Πέμπτη 16 Αυγούστου 2018

Fly Like An Eagle





Τον έβλεπε αρκετές μέρες τώρα.

Δεν ήταν ντόπιος. Δεν ερχόταν με παρέα.

Ήταν σίγουρος πως δεν τον γνώριζε, αλλά του φαινόταν ανεξήγητα οικείος σαν φυσιογνωμία. Με εκείνον τον ιδιαίτερο τρόπο που τυχαίες ματιές αγνώστων φέρνουν αμηχανία υποδηλώνοντας κοινή πορεία σε άλλες ζωές, σε παράλληλες διαστάσεις.

Ερχόταν στο μπαρ λίγο πριν ο ήλιος βουτήξει στην θάλασσα, πάντα φορώντας τζιν, παλιομοδίτικα αθλητικά παπούτσια, φαρδιά μπλουζάκια με πρωτότυπα και αλληγορικά σχέδια και καρικατούρες, έπαιρνε ξηρό τζιν με πάγο, μετά ένα δεύτερο και τέλος ένα τρίτο με ένα τόνικ.

Μεγαλύτερος ηλικιακά από τον μέσο όρο της πελατείας, πήγαινε στο πιο ακριανό σημείο της παραλίας, σε εκείνο με τα βράχια, εκεί που η μουσική γκέλαρε πάνω στον φυσικό  τοίχο των βράχων δημιουργώντας ένα αντηχείο, εκεί που η ισορροπία ήταν ιδιαίτερα ασταθής και απρόβλεπτη και δεν πλησίαζαν οι άλλοι, ανέβαινε πάνω, καθόταν σταυροπόδι σαν παλιός ινδιάνος, κέντραρε στον ορίζοντα, έστριβε τσιγάρα, έπινε αργά και κάπνιζε.

Τον παρακολουθούσε να κάθεται εκεί ακίνητος, ενώ στο υπόλοιπο μπαρ υπήρχε ένας κυματιστός οργασμός γέλιων, χαχανητών, χορευτικών, μεθυσμένων όρκων, δεκάδων Εγώ που αναζητούσαν πραγμάτωση στην τύχη της μιας βραδιάς. Το καλοκαίρι φουλ στα στερεότυπά του.
Εκείνος μόνος  στα βράχια, αμέτοχος, εστιασμένος πέρα, ελάχιστες φορές κουνιόταν μόνο στον ρυθμό όταν κάποια παλιάς κοπής κομμάτια αντηχούσαν από τα βράχια πάνω του. Κατέβαινε να πάρει άλλο ένα ποτό, πλήρωνε αμίλητος και πίσω στον βράχο.
Στα τρία ποτά, επέστρεφε το ποτήρι και έφευγε σιωπηλός.

Την βραδιά που είχε ανακοινωθεί πως θα υπήρχε βροχή πεφταστεριών, αποφάσισε να τεστάρει κάτι.
Με το που εμφανίστηκε και πήγε να παραγγείλει, έκανε μίξη ένα συγκεκριμένο playlist που είχε φτιάξει, με κομμάτια μιας περασμένης γενιάς, μιξαρισμένη για τις δικές του στιγμές, για τα δικά του χασίματα, φόρος τιμής για ιστορίες που έμεναν πια στα αζήτητα, για τις ώρες των ζυγισμάτων.
Δεν είχε και πολύ κόσμο ακόμη, όλοι θα ερχόταν αργότερα να συμμετέχουν στην διαφημισμένη βροχή των Περσείδων, οπότε μπορούσε να αυτοσχεδιάσει.

Με τις πρώτες νότες, τον είδε να χαμογελάει κοιτάζοντας το ξύλο του πάγκου όσο περίμενε την παραγγελία του.
Δεν μίλησε, πήρε το ποτό και ξεκίνησε για τον βράχο του.
Όσο ανέβαινε, ο ορίζοντας του σχεδίαζε ένα κοκκινοκίτρινο περίγραμμα σε ένα γαλάζιο που έπαιρνε να σκοτεινιάζει.

Αυτή την φορά κατέβηκε πιο σύντομα από τις άλλες για το δεύτερο. 
Χαμογελώντας.
Μετά, επέστρεψε πάλι στον βράχο και καπνίζοντας, άρχισε να χορεύει μόνος του τους παλιούς ρυθμούς, με τα χέρια ανοικτά, στο ένα το ποτό, στο άλλο το τσιγάρο και με το βλέμμα πάντα στον ορίζοντα.
Μια απόκοσμη φιγούρα, διασταύρωση αετού, γλάρου, Εσταυρωμένου, Ζορμπά, γερασμένου ινδιάνου πολεμιστή.

Έκανε άλλα τρία δρομολόγια, πάντα σιωπηλός, πάντα χαμογελώντας, επέστρεφε στον βράχο και στεκόταν όρθιος στην ίδια στάση μέχρι που τελείωσε η playlist.

Επιστρέφοντας το τελευταίο ποτήρι, παρήγγειλε και δύο σφηνάκια τεκίλα. Τα πήρε και πήγε μπροστά στην κονσόλα. Τσουγκρίσανε και έσκυψε κοιτάζοντάς τον κατευθείαν στα μάτια του λέγοντας ήρεμα·
"Σίγουρα κάποια στιγμή έχουμε πιεί από την ίδια θάλασσα. Κράτησέ τα ενθύμιο. Σε ευχαριστώ…"

Άφησε πάνω στον πάγκο το άδειο σφηνάκι μαζί με ένα παλιό τσακμάκι και μια παμπάλαια πένα κιθάρας που πάνω της ίσα που διακρινόταν ένας ξεθωριασμένος αετός με ανοικτά φτερά και έφυγε τρεκλίζοντας.

Στο μπαρ άρχισαν ξανά τα γνωστά στερεότυπα να βρίσκουν τον ρυθμό τους. Η νέα φουρνιά έβγαινε αργά. Στον βράχο άρχισαν να σκάνε κύματα. Οι Περσείδες άρχισαν να γίνονται ορατές, τουλάχιστον για εκείνους που τις έμαθαν από τις ανακοινώσεις σε οθόνες κι εκείνους που έπρεπε άλλοι να τους θυμίζουν να κοιτάνε ψηλά. Πάνω. Πέρα.

Η ζωή προχωρούσε.

Πάντα προχωρούσε.


Δεν τον ξαναείδε ποτέ.




Δευτέρα 13 Αυγούστου 2018

Σπουδή στο κίτρινο – Δημήτρης Χριστόπουλος , 2018 , «Το ροδακιό». (Προσωπική ανάγνωση)



Ξεκινάς να διαβάσεις ένα βιβλίο που σου σύστησε φίλος. 
Είσαι αρχικά λιγάκι μαγκωμένος, αφενός επειδή «ξέρεις» διαδικτυακά τον συγγραφέα, ήπιατε και ένα τσίπουρο σε κοινή εκλεκτή παρέα. 
Το έχεις ήδη στα χέρια σου, αλλά τελικά, όπως στα περισσότερα πράγματα, είναι ο χρόνος που επιλέγει πότε θα το ξεκινήσεις.

Δεκαοκτώ ιστορίες, που η μια συνδέεται με την άλλη, όπως οι ιστορίες των ανθρώπων στην πραγματική ζωή. Ξεκινάς να το διαβάζεις όσο βρίσκεσαι μέσα στα έλατα, στα 1200 μέτρα. Το τελειώνεις μέρες αργότερα, κοντά σε θάλασσα. 
Είναι που έπρεπε να παίρνεις ανάσα μετά από κάθε ιστορία. 
Μπούκωνε το λαρύγγι, φούσκωνε το στήθος. 
Επειδή, από την πρώτη ιστορία, άρχισες και εισέπραττες οικείες εικόνες, σκέψεις και συλλογισμούς και αντιδράσεις, πολύ γνωστές, σκάψιμο κανονικό και βαθύ, μέσα σε ένα παλλόμενο  κίτρινο φόντο, ζωντανό αλλά ξεθωριασμένο, μια πραγματικότητα μέγγενη, ένα πανωφόρι που μπάζει από παντού, σαν τρύπια κουρελού, μοναδικό σκέπασμα για μοναξιές και απώλειες, ο εγκλωβισμός στα απόνερα κρίσης, κοινωνικής, οικονομικής αλλά κυρίως εκείνης που πονάει περισσότερο, που αφήνει χαλάσματα, που ισοπεδώνει, η προσωπική, η εσωτερική κρίση. 
Εκείνη που καμία στατιστική δεν θα ασχοληθεί ποτέ μαζί της, που δεν καταγράφεται επισήμως και αρμοδίως, που δεν μετριέται με μαθηματικούς τύπους. 
Ανακαλύπτεται μόνο στα βλέμματα, στις πράξεις, στις αλλοτριωμένες σχέσεις. Και στην αίσθηση που έχουν οι δρόμοι στα Καμίνια, τον Πειραιά, στην Δραπετσώνα, στην Νίκαια, στην Αθήνα, όταν έχεις συνεπιβάτη την μοναξιά στο αυτοκίνητο της ζωής και είναι αργά πια για να νυχτώσει και νωρίς να ξημερώσει. 
Και μένεις να κοιτάζεις εκείνο το θολό κίτρινο στις λάμπες του δρόμου.

Από «ουφ» σε «ουφ», κάθε ιστορία, γι΄αυτό και όρισε τον δικό της χρόνο η ανάγνωση.

Οι κραυγές που δεν έχουν διαφυγή, που μένουν μέσα, οι εκπτώσεις σε εκείνα που υπήρξαν οδηγός ζωής, το ανώφελο, το πλανημένο, το ανικανοποίητο, το προδομένο. 
Καταγεγραμμένα ένα προς ένα. 
Κι όταν κάποιοι χώροι που διαδραματίζονται είναι και σημεία της προσωπικής σου πορείας και αναφοράς, όταν οι σχέσεις και οι αντιδράσεις των ανθρώπων-ηρώων έχουν εμφανιστεί ολοζώντανες μπροστά σου και πάνω από μια φορές στην πραγματική ζωή, στους χώρους που κινείσαι, που ζεις, που εργάζεσαι, που υπάρχεις, τότε δεν έχει νόημα κανενός είδους «κριτική».

Ευχαριστείς απλά τον συγγραφέα και τον φίλο που σου το πρότεινε. Και κοιτάς πέρα. Αλλού. Εκεί που το κίτρινο ξεφεύγει από το καλό και το κακό, από το δέον και το απευκταίο και μπορεί να δέσει σκέψεις, αισθήσεις, ζωές.

Επειδή τελικά, είναι πολύ μεγάλη υπόθεση να έχεις στο πίσω μέρος του μυαλού σου πως εκείνο το φούσκωμα στο στήθος, εκείνες οι βαθιές ανάσες, εκείνα τα αποτσίγαρα στο τασάκι όσο διάβαζες, εκείνα τα «ουφ», αν μη τι άλλο, τα αισθάνονται κι άλλοι.

(Προτεινόμενη μουσική υπόκρουση: https://www.youtube.com/watch?v=o9lCtkEnf9A )