Τετάρτη 14 Νοεμβρίου 2018

Διαρκώς...



Τα πρόχειρα σάντουιτς και οι πλαστικές σακούλες με τρόφιμα που περνάγανε μέσα χέρι με χέρι.

Τα τσιγάρα που πήγαιναν οι οικοδόμοι στην πύλη

Τα δάκρυα και η γραπατσαλωμένη αγωνία σε ροζιασμένα βλέμματα και χέρια που συνόδευαν τα «Να προσέχετε παιδιά μου, να προσέχετε!...»

Τα φάρμακα μέσα σε τσάντες κουστουμαρισμένων γιατρών και τσέπες σακακιών υπεράνω υποψίας.
Τα χειροκροτήματα των επιβατών των τρόλλεϋ στην Πατησίων.

Τα ανήσυχα βλέμματα των χαφιέδων στην γωνία της Στουρνάρη.

Η αρρωστημένη λύσσα των ακροβολισμένων σκοπευτών στο κτήριο του ΟΤΕ και στις ταράτσες γύρω πολυκατοικιών.

Τα ερωτευμένα αγκαλιάσματα κάτω από τις νεραντζιές στο προαύλιο, με τις προκηρύξεις στα χέρια.

Το μελάνι πολυγράφου στα δάχτυλα που πάσχιζαν να μην λερώσουν το ψωμί που συνωμοτικά έφερνε από την πλαϊνή πύλη το ζευγάρι των υπερήλικων ταβερνιάρηδων.

Οι πόρτες των πολυκατοικιών που άνοιγαν στα κυνηγητά.

Οι ανώνυμες προσωπικές συνειδησιακές μάχες «να μπω ή όχι», ανεξαρτήτως τελικής επιλογής.

Τα αυτιά που ήταν αγκιστρωμένα στο ραδιάκι, προσπαθώντας μέσα από παρεμβολές να μάθουν.

Τα «έχεις παιδί! Που πας;;;» που κοπάναγαν με κλάματα εγκλωβισμένης μανίας φτωχικές εξώπορτες στις Δυτικές Συνοικίες.

Εκείνα που ελάχιστοι γνωρίζουν, έξω από την κλειστή πόρτα του ραδιοφωνικού σταθμού και η για ιστορικούς λόγους αποσιώπησή τους.

Το «8» που δεν υπήρξε, που ήταν «κατασκευασμένο», που ακόμη ενοχλεί.

Η μυθοποίηση, η απαξίωση, η ενσωμάτωση, η ιδιωτική και πολιτική χρήση, η ανοχή, η σιχασιά για πρόσωπα.

Ο κόμπος στον λαιμό όσων ήταν εκεί και ακόμη θυμούνται, το βλέμμα πέρα όσων ήξεραν ή έμαθαν.
Οι λίγοι, οι ελάχιστοι που ακόμα.

Κάποιες μοναχικές φιγούρες, που στηρίζονταν σε στύλους και έκλαιγαν βουβά τα επόμενα χρόνια. Μέχρι που δεν ξαναφάνηκαν ποτέ.

Η φωτογραφία της κυρίας Σοφίας στο μπαλκόνι απέναντι, με την Ιστορία στην φωνή και την ροή του χρόνου στα πόδια της.

Οι ζωές που γιγαντώθηκαν ή εκμηδενίστηκαν μέσα σε ένα τριήμερο στην Πατησίων. Κι εκείνες που αναρωτιούνται ακόμη για όλα, πολλά χρόνια έπειτα.

Οι ασπρόμαυρες φωτογραφίες.

Οι μαυροφορεμένες μάνες. Που ό΄τι έμαθαν και όσες έμαθαν, το κράτησαν μαζί τους.

Τα πορίσματα, οι φήμες, οι συγκαλύψεις, η σπέκουλα, η λάσπη, τα ψέματα, η προπαγάνδα.

Όλα εκείνα που ακολούθησαν. Οι νέοι νεκροί. Μετά.

Οι πεθαμένοι μέσα τους. Από τότε.

Η ανατριχίλα των λίγων, κάθε φορά που περνούν από μπροστά.

Το μοναχικό κεφάλι δίπλα στην πύλη και όσα θα ήθελε να πει.

Το σιωπηλό και μοναχικό επετειακό τσιγάρο στο απέναντι πεζοδρόμιο, όλο και πιο αραιά πια. Συνήθως δυό ημέρες πριν το επίσημα καθιερωμένο λειτουργικό.

Ο ήλιος που εξακολουθεί και ανατέλλει από το ίδιο σημείο. Και δύει όποτε γουστάρει αυτός.

Η προσπάθεια να μην διαγράψω ετούτο το κείμενο.

Η ζωή που τραβάει την ανηφόρα.

Διαρκώς…

Πέμπτη 16 Αυγούστου 2018

Fly Like An Eagle





Τον έβλεπε αρκετές μέρες τώρα.

Δεν ήταν ντόπιος. Δεν ερχόταν με παρέα.

Ήταν σίγουρος πως δεν τον γνώριζε, αλλά του φαινόταν ανεξήγητα οικείος σαν φυσιογνωμία. Με εκείνον τον ιδιαίτερο τρόπο που τυχαίες ματιές αγνώστων φέρνουν αμηχανία υποδηλώνοντας κοινή πορεία σε άλλες ζωές, σε παράλληλες διαστάσεις.

Ερχόταν στο μπαρ λίγο πριν ο ήλιος βουτήξει στην θάλασσα, πάντα φορώντας τζιν, παλιομοδίτικα αθλητικά παπούτσια, φαρδιά μπλουζάκια με πρωτότυπα και αλληγορικά σχέδια και καρικατούρες, έπαιρνε ξηρό τζιν με πάγο, μετά ένα δεύτερο και τέλος ένα τρίτο με ένα τόνικ.

Μεγαλύτερος ηλικιακά από τον μέσο όρο της πελατείας, πήγαινε στο πιο ακριανό σημείο της παραλίας, σε εκείνο με τα βράχια, εκεί που η μουσική γκέλαρε πάνω στον φυσικό  τοίχο των βράχων δημιουργώντας ένα αντηχείο, εκεί που η ισορροπία ήταν ιδιαίτερα ασταθής και απρόβλεπτη και δεν πλησίαζαν οι άλλοι, ανέβαινε πάνω, καθόταν σταυροπόδι σαν παλιός ινδιάνος, κέντραρε στον ορίζοντα, έστριβε τσιγάρα, έπινε αργά και κάπνιζε.

Τον παρακολουθούσε να κάθεται εκεί ακίνητος, ενώ στο υπόλοιπο μπαρ υπήρχε ένας κυματιστός οργασμός γέλιων, χαχανητών, χορευτικών, μεθυσμένων όρκων, δεκάδων Εγώ που αναζητούσαν πραγμάτωση στην τύχη της μιας βραδιάς. Το καλοκαίρι φουλ στα στερεότυπά του.
Εκείνος μόνος  στα βράχια, αμέτοχος, εστιασμένος πέρα, ελάχιστες φορές κουνιόταν μόνο στον ρυθμό όταν κάποια παλιάς κοπής κομμάτια αντηχούσαν από τα βράχια πάνω του. Κατέβαινε να πάρει άλλο ένα ποτό, πλήρωνε αμίλητος και πίσω στον βράχο.
Στα τρία ποτά, επέστρεφε το ποτήρι και έφευγε σιωπηλός.

Την βραδιά που είχε ανακοινωθεί πως θα υπήρχε βροχή πεφταστεριών, αποφάσισε να τεστάρει κάτι.
Με το που εμφανίστηκε και πήγε να παραγγείλει, έκανε μίξη ένα συγκεκριμένο playlist που είχε φτιάξει, με κομμάτια μιας περασμένης γενιάς, μιξαρισμένη για τις δικές του στιγμές, για τα δικά του χασίματα, φόρος τιμής για ιστορίες που έμεναν πια στα αζήτητα, για τις ώρες των ζυγισμάτων.
Δεν είχε και πολύ κόσμο ακόμη, όλοι θα ερχόταν αργότερα να συμμετέχουν στην διαφημισμένη βροχή των Περσείδων, οπότε μπορούσε να αυτοσχεδιάσει.

Με τις πρώτες νότες, τον είδε να χαμογελάει κοιτάζοντας το ξύλο του πάγκου όσο περίμενε την παραγγελία του.
Δεν μίλησε, πήρε το ποτό και ξεκίνησε για τον βράχο του.
Όσο ανέβαινε, ο ορίζοντας του σχεδίαζε ένα κοκκινοκίτρινο περίγραμμα σε ένα γαλάζιο που έπαιρνε να σκοτεινιάζει.

Αυτή την φορά κατέβηκε πιο σύντομα από τις άλλες για το δεύτερο. 
Χαμογελώντας.
Μετά, επέστρεψε πάλι στον βράχο και καπνίζοντας, άρχισε να χορεύει μόνος του τους παλιούς ρυθμούς, με τα χέρια ανοικτά, στο ένα το ποτό, στο άλλο το τσιγάρο και με το βλέμμα πάντα στον ορίζοντα.
Μια απόκοσμη φιγούρα, διασταύρωση αετού, γλάρου, Εσταυρωμένου, Ζορμπά, γερασμένου ινδιάνου πολεμιστή.

Έκανε άλλα τρία δρομολόγια, πάντα σιωπηλός, πάντα χαμογελώντας, επέστρεφε στον βράχο και στεκόταν όρθιος στην ίδια στάση μέχρι που τελείωσε η playlist.

Επιστρέφοντας το τελευταίο ποτήρι, παρήγγειλε και δύο σφηνάκια τεκίλα. Τα πήρε και πήγε μπροστά στην κονσόλα. Τσουγκρίσανε και έσκυψε κοιτάζοντάς τον κατευθείαν στα μάτια του λέγοντας ήρεμα·
"Σίγουρα κάποια στιγμή έχουμε πιεί από την ίδια θάλασσα. Κράτησέ τα ενθύμιο. Σε ευχαριστώ…"

Άφησε πάνω στον πάγκο το άδειο σφηνάκι μαζί με ένα παλιό τσακμάκι και μια παμπάλαια πένα κιθάρας που πάνω της ίσα που διακρινόταν ένας ξεθωριασμένος αετός με ανοικτά φτερά και έφυγε τρεκλίζοντας.

Στο μπαρ άρχισαν ξανά τα γνωστά στερεότυπα να βρίσκουν τον ρυθμό τους. Η νέα φουρνιά έβγαινε αργά. Στον βράχο άρχισαν να σκάνε κύματα. Οι Περσείδες άρχισαν να γίνονται ορατές, τουλάχιστον για εκείνους που τις έμαθαν από τις ανακοινώσεις σε οθόνες κι εκείνους που έπρεπε άλλοι να τους θυμίζουν να κοιτάνε ψηλά. Πάνω. Πέρα.

Η ζωή προχωρούσε.

Πάντα προχωρούσε.


Δεν τον ξαναείδε ποτέ.




Δευτέρα 13 Αυγούστου 2018

Σπουδή στο κίτρινο – Δημήτρης Χριστόπουλος , 2018 , «Το ροδακιό». (Προσωπική ανάγνωση)



Ξεκινάς να διαβάσεις ένα βιβλίο που σου σύστησε φίλος. 
Είσαι αρχικά λιγάκι μαγκωμένος, αφενός επειδή «ξέρεις» διαδικτυακά τον συγγραφέα, ήπιατε και ένα τσίπουρο σε κοινή εκλεκτή παρέα. 
Το έχεις ήδη στα χέρια σου, αλλά τελικά, όπως στα περισσότερα πράγματα, είναι ο χρόνος που επιλέγει πότε θα το ξεκινήσεις.

Δεκαοκτώ ιστορίες, που η μια συνδέεται με την άλλη, όπως οι ιστορίες των ανθρώπων στην πραγματική ζωή. Ξεκινάς να το διαβάζεις όσο βρίσκεσαι μέσα στα έλατα, στα 1200 μέτρα. Το τελειώνεις μέρες αργότερα, κοντά σε θάλασσα. 
Είναι που έπρεπε να παίρνεις ανάσα μετά από κάθε ιστορία. 
Μπούκωνε το λαρύγγι, φούσκωνε το στήθος. 
Επειδή, από την πρώτη ιστορία, άρχισες και εισέπραττες οικείες εικόνες, σκέψεις και συλλογισμούς και αντιδράσεις, πολύ γνωστές, σκάψιμο κανονικό και βαθύ, μέσα σε ένα παλλόμενο  κίτρινο φόντο, ζωντανό αλλά ξεθωριασμένο, μια πραγματικότητα μέγγενη, ένα πανωφόρι που μπάζει από παντού, σαν τρύπια κουρελού, μοναδικό σκέπασμα για μοναξιές και απώλειες, ο εγκλωβισμός στα απόνερα κρίσης, κοινωνικής, οικονομικής αλλά κυρίως εκείνης που πονάει περισσότερο, που αφήνει χαλάσματα, που ισοπεδώνει, η προσωπική, η εσωτερική κρίση. 
Εκείνη που καμία στατιστική δεν θα ασχοληθεί ποτέ μαζί της, που δεν καταγράφεται επισήμως και αρμοδίως, που δεν μετριέται με μαθηματικούς τύπους. 
Ανακαλύπτεται μόνο στα βλέμματα, στις πράξεις, στις αλλοτριωμένες σχέσεις. Και στην αίσθηση που έχουν οι δρόμοι στα Καμίνια, τον Πειραιά, στην Δραπετσώνα, στην Νίκαια, στην Αθήνα, όταν έχεις συνεπιβάτη την μοναξιά στο αυτοκίνητο της ζωής και είναι αργά πια για να νυχτώσει και νωρίς να ξημερώσει. 
Και μένεις να κοιτάζεις εκείνο το θολό κίτρινο στις λάμπες του δρόμου.

Από «ουφ» σε «ουφ», κάθε ιστορία, γι΄αυτό και όρισε τον δικό της χρόνο η ανάγνωση.

Οι κραυγές που δεν έχουν διαφυγή, που μένουν μέσα, οι εκπτώσεις σε εκείνα που υπήρξαν οδηγός ζωής, το ανώφελο, το πλανημένο, το ανικανοποίητο, το προδομένο. 
Καταγεγραμμένα ένα προς ένα. 
Κι όταν κάποιοι χώροι που διαδραματίζονται είναι και σημεία της προσωπικής σου πορείας και αναφοράς, όταν οι σχέσεις και οι αντιδράσεις των ανθρώπων-ηρώων έχουν εμφανιστεί ολοζώντανες μπροστά σου και πάνω από μια φορές στην πραγματική ζωή, στους χώρους που κινείσαι, που ζεις, που εργάζεσαι, που υπάρχεις, τότε δεν έχει νόημα κανενός είδους «κριτική».

Ευχαριστείς απλά τον συγγραφέα και τον φίλο που σου το πρότεινε. Και κοιτάς πέρα. Αλλού. Εκεί που το κίτρινο ξεφεύγει από το καλό και το κακό, από το δέον και το απευκταίο και μπορεί να δέσει σκέψεις, αισθήσεις, ζωές.

Επειδή τελικά, είναι πολύ μεγάλη υπόθεση να έχεις στο πίσω μέρος του μυαλού σου πως εκείνο το φούσκωμα στο στήθος, εκείνες οι βαθιές ανάσες, εκείνα τα αποτσίγαρα στο τασάκι όσο διάβαζες, εκείνα τα «ουφ», αν μη τι άλλο, τα αισθάνονται κι άλλοι.

(Προτεινόμενη μουσική υπόκρουση: https://www.youtube.com/watch?v=o9lCtkEnf9A )


Παρασκευή 25 Μαΐου 2018

Οι μη μετρήσιμες αμοιβές



Τον Γιαννάκη τον είχε φέρει πρόπερσι ο συνάδελφος άλλης ειδικότητας.
Είχε μείνει στην δευτέρα τάξη από απουσίες.
«Ήσυχος είναι, καλό παιδάκι, όλο χαμογελάει, αλλά δεν τα πάει καλά στα μαθήματα. Έκανε και πολλές απουσίες, μίλησα και με τους γονείς του και τους πρότεινα να έρθει στην δικιά σου ειδικότητα, μήπως κοινωνικοποιηθεί περισσότερο, είναι και η φύση του τομέα σου τέτοια…»
Πιο πίσω η μάνα για την εγγραφή. Αμήχανη, όσο και ο Γιαννάκης που μια κοίταζε κάτω, μια στο παράθυρο, μια στα μάτια με ένα όμορφο, παιδικό και καλοσυνάτο χαμόγελο.

Τα λέγαμε με την μάνα κάμποσες φορές στην περσινή χρονιά, μου είπε για το απότομο κλείσιμο στον εαυτό του στην τρίτη γυμνασίου, για την απώλεια οποιουδήποτε ενδιαφέροντος, για τα λιγοστά λόγια του, για τις υποψίες πως μια κοριτσίστικη απόρριψη τον σημάδεψε, για τους φίλους που τους απομάκρυνε. Μιλήσαμε για τις εβδομαδιαίες συνεδρίες με την ψυχολόγο που πήγαιναν κάθε Πέμπτη πρωί και αργούσε να έρθει στο μάθημα, για τις ατελείωτες προσπάθειες και των δύο γονιών και του μεγαλύτερου αδερφού να τον κάνουν να ενδιαφερθεί για κάτι, να μιλήσει, να πει τι θέλει, για το χαρτί της διάγνωσης που έλεγε για συναισθηματική ωριμότητα μικρότερης ηλικίας και για επιπλέον χρόνο που πρότεινε να του δίνεται όταν γράφει εξετάσεις και αξιολογική επιείκεια.

Κι ο Γιαννάκης στα μαθήματα να κοιτάζει μια το πάτωμα, μία έξω από το παράθυρο και μια στα μάτια. Και να χαμογελάει όμορφα όταν άκουγε κάτι αστείο ή όταν τον ρώταγες κάτι που πάντα μισοαπαντούσε.
Στο τέλος της δεύτερης χρονιάς, είχε κάνει μια παρεούλα με άλλους συμμαθητές, οι δύο μέσα από το τμήμα, πειραζόντουσαν και γελάγανε, έδειχνε πως ίσως κάτι πλέον τον τραβούσε, σε κάτι ανήκε.

Στην τρίτη τάξη πια η μητέρα δεν ξαναήρθε, ο Γιαννάκης τυπικά ήταν ενήλικας και γράφτηκε μόνος του. Η παρεούλα ακόμη υπήρχε, ο Γιαννάκης στα μαθήματα μια κοιτούσε το πάτωμα, μια έξω από το παράθυρο, μια στα μάτια. Και πάντα χαμογελούσε. Μερικές φορές, κινούνταν και ελαφρά μπρος – πίσω, υπακούοντας σε έναν δικό του, εσωτερικό ρυθμό.
Μόνο όταν καμιά φορά στο πλαίσιο των μαθημάτων γινόταν αναφορά σε πραγματικές βιωματικές ιστορίες από τον χώρο των ξενοδοχείων, κάρφωνε το βλέμμα στα μάτια, ρουφούσε κάθε λέξη, κάθε σύσπαση, κάθε ανάσα.

Μιλήσαμε με τον Γιαννάκη πρόσωπο με πρόσωπο μερικές φορές, τυπικά -υποτίθεται- για τα μαθήματα και τις πρωινές του απουσίες που με έφερναν σε δύσκολη θέση, στην πραγματικότητα όμως για να προσπαθήσω να ανιχνεύσω κάτι, οτιδήποτε. Χαμογελούσε και κούναγε το κεφάλι. Έλαμψε το πρόσωπό του μια δύο φορές στην παρομοίωση «Σε εσένα βλέπω ένα άλογο ρε Γιάννη, ένα άλογο κούρσας, αλλά όχι σε ιππόδρομο, σε λιβάδια και πλαγιές, έτοιμο να φύγει με χίλια και να αλωνίσει τα πάντα όλα πάνω κάτω. Αλλά έχω την αίσθηση πως δεν το αφήνεις να τρέξει. Άστο ρε Γιάννη γαμώτο, άστο!...»

Σήμερα, ο Γιαννάκης ήρθε μόνος του να πάρει τον τελευταίο έλεγχο της σχολικής του ζωής, όντας ενήλικας πια.
Κάτσαμε και τα είπαμε λίγο, του ξαναθύμισα τα περί αλόγου, χαμογελούσε κοιτάζοντας περισσότερο στα μάτια και λίγο στο θρανίο (έξω από το παράθυρο, καθόλου).

Είπαμε για τον διαφορετικό χρόνο ωρίμανσης των φρούτων και των ανθρώπων, είπαμε για τεχνικές «σύμπλευσης» με τους γύρω προστατεύοντας ταυτόχρονα τα όμορφα του εαυτού μας, είπαμε για τους ρόλους που καλούμαστε να παίξουμε πλέον στην ζωή και εκτός σχολείου και τις απαιτήσεις που έχει το «έξω από το σχολείο» πια, είπαμε για τον διαρκή αγώνα να βρει κανείς που στέκεται κάθε φορά και τους «αχώνευτους κανόνες του παιχνιδιού».
Μετά, πήρε τον έλεγχο στα χέρια, τον κοίταξε, χαμογέλασε με εκείνο το ωραίο χαμόγελο και τον έβαλε διπλωμένο στο σακίδιό του.
Την ώρα που τον χαιρέταγα μόνο του στην πόρτα ευχόμενος καλή επιτυχία στις εξετάσεις, παίζοντας αμήχανα με το σακίδιό του ρώτησε κοιτάζοντας στα μάτια:

«Θα σας ξαναδούμε ποτέ κύριε;;…»

«Εδώ θα είμαι βρε! Έχουμε και τις εξετάσεις…» και μια σφαλιαρίτσα προσγειώθηκε στον σβέρκο του την ώρα που έφευγε χαμογελαστός.

Ο Γιαννάκης, η Αλίνα, ο Νικόλας, ο Βασιλάκης, η Κική, η Βασούλα, η Εύα, ο Μάνος, η Νατάσσα, ο Δημήτρης, το Χριστινιώ, ο Κωστής, ο,ο,ο, η,η,η…

Όλοι απόντες από εδώ πια, όλοι όμως παρόντες.

Οι μη μετρήσιμες αμοιβές μας.

Εκείνες που αξίζουν πραγματικά.

[…Άνοιξα το ακριανό παράθυρο γρήγορα, το τσιγάρο άναψε μόνο του κι έμεινα να προσπαθώ να σκουπίσω τις ρυτίδες μου και να σκληρύνω πάλι, χωρίς να φαίνομαι.
Είναι που δεν επιτρέπεται το κάπνισμα στα σχολεία. Απ’ έξω τουλάχιστον.
Από μέσα και στάχτη να γίνεις, κανείς δεν θα σου πει κουβέντα…]

Τρίτη 20 Μαρτίου 2018

Ο εφιάλτης της κωλότσεπης



[Polyphia | Nightmare (Official Music Video)]



Η ποίηση είναι τρύπια κάλτσα
χωρίς ζευγάρι
με αιτία το κενό της.
Αυτοσχέδιο μπάλωμα ζωής, με ύφανση πραγματικότητας.
Όπως όταν σου πετάω στο τραπέζι στιγμιαίες φωτογραφίες
κι εσύ μετράς που θα βλεφαρίσεις,
κενός βάρους
προσπαθώντας άτσαλες πιρουέτες
με όλο το σώμα σε κίνηση και το χαμόγελο παγωμένο.
Μια· οι γερασμένες ρυτίδες του μπάρμπα που κοιτάει με θλίψη στους πάγκους της λαϊκής,
Δύο· η παρδαλή και ξεφτισμένη ρόμπα της γιαγιάς που σκουπίζει το πεζοδρόμιο με δυο διαφορετικές παντόφλες,
το πρεζόνι που χαϊδεύει τον αδέσποτο σκύλο· τρία.
Καρέ· με το τσιγάρο στο χέρι της πωλήτριας έξω από το μαγαζί, τυφλά κοιτάζοντας πίσω από τις βιτρίνες της μέρας της,
Πεντάδα· με τον πιτσιρικά που τρέχει γελώντας με χέρια ολάνοιχτα να αγκαλιάσει την μάνα του
Κάλτσες μονές και τρύπιες. Ένα μέγεθος όλες.

Αν θες, θα σου πω και για τα χρώματα της Άνοιξης στο γλαύκωμα του άστεγου,
στο μπλαβί ποδάρι του διαβητικού στα εξωτερικά ιατρεία χωρίς ραντεβού,
στα κυπελάκια με τα ούρα στο μικροβιολογικό σε χέρια που τρέμουν,
στο χαμένο χέρι του Ισπανού αντάρτη που δεν τον περίμενε κανείς,
και στα φασόν κηδειόχαρτα που κάνουν ορατές τις κολώνες της ΔΕΗ.
Έπειτα, -θα ήταν παράλειψη- είναι κι οι χρόνοι
Ιδιαζόντως ιδανικοί και ερήμην δανεισμένοι
που ντύνουν τις λέξεις απουσία, με φόρμα ή και μέτρο,
ξεπεσμένη χορεύτρια
να κάνει πεζοδρόμιο
στην Σόλωνος, την Πανεπιστημίου, την Πέτρου Ράλλη, την Θηβών
ανάμεσα σε παλιά γραπτά φίλων που κάποτε ήταν
σε παλιές φωτογραφίες και σε παλιών ζωών ενθύμια, ακίνητα
σαν μαγνητάκια-σουβενίρ στο ψυγείο,
να περιμένουν πείνα ή δίψα μπας και ανοίξει η πόρτα και κουνηθούν.
Από κεκτημένη ταχύτητα προσκόλλησης.

Ευτυχώς, ηρεμήσαμε κάπως είναι αλήθεια
Όταν στα μεγάλα μας, μάθαμε πως δεν υπάρχουν σημαδιακές μέρες, μόνο στιγμές
που ίσως και να πιστέψαμε κάποτε πως μας ανήκαν
Αν και τελικά, τους ανήκαμε εξαρχής. Από μικροί.
Τόσες παγκόσμιες ημέρες ρε συ και ούτε μια για την Προσωπική Ήττα.
Μόνο γενέθλια και επέτειοι
Ενός κάποιου, ενός κάτι, πάντα όμως αλλουνού

Μαγνητάκια και τρύπιες κάλτσες
Από το Ναύπλιο, την Πάρο, την Σκόπελο
Τα χαμόγελα της σποράς
(Ναι. Εδώ, ευτυχώς φως. Θα συμφωνήσω)
Και το διαρκώς ημιτελές ποίημα της μπαλωμένης κωλότσεπης από αποτύπωμα τσατσάρας.
Ίδιο, εικοσιπέντε χρόνια τώρα.

Τρίχες ποίηση καλή μου
Άλλοθι τρύπιο για το χαμένο μας βλέμμα είναι
Εστιασμένο και γι΄ αυτό ήρεμο
στην πόρτα του ψυγείου
συνήθως ξημερώματα,
χωλή μπαλαρίνα
με φορεμένη μια μόνο κάλτσα.

Τότε είναι που τα μαγνητάκια χορεύουν μόνα τους…

Τετάρτη 21 Φεβρουαρίου 2018

Προσωπικές αναγνώσεις: Πάνος Κουτούλιας - Προϊστορία για έναν (Εκδόσεις Υποκείμενο)

Οι συζητήσεις με τον Κώστα πάντα ήταν μεστές νοήματος.
Η συγκεκριμένη, είχε –ξανά- οδηγηθεί σε μονοπάτια γύρω από την Τέχνη, την Διαλεκτική, την Λογοτεχνία, την Ποίηση.
Συζητούσαμε για τις απίστευτες πένες που βρίσκει κανείς τυχαία στο διαδίκτυο, σε κάτι μπαρ της περιφέρειας, σε κάποιες μαζώξεις των δέκα ανθρώπων, σε τραπέζια φαστ φουντ.
Την γενιά που γράφει αποφεύγοντας την επιφάνεια και δεν γουστάρει να κάνει ντόρο, δεν σκηνοθετεί την γραφή της, δεν ενδιαφέρεται για καμία «σφραγίδα έγκρισης». Την γενιά που καταγράφει τον εγκλωβισμό της και μας τον τρίβει στα μούτρα.
Από εκείνη την κουβέντα, θυμήθηκα σήμερα, για άλλη μια φορά, το:
«Ξέρεις, από αυτή εδώ την γενιά, την πιεσμένη, της κρίσης, θα βγει μια γλώσσα που θα είναι κάτι εντελώς καινούριο. Κάτι που θα έχει το δικό της νόημα, τον δικό της κώδικα, χωρίς παρελθοντικές αγκυλώσεις. Και οι ιερές αγελάδες θα ψάχνονται να καταλάβουν τι γίνεται…»

Εδώ λοιπόν, κάτι έντονο μέσα μου, μου λέει πως έχουμε ακριβώς μια τέτοια περίπτωση.

Ένας νέος –πιο κυριολεκτικά δεν γίνεται- ποιητής που σε βουτάει από το γιακά και το γουστάρεις.
Σε βάζει να ανακαλύψεις ξανά γιατί είναι όμορφη η Ποίηση.
Δεν μπορείς να κάνεις αλλιώς, κεφαλοκλείδωμα η γραφή του.
Από τα γερά, τα ζόρικα, εκείνα που δεν ξεφεύγεις.

Μαζεύοντας λοιπόν τα σαγόνια μου από το πάτωμα, ανάβω τσιγάρο μισοζαλισμένος και  το μόνο που μπορώ να κάνω, είναι να εύχομαι και να ελπίζω και σε επόμενα βιβλία του.

(Υ.Γ.
Τελειώνοντας αυτό το μικρό κείμενο έκανα μια αναζήτηση στο διαδίκτυο και βρήκα μια ωραιότατη και επεξηγηματικότατη κριτική για το βιβλίο.

Απολαύστε την πατώντας εδώ! )