Σάββατο 26 Οκτωβρίου 2019

Άσ' το να κυλίσει...



Μάλλον τα καταφέραμε λοιπόν
Υπεραναλύσαμε τα πάντα
Κάθε μικρή και αθέατη πτυχή
Με τάφρους χαοτικούς μοιράσαμε τα από εδώ από τα από εκεί
Κι αφού μαθαμε να πλατσουρίζουμε στους ωκεανούς της πληροφορίας, έπρεπε να μάθουμε να χαρτογραφούμε και τις ξέρες της.
Και τα ύπουλα ρεύματα και τις τάφρους της.

Ζητούμενο πλέον δεν λογίζεται η κολύμβηση, αλλά η τέχνη του να σηκώνεις κύμα. 
Και να επιπλέεις πάνω του.

Έτσι, αγκιστρωθήκαμε στα γνωστά των οικείων
εκείνα που μάθαμε πως είναι ασφαλές να είναι τα δικά μας
εξοβελίσαμε με πολλές τεχνικές τα γνωστά των άλλων στο πυρ το εξώτερο
Να μείνουν στα δικά τους, αυτά τους αναλογούν, δεν μας αφορούν, δεν μας χρειάζονται.

Προπαντώς η χρησιμότητα. Αλλιώς δεν υπάρχει Δόξα.

Επειδή το δικό μας πάντα ήταν πάντα πιο οικείο και με μεγαλύτερη αξία
Χαλυβδώσαμε την βεβαιότητά μας με αίγλη και θυσία των Παλαιών
διεκδικώντας την υπεραξία του αίματος για κατανάλωση και ατομική χρήση.
Μιας και η προσωπική ανακάλυψη έχει κόπο και κόστος
Και δεν υπάρχει σάλιο
Και είναι όλα ζόρικα.
Και που να τρέχεις τώρα.
Ούτε αναλήψεις λοιπόν, ούτε ανακαλύψεις.
Να μάθουμε να τρώμε όπως και ό’τι υπάρχει στο τραπέζι. Που δεν είναι καν δικό μας.

Δεν μπορείς να κοιτάς ταυτόχρονα μέσα και έξω από ένα παραθύρι.

Γι΄αυτό λυτρωνόμαστε με την Τεχνική να βλέπουμε από τις αντανακλάσεις στα τζάμια.

Η βολική αντίληψη της πραγματικότητας μέσα από κατασκευές.

Ακόμη και αν στο δανεικό και τυχαίο οικοδόμημα όλα τρίζουν και διαλύονται σε κομμάτια που καταρρέουν.

Όλα φθορά, όλα σίγουρα, όλα όπως πάντα γίνονταν

Εκεί είναι η βολή, εκεί το απάγκιο, εκεί βρίσκει ανάσα η ψευδαίσθηση.
Αφού, ας το παραδεχτούμε, δεν υπάρχουμε χωρίς ψευδαισθήσεις.
Είτε τις αναγνωρίζουμε εμείς, είτε μας ξέρουν αυτές.
Η παραδοχή και η ομολογία βλέπεις, έχουν άλλο βάρος έξω, άλλο μέσα.
Κι όλα υπερ του αγώνα του καθημερινού ανήκειν.

Κι είναι άβολη αλήθεια πως το καθημερινό δεν σε έχει ανάγκη, δεν σε υπολογίζει, δεν ασχολείται μαζί σου. Σε χλευάζει, σε απεχθάνεται.
Όταν η παράσταση είναι σε εξέλιξη, πάντα η σιωπή είναι δεδομένη.
Οι ρόλοι έχουν μοιραστεί και ο θίασος παίζει.
Ακόμη και ερήμην. Όλων. Και των θεατών ακόμη.

Πάνω από την σκηνή, την όποια σκηνή, πάντα τα σύννεφα περνούν. Πάντα.
Λένε πως μόνο οι αλαφροΐσκιωτοι τα βλέπουν.
Πολλά τα σχήματα, ανάλογα τι θέλει ο καθένας.
Συνήθως, μοιάζουν του Δον Κιχώτη που εφορμά στους Ανεμόμυλους.
Και μαγνητίζουν βλέμματα και ψυχές εκείνων που αντιλαμβάνονται κάτι πέρα από την παράσταση που παίζεται.
Και εμπνέουν συννεφοϊστορίες, φαντασίες, οράματα.

Τέτοια σύννεφα δεν έχουν τελικό προορισμό. παρά μόνο την διάλυσή τους.

Και σχεδόν ποτέ δεν γίνεται αντιληπτή η συνέχεια της έφιππης επέλασης.
Πως δηλαδή, αγωνιά ο Δον, να απελευθερωθεί από το βάρος της πανοπλίας, πίσω από τον τοίχο του Ανεμόμυλου.
Και με το ελαφρύ αεράκι παρέα, εκείνο που διαλύει τα πάντα, να κατουρήσει επιτέλους ελεύθερος πάνω στα στιβαρά τούβλα. 
Κι ο φίλος και σύντροφος Σάντσο Πάντσα πιο δίπλα, να συνδράμει στην ροή της ουσίας και της Ιστορίας, γελώντας σαν παιδί.

Κι ό΄τι έχει τελικά αξία είναι εκείνο το απερίγραπτο αίσθημα συντροφικότητας, απελευθέρωσης και ξαλαφρώματος.

Πως δηλαδή, για ένα κατούρημα γίνονται όλα.