολύ. Δεν σηκώνεις και πολλά. Και αδιαφορείς που ίσως κάποιοι το μετράνε ως λανθάνοντα ελιτισμό και αποστασιοποίηση λόγω φόβου. Δεν βρίσκεις κανένα νόημα στο να εξηγείς στον καθένα πως τελικά, είναι η ασυναίσθητη αντίδρασή σου από σεβασμό για όλα αυτά που έτυχε να είναι ρίζα σου. Για ανθρώπους και ιστορίες.

Γι’ αυτό και ξέρεις, πως ετούτο το βιβλίο, είχε πολύ σκάψιμο. Πολύ.

Και ακόμη μεγαλύτερο το μάγκωμα ψυχής.

Και για τον συγγραφέα και για τους αναγνώστες.

Που η λογοτεχνία μπλέκει με την βιωμένη Ιστορία.

Και που είναι πολλοί οι άδικα χαμένοι που δεν δικαιώθηκαν ποτέ και κανείς δεν μίλησε γι’ αυτούς.

Άνθρωποι, ψυχές, που πέρασαν σαν αερικά από ετούτο τον τόπο, ή σαν καθάρματα που κατέστρεψαν ζωές.

Συνεισφορά στην Ιστορική Μνήμη ετούτο το βιβλίο.


Σάββατο 20 Νοεμβρίου 2021

Κρατάμε τις μνήμες μας

 


«Την Κυριακή, ξεκινάω να πάω να τον βρω. Έψαξα λίγο, ξέρω το χωριό που μένει, έμαθα σε ποιον φίλο του θα μιλήσω για να μεσολαβήσει να τον συναντήσω. Αν τα καταφέρω καλώς, αν όχι, θα αφήσω στον φίλο το μπουκάλι το τσίπουρο που έφερα από το χωριό να του το δώσει. Δεν θέλω τίποτα άλλο, μόνο να τον κοιτάξω στα μάτια, να του πω ένα «Γεια» και να του σφίξω το χέρι. Αυτό.

Είμαι αποφασισμένος να πάω. Δεν μπορεί να χωρέσει το μυαλό μου πως, για αυτόν τον άνθρωπο, που μου καθόρισε τον τρόπο σκέψης και αντίληψης, δεν θα κάνω μια προσπάθεια να τον συναντήσω. Και είναι μεγάλος πια και τα χρόνια περνάνε. Δεν θα συγχωρέσω ποτέ τον εαυτό μου αν δεν το κάνω.»

Αυτό ήταν το μήνυμα που έστειλα σε δύο φίλους.

Την Κυριακή ήμασταν τρεις στο αμάξι, μην πιστεύοντας ακόμη την απόφαση που είχαμε πάρει. Γελάγαμε σαν παιδιά που κάνουν κοπάνα.

Πήγαμε στο χωριό με την βοήθεια χάρτη, βρήκαμε τον φίλο του στην ταβέρνα του. Του είπαμε γιατί πήγαμε, πως δεν μας ξέρει, δεν έχουμε κανονίσει τίποτα, δεν τον θέλουμε τίποτα περισσότερο από το να του δώσουμε το τσίπουρο και να τους σφίξουμε το χέρι. Κι αν δεν μπορούσε ή δεν ήθελε που τρεις άγνωστοι, ένας καθηγητής ειδικότητας, ένας γυμναστής και ένας δάσκαλος -όπως δήλωναν-, εμφανίζονται από το πουθενά να τον ενοχλήσουν κυριακάτικα, θα το καταλαβαίναμε. Μόνο να, να του έδινε το τσίπουρο και να του έλεγε ένα «γειά» εκ μέρους μας.

Μας κοίταξε. Μας σκάναρε. Μας είπε να περιμένουμε λίγο. Πήγε μέσα και του τηλεφώνησε. Σε λίγο βγήκε και μας είπε πως του είπε να μας παει στο σπίτι του.

Άνοιξε την καγκελόπορτα με την Ρηνιώ δίπλα του, με ένα τεράστιο χαμόγελο και ένα «Καλώς τους», λες και μας περίμενε καιρό, λες και είμαστε παλιοί του φίλοι. Εμείς οι άγνωστοι, εμείς οι ξένοι.

Κάτσαμε στο γραφεί του, δίπλα στο τζάκι. Αρχίσαμε να μιλάμε. Να μάθει λίγο ποιοι είμαστε, τι κάνουμε πως και αποφασίσαμε να τον επισκεφτούμε. Μας ξέκοψε εξαρχής την προσφώνηση «κύριε…». «Χρόνης» είπε, «σκέτο Χρόνης!»

Είμαστε «εκπαιδευτικοί» πήρα να του λέω

«Μην λες εκπαιδευτικοί» με έκοψε. «Εκπαιδευτές, υπάρχουν μόνο στον στρατό για να μαθαίνουν τους φαντάρους να σκοτώνουν και στο τσίρκο για να μαθαίνουν στα ζώα να κάνουν πράγματα που είναι έξω από την φύση τους. Είστε δάσκαλοι και καθηγητές. Δίνετε στα παιδιά πράγματα πολύ ανώτερα από τους εκπαιδευτές…»

Από τότε, προσπαθώ να βγάλω την λέξη «εκπαιδευτικός» από το λεξιλόγιό μου. Νομίζω τα καταφέρνω. Καθώς και την λέξη «σύζυγος». «Τι θα πει σύζυγος; Ζυγός είναι το να είναι δύο άνθρωποι μαζί; Εξαναγκασμός δηλαδή; Σύντροφος στην ζωή είναι…»

Κάπου εκεί με πήρανε και τα ζουμιά. Χωρίς προφανή λόγο. Αρχίσανε τα μάτια μόνα τους και τρέχανε ενώ ζήταγα αμήχανα συγνώμη, σαρανταπέντε χρονών γαϊδούρι να κλαίω σαν μαθητούδι. Οι φίλοι σοκαριστήκανε. Εκείνος, βούρκωσε μέσα από τα γυαλιά, με κοίταξε κατευθείαν στα μάτια, κόμπιασε λίγο, αλλά συνέχισε να μιλάει.

Μας είπε πολλά, αρκετά γνωστά ήδη, άλλα λιγότερο, άλλα καθόλου. Ρουφούσαμε κάθε λέξη του, κάθε ανάσα του, κάθε βλέμμα του έξω από παράθυρο, κάθε του χάδι στα σκυλιά συντρόφους του που περιφέρονταν ήρεμα αναμεσά μας, κάθε γλύκα στην φωνή του όταν απευθυνόταν στον Ρηνιώ, που μαγείρευε και μας είχε διακριτικά αφήσει «να τα πούμε», φροντίζοντας να έχουμε νερό, καφέδες, γλυκό του κουταλιού.

Μας είπε λεπτομέρειες, γεγονότα, συμπεριφορές, μικρά μυστικά που σκέπασε ο καιρός και η ιστορία. Όχι όμως η συνείδηση και η λήθη.

Κάπου εκεί, του ζήτησα αν μπορώ να πάρω έναν φίλο τηλέφωνο και να του τον δώσω να μιλήσει. «Τι να του πω;;» με ρώτησε γελώντας. «Μια καλημέρα αρκεί!» τον διαβεβαίωσα. «θα τον κάνουμε ευτυχισμένο!» Γέλασε. «Πάρ’ τον!» μου είπε. Και του μίλησε όντως για λίγο.

Του υποσχέθηκα πως την επόμενη φορά που θα ξαναβρεθούμε, θα του κάνω δώρο το «Περι Φαντασίας» του Τάκη Σιμώτα που είχα διαβάσει εκείνη την περίοδο και του φάνηκε ενδιαφέρον όπως του το περιέγραψα.

Αργότερα, κάποια στιγμή, πάνω στην κουβέντα στόλισε με μπινελίκια συγκεκριμένα γνωστά πρόσωπα της πολιτικής για συγκεκριμένες συμπεριφορές, πράγμα που έκανε την Ρηνιώ να τον μαλώσει γλυκά.

«Άσε με ρε Ρηνιώ, είμαι 80 χρονών πια, αν δεν τα πω τώρα, αν δεν τα πω στα παιδιά εδώ, πότε θα τα πω;;»

Και γελάγανε γλυκά κι οι δυό  τους. Και όλοι μας.

Δεν μας άφησαν να φύγουμε. Μας κράτησαν για φαγητό. Στιφάδο «λευκό». Μαστόρισσα η Ρηνιώ. Αν και μας ευχαρίστησε για το τσίπουρο, μας είπε «πίνω παγωμένη τσικουδιά παιδιά. Δεν μου κάθεται καλά το τσίπουρο. Σας ευχαριστώ πολύ όμως.». Το ήπιαμε σχεδόν όλο εμείς τελικά.

Σηκώθηκε κάποια στιγμή.

«Οι φίλοι ξέρουν πως τέτοια ώρα, πάω για λίγη ξάπλα. Κι εσείς είστε φίλοι. Ούτε αγκαλιές, ούτε χαιρετούρες. Καθίστε όσο θέλετε. Θα τα ξαναπούμε…»

Και πήγε να ξαπλώσει. Κάτσαμε κανένα εικοσάλεπτο ακόμη με την Ρηνιώ. Μιλήσαμε για λίγο ακόμη. Πόση γλύκα αυτή η γυναίκα!...

Την αγκαλιάσαμε και φύγαμε.

Στο αμάξι, η κουβέντα που ακουγόταν πιο πολύ από το στόμα μας ήταν η ίδια:

«Δεν το πιστεύω ρε μαλάκα αυτό που ζήσαμε σήμερα!!!...»

Είχα φτιάξει τις προηγούμενες μέρες, ειδικά για αυτό το ταξίδι, ένα cd γράφοντας πάνω του «Μικροχώρι» όπως το χωριό που έμενε. Αυτό ακούγαμε συνέχεια.

Μιλήσαμε στο τηλέφωνο μερικές φορές ακόμη.

Δυό φορές ξεκίνησα να πάω, με το βιβλίο που του είχα υποσχεθεί. Και τις δύο φορές με πρόδωσε το αμάξι. Του το είπα. Γέλαγε. «Δεν πειράζει ρε συ! Την επόμενη!...»

Έφυγε σαν σήμερα το 2012

Το βιβλίο το χάρισα σε φίλο, εξηγώντας του για πού αρχικά προοριζόταν. 

Ελπίζω να το θυμάται.

Το cd «Μικροχώρι» το έχω ακόμη.

Μου έμεινε και η κουβέντα που είπε ο γνωστός ηθοποιός απέναντί μου, στον καφέ στην ταβέρνα του φίλου του, μετά από την κηδεία.

«Είμαστε τυχεροί όσοι τον γνωρίσαμε…»

Αυτό ακριβώς.


Τετάρτη 7 Απριλίου 2021

Επιούσιος

 
 Οι όμορφες γραφές με 2€ 
Τα βιβλία φίλων στις "ευκαιρίες" με 4€ πριν περάσει μια διετία 
Δίσκοι που ερωτεύτηκες, πωλούνται σφραγισμένοι με 3€ 
Και πάνω από όλα, δυσκόλεψε και η θλίψη σε ετούτους τους καιρούς. 
Νόμοι της αγοράς και οι αγοραίοι νομοταγείς νέμονται λέξεις και νοήματα. 
Γρήγορα, μηχανικά, επιφανειακά. 
Διεκπεραίωση υποχρεώσεων με άλλοθι την Τέχνη. 
Πόσο να αντέξεις; 
Να κλείνεις τα αυτιά με τις παλάμες, να μην ακούς. 
Φωνάζουν αδιάβαστα τα βιβλία που έστειλαν δώρο οι φίλοι, να τους δώσεις σημασία. 
Που δεν την αντέχουν άλλο την εγκατάλειψη πάνω στο γραφείο. 
Στοχαστική λεξιπενία όμως, δεν μπορείς, δεν σου βγαίνει, τι να κάνεις; 
Μόνη αγωνία η περιχαράκωση. 
Αναμνήσεων και αισθημάτων. 
Έστω, στα ρηχά. 
Άλλωστε, ελάχιστοι βουτηχτές, όλοι κολυμβητές. 
Γέμισε ο τόπος με φορεσιές στα μανταλάκια, δέρματα περισσευούμενα. 
Σε προσφορές. 
Στην τετράδα και ένα δώρο. 
Να αδειάζουν τα ράφια, να μπαίνει καινούριο εμπόρευμα. 
Τέχνη και ομορφιά και στοχασμός και θετικά συναισθήματα και τέτοια, όλα παρωχημένα. 
Παλιά μοντέλα. Αζήτητα. 
Όλα με ετικέτα ένα "άσε με τώρα μωρέ". 
Άλλες οι προτεραιότητες, άλλα τα ζόρια. 
Να βγαίνει ο επιούσιος. Το ψωμάκι μας ρε φίλε. 
Και κάποιοι λίγοι δεινόσαυροι που έχουν απομείνει, περπατούν με το κεφάλι σκυμμένο και θολό. 
Και αποχωρούν κι αυτοί ένας-ένας, σιγά-σιγά. 
Που δεν τους έφταναν ποτέ τα ψίχουλα.
Δεν είναι τίποτα.
Ζωή το λένε...

Παρασκευή 31 Ιουλίου 2020

Ξόδι




Η Τέμπλα σιωπηλή

Καμβάς ενός μεγαλοπρεπούς και απλού ορεινού ορίζοντα.

Συντρόφου, παραστάτη και φρουρού.

Χαμηλότερα παρέλαυναν μνήμες

Απαλά αγκιστρωμένες σε πεταλούδες που συνεχίζαν το ταξίδι τους,

σε μέλισσες που περνούσαν προσηλωμένες,

σε κάτι μερμήγκια που ψάχνουν εδώ και γενιές την συνέχεια τους

Οι φτέρες δίπλα στον φράκτη υποδέχονται ήρεμα όλα τα πρώην

ξαναβαπτισμένα στην νερένια καθαρότητα μιας ζωής

που κυλάει πια ερήμην.

Παντού γύρω «η ζωή να προχωράει χωρίς να κοιτάει την δικιά σου μελαγχολία».

Αφού αργά, τελειωτικά, αμετάκλητα, η ζωή ποτίζει πάντα το χώμα.

Για να ξαναγεννηθεί.

Να συνεχίσει.

Να και το συντριπτικό κάταγμα στο δεξί γόνατο, που δεν τον άφηνε πια να χορεύει ζεϊμπέκικο όπως εκείνος ήξερε.

Το τελευταίο που θυμάμαι να χορεύει, ήταν στον γάμο μου.

Περήφανος γονιός για το μοναχοπαίδι και την νύφη.

Κι αν και δεν λύγιζε παρά ελάχιστα το γόνατο, κατάφερε το μισό τραγούδι.

Μετά βούρκωσε.

Η μάνα χτύπαγε γονατιστή παλαμάκια δακρύζοντας

και να μην μπορεί να βγει άχνα.

Μόνο να σκουπίζω τα μάτια μου.

Όπως και άλλοι συγγενείς.

Τώρα, ούτε χοροί, ούτε τίποτα.

Το στραπατσαρισμένο γόνατο ήταν πια μονάχα ένα σκούρο, ακανόνιστο αποτύπωμα.

Κι όσο η επόμενη γενιά κρεμάει τα ουφ της στον πλάτανο ψάχνοντας κάπου να ακουμπήσει να στηριχθεί, 

η μεθεπόμενη πιο αποφασιστική, πιο ζωντανή, 

μένει προσηλωμένη στην ύστατη τιμή της κάθαρσης.

Με σπουδή βοηθώντας την ροή του νερού

από την πετρόχτιστη βρύση

να ξεκολλήσει επτάχρονες λάσπες,

ξεπροβοδίζοντας ήρεμα υπολείμματα νεκρών ιστών.

Το τυπικό πρέπει να ολοκληρωθεί.

Έτσι μάθαμε εμείς το Χρέος.

Στο ξέπλυμα με κρασί, στο άπλωμα στον ήλιο, στο αεράκι από τα Άγραφα να βοηθάει το στέγνωμα.

Αγκαλιά οι ζωντανοί να ανακατεύουν δάκρυα γενεών κοιτώντας κατάματα τις άδειες πια κόγχες

Μια αίσθηση αρχέγονη, άφοβη, παράξενη

Ένας απίστευτος όγκος συναισθημάτων συμπυκνωμένος σε στιγμές.

Μια συναισθηματική φόρτιση λειψή περιγραφής.

Ένα Πολύ Από Όλα.

Κι ένας ύστατος χαιρετισμός

Μια ακροτελευταία επαφή,

ένα τελευταίο χάδι

κι ένα φιλί

σε ένα κρανίο που κάποτε γέννησε, γέλασε, έκλαψε, έζησε.

Ένα τελευταίο "γειά",

μια τελευταία φράση πριν κλείσει το μεταλλικό καπάκι του οστεοδοχείου.

«Ελπίζω να σε έκανα περήφανο…»

Ένα Χρέος,

ένας αέναος Κύκλος που κλείνει

με εμάς μέσα του

μέσα μας

για να ανοίξει ένας άλλος

για τους επόμενους εμάς.

Για όλους...



Σάββατο 18 Ιανουαρίου 2020

Τα βιβλία της ζωής



Είναι απίστευτα πολλές οι εκδοχές της ιστορίας που μπορεί να έφεραν μαθητικά τετράδια πρώτης δημοτικού με την ετικέττα και το ονοματεπώνυμο της μικρής μαθήτριας ακόμη πάνω τους, ανάμεσα σε διάφορα παλαιά βιβλία στο Βιβλιοπωλείο των Αστέγων.
Θα μπορούσε να ήταν συγκυριακή αβλεψία των γονιών, παντελής αδιαφορία τους, ακόμη ίσως και μια μικρή "δολιοφθορά" από μεριάς της μικρής όταν είδε όλα αυτά τα βιβλία να πακετάρονται για να πάνε κάπου που δεν γνώριζε.
Θα μπορούσε να υπάρχει τραγικό στοιχείο, για μια οικογένεια που ξεκληρίστηκε σε ατύχημα και οι συγγενείς δώρισαν όλα τα βιβλία της βιβλιοθήκής για να μην τα βλέπουν και πικραίνονται.
Θα μπορούσε να είναι προϊόν μια ανεπιτυχούς "μπούκας" από σεσημασμένους που δεν βρήκαν να κλέψουν τίποτα και βούτηξαν τα βιβλία χωρίς να τα κοιτάξουν καν.
Ίσως πάλι να ήταν ένα αποτυχημένο διαζύγιο, ίσως μια απόπειρα οριστικής ρίξης με το παρελθόν.
Ακόμη και η άλλη, η άτσαλη πολύχρωμη παιδική ζωγραφιά του σπιτιού με ουρανό, σύννεφα, πουλιά, δέντρα, λουλούδια και τις σχεδόν ανθρώπινες φιγούρες θα μπορούσε κι αυτή να κρύβει απίστευτα δράματα από πίσω. Ειδικά όταν είναι ταλαιπωρημένα διπλωμένη μέσα σε παλιό βιβλίο "Δικαίου".
Κι όταν ασυναισθητα σηκώνεις το κινητό να τα βγάλεις φωτογραφία -γιατί δεν θα σε πιστεύουν-, κάτι μέσα σου σε κρατάει απο τον λαιμό και σου φωνάζει να μην το κάνεις.
Τρέχα γύρευε τώρα τι.
Μπορεί να ήταν εκείνα τα άτσαλα ωμέγα της μικρής που κάποια είχαν υπογραμμιστεί από την δασκάλα με κόκκινο στυλο, μπορεί το καθαρό και μεγάλο "Μπράβο!!!" της στο γράμμα δέλτα, αλλά μπορεί και οι χαρούμενες φατσούλες στα αυτοκολλητάκια που έβαζε σε ΟΛΑ τα γράμματα απο κάτω.
Μπορεί να ήταν οι -μόνες- ξεκάθαρες και αποφασιστικές μολυβιές στα χαμόγελα των ανθρώπινων σχεδίων στην ζωγραφιά του άλλου παιδιού.
Μπορεί και ο ίδιος ο χώρος, που είναι προσπάθεια ανθρώπων να ξανστηθούν στα πόδια τους.
Ό΄τι και να ήταν πάντως, σε έκανε να σεβαστείς εκείνο το απροσδιόριστα ιερό της στιγμής.
Η στιγμή που η μικρή και ο μικρός έσκυβαν πάνω από το τετράδιο και την ζωγραφιά κρατώντας άτσαλα αλλά με πείσμα το μολύβι για να μάθουν σωστά το "ωμέγα" και να βάλουν φυλλαράκια στα λουλούδια, η στιγμή που κάποια χέρια έπαιρναν αυτά τα βιβλία και τά έβαζαν σε πλαστικές σακούλες και κούτες για να τα ξεφορτωθούν ή να βοηθήσουν αφιλοκερδώς, η στιγμή που κάποια άλλα χέρια τα τοποθετούσαν δίπλα σε άλλα παλιά βιβλία, η στιγμή που κάποιος πυροβολημένος ανακάλυπτε αυτό το καρυδότσουφλο να επιπλέει μέσα σε ωκεανούς σελίδων.
Κι όσο σίγουρος ήσουν πως εκεινα τα βιβλία που εσύ έφερες τα είχες με σπουδή ξεψαχνίσει μη τυχόν και έχει ξεχαστεί τίποτα ανάμεσα στις σελίδες, άλλο τόσο σίγουρος αισθάνθηκες πως με κάτι τέτοια τυχαία, μικρά, παράξενα και όμορφα παίζει η Ζωή και η Λογοτεχνία.
Μπορεί να μην ξέρεις και πολλά, αλλά τουλάχιστον, έμαθες επιτέλους τις στιγμές να τις σέβεσαι όπως τους αξίζει·
Σιωπηλά.

Σάββατο 26 Οκτωβρίου 2019

Άσ' το να κυλίσει...



Μάλλον τα καταφέραμε λοιπόν
Υπεραναλύσαμε τα πάντα
Κάθε μικρή και αθέατη πτυχή
Με τάφρους χαοτικούς μοιράσαμε τα από εδώ από τα από εκεί
Κι αφού μαθαμε να πλατσουρίζουμε στους ωκεανούς της πληροφορίας, έπρεπε να μάθουμε να χαρτογραφούμε και τις ξέρες της.
Και τα ύπουλα ρεύματα και τις τάφρους της.

Ζητούμενο πλέον δεν λογίζεται η κολύμβηση, αλλά η τέχνη του να σηκώνεις κύμα. 
Και να επιπλέεις πάνω του.

Έτσι, αγκιστρωθήκαμε στα γνωστά των οικείων
εκείνα που μάθαμε πως είναι ασφαλές να είναι τα δικά μας
εξοβελίσαμε με πολλές τεχνικές τα γνωστά των άλλων στο πυρ το εξώτερο
Να μείνουν στα δικά τους, αυτά τους αναλογούν, δεν μας αφορούν, δεν μας χρειάζονται.

Προπαντώς η χρησιμότητα. Αλλιώς δεν υπάρχει Δόξα.

Επειδή το δικό μας πάντα ήταν πάντα πιο οικείο και με μεγαλύτερη αξία
Χαλυβδώσαμε την βεβαιότητά μας με αίγλη και θυσία των Παλαιών
διεκδικώντας την υπεραξία του αίματος για κατανάλωση και ατομική χρήση.
Μιας και η προσωπική ανακάλυψη έχει κόπο και κόστος
Και δεν υπάρχει σάλιο
Και είναι όλα ζόρικα.
Και που να τρέχεις τώρα.
Ούτε αναλήψεις λοιπόν, ούτε ανακαλύψεις.
Να μάθουμε να τρώμε όπως και ό’τι υπάρχει στο τραπέζι. Που δεν είναι καν δικό μας.

Δεν μπορείς να κοιτάς ταυτόχρονα μέσα και έξω από ένα παραθύρι.

Γι΄αυτό λυτρωνόμαστε με την Τεχνική να βλέπουμε από τις αντανακλάσεις στα τζάμια.

Η βολική αντίληψη της πραγματικότητας μέσα από κατασκευές.

Ακόμη και αν στο δανεικό και τυχαίο οικοδόμημα όλα τρίζουν και διαλύονται σε κομμάτια που καταρρέουν.

Όλα φθορά, όλα σίγουρα, όλα όπως πάντα γίνονταν

Εκεί είναι η βολή, εκεί το απάγκιο, εκεί βρίσκει ανάσα η ψευδαίσθηση.
Αφού, ας το παραδεχτούμε, δεν υπάρχουμε χωρίς ψευδαισθήσεις.
Είτε τις αναγνωρίζουμε εμείς, είτε μας ξέρουν αυτές.
Η παραδοχή και η ομολογία βλέπεις, έχουν άλλο βάρος έξω, άλλο μέσα.
Κι όλα υπερ του αγώνα του καθημερινού ανήκειν.

Κι είναι άβολη αλήθεια πως το καθημερινό δεν σε έχει ανάγκη, δεν σε υπολογίζει, δεν ασχολείται μαζί σου. Σε χλευάζει, σε απεχθάνεται.
Όταν η παράσταση είναι σε εξέλιξη, πάντα η σιωπή είναι δεδομένη.
Οι ρόλοι έχουν μοιραστεί και ο θίασος παίζει.
Ακόμη και ερήμην. Όλων. Και των θεατών ακόμη.

Πάνω από την σκηνή, την όποια σκηνή, πάντα τα σύννεφα περνούν. Πάντα.
Λένε πως μόνο οι αλαφροΐσκιωτοι τα βλέπουν.
Πολλά τα σχήματα, ανάλογα τι θέλει ο καθένας.
Συνήθως, μοιάζουν του Δον Κιχώτη που εφορμά στους Ανεμόμυλους.
Και μαγνητίζουν βλέμματα και ψυχές εκείνων που αντιλαμβάνονται κάτι πέρα από την παράσταση που παίζεται.
Και εμπνέουν συννεφοϊστορίες, φαντασίες, οράματα.

Τέτοια σύννεφα δεν έχουν τελικό προορισμό. παρά μόνο την διάλυσή τους.

Και σχεδόν ποτέ δεν γίνεται αντιληπτή η συνέχεια της έφιππης επέλασης.
Πως δηλαδή, αγωνιά ο Δον, να απελευθερωθεί από το βάρος της πανοπλίας, πίσω από τον τοίχο του Ανεμόμυλου.
Και με το ελαφρύ αεράκι παρέα, εκείνο που διαλύει τα πάντα, να κατουρήσει επιτέλους ελεύθερος πάνω στα στιβαρά τούβλα. 
Κι ο φίλος και σύντροφος Σάντσο Πάντσα πιο δίπλα, να συνδράμει στην ροή της ουσίας και της Ιστορίας, γελώντας σαν παιδί.

Κι ό΄τι έχει τελικά αξία είναι εκείνο το απερίγραπτο αίσθημα συντροφικότητας, απελευθέρωσης και ξαλαφρώματος.

Πως δηλαδή, για ένα κατούρημα γίνονται όλα.

Κυριακή 29 Σεπτεμβρίου 2019

Ασκήσεις βλέμματος



Τα κινέζικα μαγαζιά με τα πολύχρωμα ρούχα.
Τα υποκαταστήματα για μεταφορά χρημάτων στο εξωτερικό.
Η απίστευτης ομορφιάς εκκλησία του Αγίου Γεωργίου στην Πειραιώς.
Οι μικροί δρόμοι με τα ετοιμόρροπα και εγκαταλελειμμένα αρχοντικά, δίπλα από τον Κεραμεικό
Το παρκάκι που μοιράζεται το συσσίτιο για τους άστεγους.
Τα καταστήματα φτηνής κινητής τηλεφωνίας και ακριβών ανθρώπινων ψευδαισθήσεων.
Η θλίψη στα μάτια εκείνων που στρίβουν στην Σωκράτους.
Οι πρώην φιλικές φιγούρες που κάνουν αναστροφή στο φανάρι μην τυχόν και αναγκαστούν και ξεπεθάνουν χαιρετώντας σε.
Τα κλειστά πια μικρά καφέ γύρω στην πλατεία Καρύτση με κάτι παλιές αφισούλες για συναυλίες που ποτέ δεν πήγες.
Τα σαββατιάτικα ρεμπέτικα πίσω από τον διπλανό Αϊ Γιώργη, δίπλα στον Μωβ Σκίουρο.
Το πλαϊνό φως στα παγκάκια της Κλαυθμώνος και στην αλέα δίπλα από την Στοά του Βιβλίου.
Ο μοναχικός πλανόδιος μουσικός που έπαιζε ούτι στην Κοραή και προσπαθούσε να τρυπήσει τις πλάκες του πεζοδρομίου με το βλέμμα του.
Τα ελαφρώς νοσταλγικά χαμόγελα και ο χαιρετισμός από το απέναντι πεζοδρόμιο με σηκωμένη την σφιγμένη αριστερή γροθιά για χαιρετισμό.
Το άγνωστο πιτσιρίκι στο καρότσι που χαμογελώντας σου πιάνει το χέρι στο φανάρι της Παλαιάς Βουλής.

Ένας πανέμορφος γαλάζιος ουρανός με όλα τα τυχαία συντρόφους. Από παλιά.
Μια αταίριαστη γαλήνη όταν ξαναμαθαίνεις να βλέπεις.
Όπως εκείνα τα μυστηριώδη χαμόγελα των γερασμένων ναυτικών πάνω στις φουρτούνες.
Μάλλον επειδή με το φευγαλέο κοίταγμα πάντα ελάχιστα ζούσαμε.