Κυριακή 21 Απριλίου 2024

Έλα να παίξουμε - Δημήτρης Χριστόπουλος, (Το Ροδακιό - 2024)

 


Έχεις καιρό τώρα που δεν τα πας καλά με τις λέξεις.

Σαν να στέρεψαν, σαν να έχασαν το νόημά τους, σαν να περιφέρονται πλέον ερήμην σου τα ίδια σου τα κομμάτια σε μια καθημερινότητα θολή και ανούσια.

Σαν να μην βλέπεις μέλλον.

Σαν να μην έχεις παρόν.

Στο παρελθόν δεν θέλεις να γυρνάς συνέχεια. Δεν θέλεις ακόμη να δηλώσεις συνθηκολόγηση.

Έτσι, οι λέξεις σου βολοδέρνουν από εδώ κι από εκεί σαν άστεγοι κουρελήδες. Δεν ζητούν τίποτα, δεν διεκδικούν, δεν οδηγούν πουθενά. Απλά υπάρχουν. Ερήμην.

Μόνο ένα γύρω-γύρω όλοι παίζουν, χωρίς σκοπό, χωρίς ουσία, χωρίς νόημα.

Δεν θέλεις να ακους λέξεις, δεν θέλεις να λες λέξεις, μπούχτισες από τα κρυμμένα τους, απογοητεύτηκες από τα φανερά τους. Ηζωή κυλάει φιλαράκι. Κι εμείς λέμε πολλά. Και ανούσια. Ανέραστα. Ασυνάρτητα. Ανώφελα.

Όλη σου η προσοχή στην μουσική τελευταία. Ήχοι που αντικαθιστούν γραμματικούς και λόγιους κανόνες, αίτιο και αποτέλεσμα, αρχή-μέση και τέλος.

Από ένα σημείο και μετά μάλιστα, ούτε καν τραγούδια με στίχους δεν θέλεις να ακούς. Κι ας λένε για τα περασμένα σου, ας ξεθάβουν τα παραχωμένα σου. 

Αν ξεπέσουμε στην νοσταλγία, τελειώσαμε.

Έτσι σου λέει το ένστικτό σου, έτσι πράττεις. Αυτό έκανες άλλωστε ανέκαθεν. 

Και πλήρωνες το τίμημα, όποιο κι αν ήταν.

Περιμένει που λες κι ο φίλος ένα κείμενο, του είπες θα το παλέψεις, αλλά δεν σου βγαίνει τίποτα. Σαν να σου έχει ρουφήξει όλο το μέσα σου ο εγκλωβισμός της επιβίωσης.

Από ένστικτο μέσα σε αυτήν την παραζάλη του Τίποτα, παίρνεις και το βιβλίο του Δημήτρη Χριστόπουλου «Έλα να παίξουμε».

Επειδή είσαι σίγουρος πως μόνο για παιγνίδι δεν θα λέει. 

Και κάτι σου λέει πως αν είναι να ξαναβρείς το νήμα του παιγνιδιού των λέξεων, θα σε βοηθήσει η ανάγνωσή του. 

Τουλάχιστον θα το προσπαθήσεις. 

Και έχεις εμπιστοσύνη στον συγγραφέα. 

Σε έχει ξαναγδάρει στο παρελθόν.

Και ξεχειλίσανε από τις σελίδες του οι ένοχες σιωπές, οι αναβολές, οι συμβιβασμοί, τα ανομολόγητα, οι ομορφιές και η σκοτεινιά των απλών πραγμάτων, τα κρυμμένα ζόρια του κόσμου γύρω σου, που άλλα δεν μπορούσες να φανταστείς, άλλα δεν άφηνες να σε αγγίξουν όταν θα έπρεπε, οι ασχήμιες των μέσα κόσμων που δεν είναι απαραίτητα εκείνες που όλοι νομίζουν, οι αλληλουχίες γεγονότων και τυχαίου που σημαδεύουν και καταστρέφουν ζωές, τα απωθημένα και η τιμή τους, τα τραύματα και η σιωπή τους, τα στερεότυπα και η ισοπεδωτική τους φύση, το κόστος του ξεκαθαρίσματος με τον εαυτό σου, το ναύλο για το Πέρασμα, η Σκιά που αφήνει κανείς με την διέλευσή του, το Ταμείο που οφείλει κανείς να κάνει νωρίς. Για να απελευθερωθεί, να ανασάνει, να προχωρήσει.

Και κάπως έτσι, θυμάσαι πάλι και αισθάνεσαι που λες τυχερός, που έχεις μερικούς φίλους που γράφουν λέξεις που σε βοηθάνε να γδέρνεσαι. Να φεύγει η ασχήμια του κόσμου από πάνω σου. Και κυρίως, από μέσα σου.

Και μακαρίζεις τον εαυτό σου που έτυχε και έχεις και μερικούς άλλους φίλους, που αν και δεν γράφουν, βγαίνει χωρίς έλεος και φτιασιδώματα η ζωή στις κουβέντες τους. Ακόμη καλύτερα δε, τις βλέπεις στα μάτια τους και στον τρόπο που τσουγκρίζετε τα ποτήρια σας.

Και παίρνεις μια ανάσα ανακούφισης.

Που το ένστικτό σου τουλάχιστον λειτουργεί ακόμη.

«Τίποτα δεν έχει χαθεί ακόμα. Ονειρεύεσαι.»