Σάββατο 26 Οκτωβρίου 2019

Άσ' το να κυλίσει...



Μάλλον τα καταφέραμε λοιπόν
Υπεραναλύσαμε τα πάντα
Κάθε μικρή και αθέατη πτυχή
Με τάφρους χαοτικούς μοιράσαμε τα από εδώ από τα από εκεί
Κι αφού μαθαμε να πλατσουρίζουμε στους ωκεανούς της πληροφορίας, έπρεπε να μάθουμε να χαρτογραφούμε και τις ξέρες της.
Και τα ύπουλα ρεύματα και τις τάφρους της.

Ζητούμενο πλέον δεν λογίζεται η κολύμβηση, αλλά η τέχνη του να σηκώνεις κύμα. 
Και να επιπλέεις πάνω του.

Έτσι, αγκιστρωθήκαμε στα γνωστά των οικείων
εκείνα που μάθαμε πως είναι ασφαλές να είναι τα δικά μας
εξοβελίσαμε με πολλές τεχνικές τα γνωστά των άλλων στο πυρ το εξώτερο
Να μείνουν στα δικά τους, αυτά τους αναλογούν, δεν μας αφορούν, δεν μας χρειάζονται.

Προπαντώς η χρησιμότητα. Αλλιώς δεν υπάρχει Δόξα.

Επειδή το δικό μας πάντα ήταν πάντα πιο οικείο και με μεγαλύτερη αξία
Χαλυβδώσαμε την βεβαιότητά μας με αίγλη και θυσία των Παλαιών
διεκδικώντας την υπεραξία του αίματος για κατανάλωση και ατομική χρήση.
Μιας και η προσωπική ανακάλυψη έχει κόπο και κόστος
Και δεν υπάρχει σάλιο
Και είναι όλα ζόρικα.
Και που να τρέχεις τώρα.
Ούτε αναλήψεις λοιπόν, ούτε ανακαλύψεις.
Να μάθουμε να τρώμε όπως και ό’τι υπάρχει στο τραπέζι. Που δεν είναι καν δικό μας.

Δεν μπορείς να κοιτάς ταυτόχρονα μέσα και έξω από ένα παραθύρι.

Γι΄αυτό λυτρωνόμαστε με την Τεχνική να βλέπουμε από τις αντανακλάσεις στα τζάμια.

Η βολική αντίληψη της πραγματικότητας μέσα από κατασκευές.

Ακόμη και αν στο δανεικό και τυχαίο οικοδόμημα όλα τρίζουν και διαλύονται σε κομμάτια που καταρρέουν.

Όλα φθορά, όλα σίγουρα, όλα όπως πάντα γίνονταν

Εκεί είναι η βολή, εκεί το απάγκιο, εκεί βρίσκει ανάσα η ψευδαίσθηση.
Αφού, ας το παραδεχτούμε, δεν υπάρχουμε χωρίς ψευδαισθήσεις.
Είτε τις αναγνωρίζουμε εμείς, είτε μας ξέρουν αυτές.
Η παραδοχή και η ομολογία βλέπεις, έχουν άλλο βάρος έξω, άλλο μέσα.
Κι όλα υπερ του αγώνα του καθημερινού ανήκειν.

Κι είναι άβολη αλήθεια πως το καθημερινό δεν σε έχει ανάγκη, δεν σε υπολογίζει, δεν ασχολείται μαζί σου. Σε χλευάζει, σε απεχθάνεται.
Όταν η παράσταση είναι σε εξέλιξη, πάντα η σιωπή είναι δεδομένη.
Οι ρόλοι έχουν μοιραστεί και ο θίασος παίζει.
Ακόμη και ερήμην. Όλων. Και των θεατών ακόμη.

Πάνω από την σκηνή, την όποια σκηνή, πάντα τα σύννεφα περνούν. Πάντα.
Λένε πως μόνο οι αλαφροΐσκιωτοι τα βλέπουν.
Πολλά τα σχήματα, ανάλογα τι θέλει ο καθένας.
Συνήθως, μοιάζουν του Δον Κιχώτη που εφορμά στους Ανεμόμυλους.
Και μαγνητίζουν βλέμματα και ψυχές εκείνων που αντιλαμβάνονται κάτι πέρα από την παράσταση που παίζεται.
Και εμπνέουν συννεφοϊστορίες, φαντασίες, οράματα.

Τέτοια σύννεφα δεν έχουν τελικό προορισμό. παρά μόνο την διάλυσή τους.

Και σχεδόν ποτέ δεν γίνεται αντιληπτή η συνέχεια της έφιππης επέλασης.
Πως δηλαδή, αγωνιά ο Δον, να απελευθερωθεί από το βάρος της πανοπλίας, πίσω από τον τοίχο του Ανεμόμυλου.
Και με το ελαφρύ αεράκι παρέα, εκείνο που διαλύει τα πάντα, να κατουρήσει επιτέλους ελεύθερος πάνω στα στιβαρά τούβλα. 
Κι ο φίλος και σύντροφος Σάντσο Πάντσα πιο δίπλα, να συνδράμει στην ροή της ουσίας και της Ιστορίας, γελώντας σαν παιδί.

Κι ό΄τι έχει τελικά αξία είναι εκείνο το απερίγραπτο αίσθημα συντροφικότητας, απελευθέρωσης και ξαλαφρώματος.

Πως δηλαδή, για ένα κατούρημα γίνονται όλα.

Κυριακή 29 Σεπτεμβρίου 2019

Ασκήσεις βλέμματος



Τα κινέζικα μαγαζιά με τα πολύχρωμα ρούχα.
Τα υποκαταστήματα για μεταφορά χρημάτων στο εξωτερικό.
Η απίστευτης ομορφιάς εκκλησία του Αγίου Γεωργίου στην Πειραιώς.
Οι μικροί δρόμοι με τα ετοιμόρροπα και εγκαταλελειμμένα αρχοντικά, δίπλα από τον Κεραμεικό
Το παρκάκι που μοιράζεται το συσσίτιο για τους άστεγους.
Τα καταστήματα φτηνής κινητής τηλεφωνίας και ακριβών ανθρώπινων ψευδαισθήσεων.
Η θλίψη στα μάτια εκείνων που στρίβουν στην Σωκράτους.
Οι πρώην φιλικές φιγούρες που κάνουν αναστροφή στο φανάρι μην τυχόν και αναγκαστούν και ξεπεθάνουν χαιρετώντας σε.
Τα κλειστά πια μικρά καφέ γύρω στην πλατεία Καρύτση με κάτι παλιές αφισούλες για συναυλίες που ποτέ δεν πήγες.
Τα σαββατιάτικα ρεμπέτικα πίσω από τον διπλανό Αϊ Γιώργη, δίπλα στον Μωβ Σκίουρο.
Το πλαϊνό φως στα παγκάκια της Κλαυθμώνος και στην αλέα δίπλα από την Στοά του Βιβλίου.
Ο μοναχικός πλανόδιος μουσικός που έπαιζε ούτι στην Κοραή και προσπαθούσε να τρυπήσει τις πλάκες του πεζοδρομίου με το βλέμμα του.
Τα ελαφρώς νοσταλγικά χαμόγελα και ο χαιρετισμός από το απέναντι πεζοδρόμιο με σηκωμένη την σφιγμένη αριστερή γροθιά για χαιρετισμό.
Το άγνωστο πιτσιρίκι στο καρότσι που χαμογελώντας σου πιάνει το χέρι στο φανάρι της Παλαιάς Βουλής.

Ένας πανέμορφος γαλάζιος ουρανός με όλα τα τυχαία συντρόφους. Από παλιά.
Μια αταίριαστη γαλήνη όταν ξαναμαθαίνεις να βλέπεις.
Όπως εκείνα τα μυστηριώδη χαμόγελα των γερασμένων ναυτικών πάνω στις φουρτούνες.
Μάλλον επειδή με το φευγαλέο κοίταγμα πάντα ελάχιστα ζούσαμε.

Σάββατο 7 Σεπτεμβρίου 2019

Θα με γράψεις δάσκαλε;; ...



Δάσκαλε, θα με γράψεις; 
Με θυμάσαι;; Ο Κώστας είμαι. 
Πέντε χρόνια έχω να έρθω από εδώ, από τότε που έχασα για δεύτερη φορά την Τρίτη τάξη από απουσίες. Είχα μπλέξει τότε αλλά δεν το καταλάβαινα. Ερωτευμένος ήμουν, δούλευα και μέσα στην νύχτα, που να ανοίξει το μάτι μου να δω τι έρχεται. Γλυκάθηκα από το χρήμα και την μαγκιά της ημιπαρανομίας, νόμισα πως βρήκα εκείνη την ρωγμή που θα μου άνοιγε το μέλλον μπροστά μου. Κι ας μου τα έλεγες εσύ πως οι ρωγμές είναι επικίνδυνες. Δεν άκουγα. Καταλάβαινα τι έλεγες, το σεβόμουνα, αλλά ήταν οι δικοί σου φόβοι. Όχι οι δικοί μου. Εγώ έβλεπα φώτα, γέλια, ευκαιρίες, λεφτά. Νόμιζα πως δεν θα με έπιανε εμένα.

Δάσκαλε, θα με γράψεις; 
Θέλω να τελειώσω κάτι στην ζωή μου. Που την χαράμισα άδικα. Κρίμα κι άδικο. Και ξέρω πως φταίω. Την έβλεπα να γλιστράει σιγά σιγά από τα χέρια μου την ζωή μου, αλλά νόμιζα πως θα γυρίσει ο τροχός. Στο επόμενο φιξάκι. Το πίστευα. Και γύρισε τελικά. Ανάποδα όμως. Η μάνα μου έλιωσε μέσα σε έναν χρόνο σαν κεράκι. Δεν μίλαγε. Μόνο με κοίταγε. Σαν να είχε καταλάβει, αλλά δεν μπορούσε να κάνει κάτι. Πρέπει να είχαν αρχίσει να φαίνονται πάνω μου τα σημάδια των επιλογών μου. Αλλά δεν έλεγε τίποτα. Τι να πει κιόλας; Μήπως μπορούσε; Τέσσερεις μήνες μετά βρήκαν την κοπελιά μου πεταμένη σε ένα ρέμα. Ήμουν στο νησί τότε, μακριά της, κοίταγα να κάνω κάτι φιλόδοξο με κάτι άκρες που είχα. Μέχρι που βγήκαν τα πιστόλια. Και είπα δεν είμαι για εδώ. Μεσοπέλαγα στο καράβι μου έστειλαν τα νεα. Πήγα να πηδήξω στην θάλασσα αλλά με κρατήσανε. Μέσα μου όμως είχα πηδήξει καιρό πριν. Που είχε ήδη αρχίσει η αλμύρα να με τρώει.

Δάσκαλε, θα με γράψεις;; 
Να πάρω το απολυτήριο και να φύγω. Η φιλόλογος έλεγε πως έγραφα καλές εκθέσεις. Και ζωγράφιζα και καλά. Θα πάω Άμστερνταμ ή Βερολίνο. Μου είπαν κάτι παλιοί, της ηλικίας σου, πως ίσως ακόμη να μπορώ να κάνω κάτι εκεί. Δεν τους πολυπιστεύω γιατί με κοιτάνε με θλίψη. Αλλά όλοι μας τελικά με θλίψη κοιταζόμαστε. Έτσι δεν είναι ρε δάσκαλε; Να, και στα μάτια σου το βλέπω. Δεν θέλω θλίψη δάσκαλε, μια ευκαιρία ακόμη θέλω. Να τα ξαναφτιάξω όλα. Από την αρχή. Δεν θα ενοχλώ, θα έρχομαι στο μάθημα και θα κάθομαι σε μια γωνία. Να σε ακούω και να έχω κάτι. Να ανήκω κάπου ξανά.

Θα με γράψεις δάσκαλε;;
Μόνο αυτό θέλω. Ούτε λεφτά, ούτε δουλειά. Και πώς να δουλέψω δηλαδή πια; Δεν θυμάμαι τι πρέπει να κάνω. Και όλο κολλάω στην μέση του δρόμου. Μόνο όταν σκιτσάρω χαμογελάω. Έχω όμως κάπου να μείνω και αυτό μου αρκεί. Να είχα μόνο και την Τζενούλα θα ήθελα, να είμαστε παρέα. Αλλά αυτό δεν γίνεται πια. Το ξέρω. Κάποια στιγμή θα βρεθούμε πάλι. Και θα πάμε μαζί να τελειώσουμε το σχολείο που κι αυτή έμεινε από απουσίες. Μαζί τις κάναμε άλλωστε. Θα κάτσουμε στο πίσω θρανίο και θα ζωγραφίζουμε πορτρέτα πάλι.

Γράψε με ρε δάσκαλε σε παρακαλώ, γράψε με να χαρείς!...
Καλό παιδί ήμουνα, ποτέ δεν ενόχλησα κανέναν. Κι ας είμαι έτσι τώρα, δεν θα ενοχλώ. 
Θα με γράψεις ρε δάσκαλε;;...

-         - Θα σε γράψω ρε Κώστα… Τετάρτη έχουμε αγιασμό. Εσύ Πέμπτη να είσαι εδώ.
-          -Είσαι σπαθί ρε δάσκαλε. Δεν θα το ξεχάσω ποτέ! Άντε γειά σου!

Το σύστημα είχε κλειδώσει εδώ και δύο ημέρες. Το ήξερε αλλά δεν του το είπε. Δεν χρειαζόταν να ξέρει πως όλα είχαν αλλάξει πια στις εγγραφές. γενικά είχαν αλλάξει. Παντού. Σε όλα. Αλλά όλοι έπαιζαν τους ρόλους της κανονικότητας. Να έχουν κάπου να πατάνε. Η ζωή γινόταν όλο και πιο ψηφιακή πια. Και τα συναισθήματα. Πως έπρεπε να υπάρχουν κωδικοί TAXIS για να γίνει η εγγραφή. Πως η ειδικότητά του είχε πλέον μεταφερθεί σε άλλο σχολείο. Φαινόταν πως δεν θα ξαναερχόταν πάλι. Λίγα δευτερόλεπτα αποδοχής ήθελε μονάχα. Λίγη πραγματική ζωή. Να νιώσει πως δεν τον είχαν διαγράψει όλοι. Αυτό μόνο.

(Τέσσερεις μήνες μετά, πίσω από το σχολείο, δίπλα σε κάτι κάδους και κρατώντας ένα ντοσιέ με πορτρέτα και κάτι υπόλοιπα μολυβιών, το ασθενοφόρο μάζευε άλλη μια σωρό ματαιωμένων ονείρων.)

Δευτέρα 15 Ιουλίου 2019

Ο ΦΙΛΟΣ του ΠΕΔΡΟ - Κώστας Καλημέρης, εκδόσεις Ενύπνιο, 2019



Αν είναι να γράψεις ένα κείμενο για το κείμενο, θα είναι λάθος. Αν είναι να γράψεις ένα κείμενο για τον συγγραφέα, θα είναι δυο φορές λάθος. Αν είναι να γράψεις για τον ήρωά του, θα είναι σαν λάθος που έχει γίνει πριν ακόμη σχηματοποιηθεί η πιθανή απόφαση. Αν τέλος είναι να γράψεις για το story, φοβάμαι πως γίνεσαι «εξηγητής» και θα το ξεσχίσεις το θέμα με ένα λάθος τεράστιο σαν την ανθρώπινη αυταρέσκεια.

Οπότε;

Οπότε, δεν ξέρω. Και ίσως να μην με νοιάζει τελικά να ξέρω. Μου αρκεί να νοιώσω. Και ένοιωσα.
Επειδή τότε είναι που αρχίζει κανείς να «ξέρει». Κι ας μην «μάθει» τελικά ποτέ το Όλο. Που δεν θα το μάθει. Κι αυτό είναι όμορφο.

Κάποια βιβλία δεν περιγράφονται λοιπόν. Τουλάχιστον, όχι με τον συμβατικό τρόπο. Όχι γιατί είναι απερίγραπτα, αλλά γιατί είναι αίσθηση. Ατόφια, καθάρια αίσθηση.
Που κάθε πρότασή τους είναι ικανή να δημιουργεί φυσαλίδες. 
Εγκεφαλικές και συναισθηματικές. 
Και που είναι επικίνδυνες. Χαρούμενα επικίνδυνες. 
Με υπόσχεση λύτρωσης. 
Επειδή μπορεί και να σπάσουν. Και να δημιουργήσουν αιμορραγίες. 
Και η αιμορραγία σημαίνει πως κάτι ζωντανό αρχίζει να αλλάζει κατάσταση, να διασαλεύεται επικίνδυνα η ηρεμία του, να χάνει αργά την υπόσταση που είχε και πρέπει να προσπαθήσει να ξαναϋπάρξει. 
Να Είναι.
Για να σηκωθεί στα πόδια του ξανά, να χορέψει, να ερωτευθεί, να παίξει, να ταξιδέψει, να κλάψει, να ζήσει.

Θα μπορούσε ίσως να πάει επιτέλους ξανά στην Βαρκελώνη, να καπνίσει ένα τσιγάρο του Θεού πάνω σε μια γέφυρα, να κατέβει είκοσι σκαλιά για να μπει σε κάποιο καφενείο με το όνομα Λάθος, σε καφενείο πούλμαν, να μιλήσει με τα μάτια με αγνώστους που γνωρίζονταν κάποτε από πάντα, να χορέψει μισό ζεϊμπέκικο με ένα από τα Εγώ του και τα υπόλοιπα να τραγουδούν Βαμβακάρη, να κλάψει σαν μικρό παιδί από αίσθηση ζωής, να απελευθερωθεί.

Να σταματήσει να είναι Εξηγητής και να προσπαθήσει να ξαναγίνει Ιχνηλάτης.

Το θέμα, η ουσία λοιπόν είναι πέρα από το story, το πλαίσιο, την πλοκή, τις τεχνικές, τις φόρμες και τις μανιέρες ανάγνωσης. 
Έτσι για την ιστορία, όλα τα έχει, αλλά σε μια κατάσταση "όχι ακόμη".
Ορίστε λοιπόν το "οπότε".
Εδώ μιλάμε για την απογύμνωση όλων αυτών μαζί. 
Μιλάμε για ένα πανηγύρι γύρω από τις σχέσεις του Άλλου με το Εγώ, την εικόνα του, με τον συγγραφέα ως αφηγητή και αφαίρεση, με μια Χριστίνα που δεν μιλάει πολύ λέγοντας τα πάντα, ένα «θα γίνει της πουτάνας», ένα παιχνίδι ρόλων, ένα ανακάτεμα αισθ ήσεων και ψυχών, ένα γδάρσιμο τόσο βαθύ που ξαναγεννάει την λαχτάρα να πέσεις κάτω και να κυλιέσαι σαν πιτσιρίκι στο γκαζόν.
Για να ξαναμάθεις τι είναι ζωή. Τι είναι Λόγος. Τι είναι Γλώσσα, Φίλος, Έρωτας, Παιχνίδι, Είμαι, Υπάρχω, Ζω. 
Να συμφιλιωθείς και να αγαπήσεις ξανά τον εαυτό σου, την εικόνα του, τα λάθη του, τις ήττες και τις ανάγκες του, τόσο, που να τον γράψεις τελικά στα παπάρια σου.
Να ξαναορίσεις το χάος της προσωπικής σου Ύπαρξης. Από την αρχή. Κρατώντας όλα τα προηγούμενα σαν μικρούς θησαυρούς. Την αύρα τους. Τα χνάρια τους.

Η αλήθεια είναι πως δεν νομίζω πως ξέρω πολλά, αλλά να, όταν ΠΡΙΝ πιείς καφέ, ΠΡΙΝ ακόμη στεγνώσει το νερό που έριξες στα μούτρα σου, ΠΡΙΝ βάλεις την πρώτη μουσική για να βγάλεις την μέρα, ΠΡΙΝ ανάψεις το πρώτο τσιγάρο, ΠΡΙΝ πεις την πρώτη καλημέρα στους δικούς σου, αν λοιπόν ΠΡΙΝ κάνεις κάτι από όλα αυτά, έχεις πάρει το βιβλίο και είσαι στο μπαλκόνι διαβάζοντας, ρουφώντας λέξεις τυπωμένες, κενά μεταξύ τους, τους ίσκιους τους, εκείνο που εννοούν, που υπονοούν, εκείνο που δεν λένε, όταν είναι ακόμη πρωι και θες να βάλεις να πιείς, ε τότε, οι πιθανότητες είναι πως μάλλον έχεις πέσει πάνω στην Λογοτεχνία αυτοπροσώπως, που σε έχει αρπάξει από τα αχαμνά και σε κοπανάει κάτω, μέσα-έξω, σε στριφογυρίζει με αεροπλανικά κόλπα πάνω από το κεφάλι, σου ταρακουνάει τα σπλάχνα, σου κάνει τα μάτια να εστιάζουν ανεξάρτητα και ταυτόχρονα αλλού, εδώ, εκεί, μπρος, πίσω, σου πυροδοτεί το μυαλό, σε κάνει να θέλεις να γελάσεις κλαίγοντας από ευχαρίστηση και λύσσα, απορία, δέος, σε κάνει ζηλιάρη, ταπεινό, σου κολλάει στα δόντια την φράση "ωνασουγαμήσωρεκερατά..."

Αν μάλιστα έχεις και θράσος, στέλνεις και ένα μήνυμα τύπου «….Να ξέρεις, θα σε μισήσουν πολλοί γι΄ αυτό! Τυχεράκια!» μαζί με αγαπησιάρικα μπινελίκια. Και από θράσος, π’ανάθεμά με, μερικές φορές υπάρχει περίσσευμα.

Απόψε λοιπόν, αισθάνομαι ευλογημένος.
Και δεν υπερβάλλω καθόλου.

Παρασκευή 29 Μαρτίου 2019

Σκιές φωτιάς


Στο ξημέρωμα την αγαπήσαμε  την αυθάδεια
Του Όλα-Τώρα.
Ανεβάσαμε την αμφισβήτηση σε βάθρο, ταχθήκαμε σε σκοπούς και ουτοπίες.
Ερωτευθήκαμε.
Και κάναμε σπονδές.
Όλοι δίπλα-δίπλα, μόνοι μας.
Πλάγιο ακόμη το φώς, μπερδέψαμε μπόϊ με ανάστημα
σπρώχνοντας ασυναίσθητα το έδαφος με τις μύτες των δακτύλων.
Που εντάξει, 
μακρύναμε τους ίσκιους μαγεμένοι από το ολόφωτο της Κόλασης, 
ξεχαστήκαμε σε πολύχρονους ιριδισμούς,
όμως αλλιώτικα πέφτει το φως όταν παίρνει να σκοτεινιάζει.
Μέχρι που νυχτώνει. Εντελώς.

Στην πορεία της μέρας, πολλές καμένες λάμπες μείναν πίσω.
Σε σκοτάδια ξεχασμένα πια.
Δεν συμφέρει και η αντικατάσταση.
Η τέχνη αυτή, με τον καιρό, ξεχάστηκε.
Σκόρπιες, κάτι μικρές έμειναν φωτιές να καίνε έντονα. Για λίγο.
Κι όλο και λιγοστεύουν.
Και φαίνονται αλλιώς σαν ξεμακραίνεις.
Τι να δεις και τι να ζεστάνεις πρώτα;

Κι από αποθέματα; Ποια αποθέματα;

Κάτι βίντεο και φωτογραφίες που βλέπεις και ελπίζεις, είναι από εποχές που υπήρχαν αποθήκες.
Πριν το πλιάτσικο.
Πριν πυρποληθούν οι ανάγκες.

Στα αποκαΐδια γύρω, ένα σωρό οι θράκες. Με σχήματα παράξενα.
Οξυγόνο, έστω και μολυσμένο, υπάρχει ακόμη. Κάνει όμως βαριές τις ανάσες.
Και το «τρίγωνο της φωτιάς», θέλει θερμότητα, οξυγόνο και καύσιμη ύλη.
Μόνο που πλέον κρύωσε ο καιρός και απόμειναν τα κορμιά για καύσιμη ύλη.
Χωρίς εξαιρέσεις.

Ασθενικό πρόσχημα, πως οι σάρκες καίγονται αργά.
Και μυρίζουν άσχημα. Ξεθυμασμένη ναφθαλίνη.

Είναι κι εκείνη η παλιά αγκύλωση για τα δύο μέτρα χώμα που μας αναλογούν.
Που ο μύθος θέλει να είναι του Τόπου σου.
Επειδή στον Τόπο σου, λιώνεις πιο όμορφα.
Λέει.
Που αν μετρήσεις ολάκερο τούτο τον πλανήτη, δεν χωράμε μάνα μου.
Δεν χωράγαμε όρθιοι την ημέρα, πόσο μάλλον ξαπλωμένοι την νύχτα.
Ίσως γι΄αυτό και κάποιοι χαρίζουν εαυτούς.
Στην πρώτη ευκαιρία.
Και γίνανε πολλές οι ευκαιρίες.
Ενσωμάτωσης.
Αλλά και κούραση μεγάλη να βρεθεί χώρος μοναχός.
Ειδικά, όταν το φως γέρνει.

Οπότε, ίσως τελικός σκοπός είναι να κάνουμε ωραίο λείψανο.
Μπας και οι επόμενοι κάνουν καλύτερες σκιές από την θράκα μας.
Μπορεί και να προλάβει να ξημερώσει γι΄ αυτούς.
Να μην τους βρει το χάραμα χωνέμενες θράκες.
Να μην ενσωματωθούν.

Που τελικά, ποτέ δεν ξέρεις.
Ποτέ δεν μαθαίνεις τι το «τελικά» σημαίνει.

Κι αν πλήθυναν όσοι κυκλοφορούν προληπτικά με αναπτήρα στην τσέπη,
υπάρχουν  ακόμη και κάτι μπύρες που μας περιμένουν.
Και κάτι αυτόφωτα χαμόγελα.
Κάτι είναι κι αυτό. 
Μάλλον.

Κι ας έχει αρχίσει να πέφτει βαθύ το σούρουπο. Κι ας έπιασε ομίχλη.

Την σκιά μας και τα μάτια μας.

… και μην μας πιάσουν στον ύπνο μόνο…

Δευτέρα 25 Μαρτίου 2019

Η Πόρτα, Δημήτρης Τσεκούρας, έρμα, 2019


Έφτασε καθυστερημένος. Δέκα λεπτά περίπου. Είδε κόσμο μαζεμένο απ’ έξω. Αρκετοί όρθιοι, μαζεμένοι έξω από την πόρτα.
Κάποιοι ήταν καθιστοί στα εξωτερικά τραπέζια, αλλά μάλλον ήταν άσχετοι με τα τεκταινόμενα. Στους καθιστούς υπερίσχυε η φωνή ενός νεαρού φοιτητή –μάλλον-, wannabe κάτι, που έδινε την αίσθηση πως καπέλωνε τις κουβέντες των υπολοίπων της παρέας του μιλώντας με στόμφο και σιγουριά για το θέμα. Το όποιο θέμα.
Στους ορθίους, υπήρχαν μικρά πηγαδάκια, χαμηλόφωνα, που αισθητικά τουλάχιστον υπερκάλυπταν τις φανφάρες του φοιτητή. Φαίνονταν επιλεκτικοί άνθρωποι, που έχουν φάει στην μάπα διαφορών λογιών λογύδρια και δεν έδιναν σημασία πια.
Και μέσα όμως, φαινόταν κόσμος καθισμένος να παρακολουθεί.
Αγχώθηκε πως η παρουσίαση είχε αρχίσει και τάχυνε το βήμα.
Προσπέρασε με ελιγμούς, άνοιξε την πόρτα και μπήκε. Ο χώρος γνωστός, είχε παρευρεθεί και σε άλλες παρουσιάσεις βιβλίων εκεί.

Με το που μπήκε, κοίταξε το πάνελ και δεν είδε κανέναν γνωστό. Σκάναρε και τους καθισμένους και παρακολουθούντες, ούτε κι εκεί.
Μόλις μάλιστα άκουσε και την φράση από έναν από τους ομιλητές «… στην Μακεδονία, όταν εξέλειπε ο κομουνιστικός κίνδυνος…», τα έχασε τελείως.
Ξανακοίταξε άλλη μια φορά. Το κοινό, δεν φαινόταν να έχει –εξωτερικά τουλάχιστον- κανένα χαρακτηριστικό εκείνων που ήξερε πως θα ήταν στην βιβλιοπαρουσίαση που είχε έρθει να παρακολουθήσει. Δηλαδή, κόκκινα μάτια και κέρατα, μυτερό γενάκι, οπλές τράγου για παπούτσια, μακριές ουρές και τρίαινα στο χέρι.
Δεν υπήρχαν τρίαινες, ούτε μακριές ουρές και οπλές. Αντίθετα ειδε και μερικές γραβάτες. Παλιές.
Φαίνονταν να ήταν «κανονικοί». Θα μου πεις, οι περισσότεροι έτσι φαίνονται. Και εκεί είναι που γίνονται δράματα. Τέλος πάντων.
«Λάθος γαμώ την τύχη μου μέσα!...» μουρμούρισε.
Κοίταξε προς την κλειστή πόρτα που μόλις πριν λίγο είχε διαβεί για να μπει και ξεκίνησε να βγει έξω να ανασάνει και να πάρει ένα τηλέφωνο να δει τι σκατά έγινε.

Ανοίγοντας την πόρτα και ακριβώς απ’ έξω, καθισμένο σε ένα παρτεράκι είδε τον συγγραφέα του βιβλίου. Δεν γνωρίζονταν αλλά τον είχε ξαναδεί. Συναντήθηκαν τα βλέμματά τους και ασυναίσθητα άπλωσε το χέρι του και του συστήθηκε ως «φίλος του φβ».
[Πόσο ξεφτίλα ρε συ; Πόσο; Τι μαλακίες λες του ανθρώπου;]
(Σκάσε ρε, εντάξει, έτσι μου βγήκε. Τι θες τώρα;)
Στην πορεία του ανταμώματος των χεριών, ντράπηκε πολύ, «τι σκατά κάνω τώρα; Τι τον ενοχλώ τον άνθρωπο. Του τα ζαλίζουν τόσοι, εσύ γιατί;». Παρ΄ όλα αυτά η χειραψία ολοκληρώθηκε με αμήχανα χαμόγελα και με κερασάκι την ηλίθια ερώτηση «Τι γίνεται;» για να παίρνει την πρέπουσα απάντηση: «Να εδώ, παρουσιάζουμε ένα βιβλίο μου».
«Ναι, το ξέρω, γι΄αυτό ήρθα» ήταν η απάντηση και του έδειξε το μόλις αγορασμένο βιβλίο.
«Οι άλλοι μέσα, τι φάση;;» ξαναρώτησε.
(Μαλάκα, είσαι και θρασύς! Συνεχίζεις να τον πρήζεις τον άνθρωπο…)
Ήρεμη και στωική η απάντηση «Ε, δεν έχουν τελειώσει οι προηγούμενοι…»
Του ψέλλισε κάτι ανούσιο και αποσύρθηκε στα πεζούλια, να τον αφήσει ήσυχο τον άνθρωπο, με την παρέα του. Θα τον άκουγε μέσα άλλωστε.

Ο φοιτητής εξακολουθούσε τα δικά του.
Οι όρθιες συντροφιές εξακολουθούσαν να εστιάζουν στα δικά τους.
Έμεινε να κοιτάζει την Πόρτα.
Όχι του χώρου της παρουσίασης, αλλά το εξώφυλλο του βιβλίου:

Η Πόρτα – Δημήτρης Τσεκούρας / εκδόσεις «έρμα»

Έστριψε τσιγάρο. Ένα. Το κάπνισε. Μετά και ένα δεύτερο. Το κάπνισε κι αυτό. Ο φίλος δεν θα ερχόταν του είπε στο τηλέφωνο. Καθόταν μόνος στο κρύο πεζούλι κοιτάζοντας μια την πόρτα και μια την Πόρτα.
Το βιβλίο δεν το είχε διαβάσει ακόμη. Από τη πόρτα άρχισαν να βγαίνουν απελπιστικά αργά οι «προηγούμενοι». Ανοιγόκλεινε η πόρτα, μπαινόβγαινε κόσμος. Ανοιγόκλεινε την Πόρτα, αλλά δεν επέτρεπε στον εαυτό του να διαβάσει τίποτα. Όχι εδώ. Όχι τώρα.

Και κάπου εκεί, αισθάνθηκε άσχημα. Για δύο λόγους.

Ο ένας ήταν που, είχε περάσει ένα σαραντάλεπτο από την προγραμματισμένη έναρξη της παρουσίασης του βιβλίου και οι «άλλοι» μέσα δεν είχαν τελειώσει. Και όταν τελείωναν, οι σερβιτόροι θα προσπαθούσαν να ετοιμάσουν λίγο την αίθουσα, ώστε να μπουν οι επόμενοι. Φύγε εσύ - έλα εσύ δηλαδή. Διαδικασία φασόν. Και θεωρούσε πως αυτό ήταν προσβλητικό τόσο για τον κόσμο που περίμενε, όσο -και κυρίως- για τον συγγραφέα.

Ο άλλος λόγος ήταν πως, δεν είχε διαβάσει το βιβλίο. Και αυτό ήταν προσβλητικό για τον ίδιο.
(-Να καταλάβεις τι ρε χάπατο; Αφού δεν το έχεις διαβάσει…
-Σκάσε ρε! Ήρθα τώρα, πάει…)
Και σαν μην έφταναν αυτά, είχε δείξει και θράσος να πάει να του απλώσει την χερούκλα του και να του συστηθεί. Ως «φίλος από το φβ». Δεν του έλεγε καλύτερα· «Καθηγητής και Γονιός – Ερασιτέχνης Πορτιέρης δηλαδή». Πιο πετυχημένο θα ήταν.

Σηκώθηκε και έφυγε. Ήρεμα. Σιωπηλά. Χωρίς δικαιολογίες. Απλά, έφυγε.

Δεν θα ευχαριστιόταν την παρουσίαση, το ήξερε πια μέσα του.

Ίσως μιαν άλλη φορά.
----------------……..------------

Μερικές μέρες μετά αποφάσισε να διαβάσει το βιβλίο.
Είχε φροντίσει βέβαια με προσοχή, να μην διαβάσει από πριν ΚΑΜΙΑ κριτική ή παρουσίαση για το βιβλίο. Ήθελε να έχει το μυαλό «καθαρό». Το δικαιούνταν και ο συγγραφέας και ο ήρωάς του. Και ο ίδιος. Μπας και ξεπλενόταν λίγο κι εκείνη η εντελώς αποτυχημένη «αυτοσύσταση». (Άκου ρε ¨φίλος του φβ¨! Βλάκα, ε βλάκα!...)

Θυμόταν πως ήταν μέρος τριλογίας. Εσωτερικό βιβλίο. Ημερολόγιο. Καταγραφή. Προσωπική. Αλλά όχι μόνο. Με χιούμορ. Ιδιαίτερο. Άλλοτε υποχθόνιο, άλλοτε πιο φανερό. Με σκέψεις οικείες. Κάποιες φορές επικίνδυνα οικείες. Με την οπτική του μέσα και του έξω να μπλέκονται η μια μέσα στην άλλη. Και κινηματογραφικές-σεναριακές αφηγήσεις σε κάποια σημεία. Και αυτοσαρκασμό, αυτοέκθεση, αυτολύτρωση. Μπα, όχι αυτολύτρωση. Αυτοανάλυση και αυτοκριτική. Συνεχή. Κάργα στους συμβολισμούς και στους εσωτερικούς μονολόγους. Και έντεχνα κρυμμένα μέσα, ως κομμάτια του όλου, και θέατρο και ψυχολογία και ψυχανάλυση και καταραμένοι συγγραφείς. Μάλιστα, όταν εντόπιζε κανένα τέτοιο και δεν ήταν σίγουρος, το γκουγκλαρε. Και το έβρισκε. Και χαμογέλαγε για το «συγγραφικό κόλπο» της ενσωμάτωσης. Σαν μικρά τεστ. Αόρατα. Για «αυτοτεστάρισμα» του αναγνώστη. Ωραιότατα.

Του άρεσε αυτή η γραφή. Μέσα από το προσωπικό του φίλτρο, του θύμιζε πολλά. Σκόρπια και χρόνια πίσω, αλλά πολλά. Κάτι φίλους που έφυγαν, κάτι παλιά κόμικ, κάτι παλιά βιβλία κάτι μισά μεθύσια και κάτι βαθιές κουβέντες. Που δεν τελείωσαν ποτέ. Επειδή δεν έπρεπε να τελειώσουν. Επειδή, σκόνταφταν πάνω στο θεμελιώδες ερώτημα: «Από ποια μεριά της Πόρτας είσαι, τι βλέπεις, τι επιθυμείς, που θες να πας, γιατί πρέπει να επιλέξω, ποιος μαλάκας καθορίζει που θα μπαίνουν πόρτες, τι χρήση θα έχουν, πότε τις περνάμε, τι σκατά χρειάζονται στην τελική, ποιος είσαι ρε; - εσύ είμαι ρε βλάκα, τι υπάρχει από την άλλη μεριά, υπάρχει όντως άλλη μεριά;» και τέτοια.

Και για να έρθει να δέσει το όλο σκηνικό της ανάγνωσης, έβαλε στο γιουτουμπ και έπαιζε αποκλειστικά Genesis, Emerson-Lake & Palmer, Pink Floyd.
Ειδικά με τους Floyd, τα The Wall, The Division Bell, The Endless River, έφτιαξε ένα φοβερό προσωπικό soundtrack.

Τελικά, υπάρχει κάτι ιδιαίτερο με τις Πόρτες.
Όσο μυστήριο κρύβουν κλειστές, άλλο τόσο δέος παρουσιάζουν μισάνοιχτες.
Φαντάσου λοιπό τον πανικό όταν δεν υπάρχουν καθόλου. Ή όταν απομυθοποιούνται.
Αμέτρητες οι ιστορίες και οι επιλογές.

Αποφάσισε τελικά, πως καλύτερα που έφυγε στην παρουσίαση. Το διάβασε το βιβλίο και το «βίωσε» μόνος του. Με τον εαυτό του. Όπως πρέπει πρώτα ο καθένας να αναμετριέται. Να αποφασίσει ο καθένας ποια κλειδιά του αντιστοιχούν σε ποιές πόρτες και αν τελικά αξίζουν να υπάρχουν ως τέτοιες. Και γιατί. Και μέχρι πότε.
Και τέτοια ζυγίσματα, καλό είναι να γίνονται πρώτα ιδιωτικά.
Και έντονη η αίσθηση  πως κάπως έτσι θα προτιμούσε και ο ίδιος ο συγγραφέας να «βιωθεί» η ανάγνωσή του. Μάλλον δηλαδή. Στην τελική, ό΄τι ήθελε να πει το είπε. Το τι θα αποθησαυρίσει ο κάθε αναγνώστης, δεν το ορίζει πια. Και δεν τον αφορά ίσως.
Αλλά με τα ιδιαίτερα βιβλία και τις ιδιαίτερες γραφές δεν μπορείς να είσαι και ποτέ σίγουρος 100%.
Όπως και με τις μισάνοιχτες ή ξεχαρβαλωμένες πόρτες.

Εν κατακλείδι· ήξερε πια πως του άρεσε το βιβλίο και θα το ξαναδιαβάσει κάποια στιγμή.
Αυτά και fade out…

Παρασκευή 15 Φεβρουαρίου 2019

Οι Πικροί Άνθρωποι - Νίκος Κυριακίδης, Όστρια, 2018



Ως συναίσθημα δεν περιγράφεται εύκολα. Όπως και η αποτίμησή της. Δεν μεταφέρεται. Δεν δανείζεται. Δεν εξηγείται. Τα συμπτώματά της είναι εκείνα που περιγράφονται πιο εύκολα.
Μπορεί να γίνεται αντιληπτή με διαφορετικούς τρόπους, σε πολλούς και διαφορετικούς ανθρώπους.
Είναι βίωμα η Πίκρα.
Είναι η αναμέτρηση του θέλω με το μπορώ.
Του αξίζω με το έχω.
Του επιθυμώ με το κατάφερα.
Εμφανίζεται πάντα παρέα με την συνειδητοποίηση. Με την έλλειψη εναλλακτικών. Με την αδικία. Με την εξάπλωση της ασχήμιας. Με την αναστολή της ομορφιάς. Με το πέρασμα ανενεργού χρόνου. Με την κατάρρευση των ψευδαισθήσεων. Και με πολλές άλλες αιτίες.
Η δυσκολία περιγραφής της με ξεκάθαρα και στέρεα λόγια, ενισχύουν περισσότερο το εσωτερικότητα της υφής της.
Και όπως γίνεται και σε οτιδήποτε «εσωτερικό», κάπου εκεί, αναλαμβάνει η Τέχνη να καταγράψει. Να εξηγήσει.
Όπως η μουσική, η ζωγραφική, η λογοτεχνία.
Και κυρίως η Ποίηση.
Εκεί κοντά παίζουν τον ρόλο τους και οι Συμβολισμοί.
Οι Επιλογές.
Οι Εικόνες.
Και αρκετά συχνά και το Τυχαίο.
Συνδυαζόμενα έτσι ώστε να κρατήσεις τελικά στα χέρια σου, σε μορφή βιβλίου, το τυπωμένο σε λέξεις θερμικό αποτύπωμα των ανθρώπων μιας πικραμένης χώρας.
Των Πικρών Ανθρώπων.
Που αρκετούς τους ξέρεις, τους έχεις δει, τους έχεις νιώσει.
Κι ας μην τους γνωρίζεις.
Και κάποιους τους είδες και στην παρουσίαση του βιβλίου.
Αναγνωρίζεις το αποτύπωμα που αφήνουν οι ζωντανοί και όσοι θεωρούνται ως τέτοιοι, είτε το γνωρίζουν είτε όχι, είτε παρόντες είτε όχι.
Χαμογελάς πικρά με την σιωπηλή αισθητική των λέξεων ασπρόμαυρη βροχή πάνω από τον βίο και την καθημερινή προσπάθεια ζωής.
Περπατώντας, μουρμουρίζοντας ή τραγουδώντας.
Καθρέπτης ειλικρίνειας  του προσωπικού στο κοινωνικό.
Και το αντίστροφο.
Ένα βιβλίο - φιλικό χτύπημα στην πλάτη, ένα συντροφικό σιωπηλό βλέμμα, μια άτυπη συνοδεία για όσους σκέφτηκαν κάποια στιγμή
«… πως πλησιάζει η επιστροφή στο σπίτι.
Μια ακόμη δύσκολη επιστροφή που όμως αξίζει
Όσο μια ολόκληρη ζωή.
Άχτιστο ακόμη, μα νάχει θέση τ’ όνειρο πως κάτι μετά θα έρθει…»
Κι έχουμε ανάγκη την καταγραφή της αισιόδοξης απαισιοδοξίας μας.
Έχουμε ανάγκη να αισθανόμαστε πως δεν είμαστε μόνοι μας.
Αλλιώς οι ανάσες στην «μαύρη χώρα» μυρίζουν θειάφι και αποσύνθεση.
Και προκαλούν ανυπόφορο το αίσθημα πνιγμού σε όλους όσους «ζούμε με την μύτη».
Γι΄ αυτό και επιμένουμε.
Η επιβίωση περνάει μέσα από την κίνηση, τις λέξεις, τα χρώματα, την θάλασσα.
Κι αυτό που σημαίνουν.
«… Ακόμη υπάρχουν κάποιοι που επιμένουν να παίρνουν τα πόδια τους
Να διασχίζουν την μαύρη χώρα πέρα-δώθε και μέσα στη νύχτα
Ονειρεύονται κάτι γαλάζιο…»
Συνέχεια.
Έστω και ερήμην κάποιες φορές.
Γνωρίζοντας σιωπηλά πως
« …Ο πεθαμένος ήλιος
Ξαναγεννιέται κάθε μέρα»

Ο κώδικας των Πικρών Ανθρώπων, κρύβεται στα μάτια εκείνων που χαμογελούν πικρά ο ένας στον άλλον.
Και δεν χρειάζεται να πουν πολλά.

Πέμπτη 7 Φεβρουαρίου 2019

The Weight (για τους παλιούς φίλους και τους αιώνια περιπλανώμενους)






Συμβαίνει καμιά φορά, να ψάχνεις σε παλιά συρτάρια

Και συμβαίνει καμιά φορά, αυτά τα συρτάρια να σου πετάνε στα μούτρα παλιά χαρτιά, απαντήσεις φίλου πριν από δώδεκα χρόνια, ως μήνυμα σε forum που δεν υπάρχει πια.

Συμβαίνει να τα είχες τυπώσει για να τα διαβάσεις με την ησυχία σου.

Συμβαίνει να τα είχες ξεχάσει

Συμβαίνει ο ίδιος φίλος να λέει πια πως "περασμένα-ξεχασμένα".

Όπως ακριβώς συμβαίνει η ζωή δηλαδή.

Με τις αντινομίες της, τις αλλαγές της, τις συμβάσεις της.

Με το νερό στο κρασί της.

Πρόσωπα περνάνε και φεύγουν.

Και έρχονται άλλα, να κουβαλήσουν με την σειρά τους παλιούς σταυρούς.

Ευτυχώς κάποιοι φίλοι παραμένουν.

Και οι κουβέντες τους εξακολουθούν και σφάζουν...









Δευτέρα 14 Ιανουαρίου 2019

Αντεστραμμένο είδωλο






Δείγμα χαρακτήρα, το να μην ρίχνεις αλάτι στις πληγές των φίλων.
Δείγμα χαρακτήρα το να μην αφήνεις τις δικές σου να κλείσουν.
Όπως το διαρκές και ακούσιο γύμνασμα της περιφερειακής όρασης.
Ευτυχώς, λειτουργεί ακόμη. 
Όση απέμεινε, ακονίζεται.
Έγινε αντανακλαστικό επιβίωσης.
Ζυγίζεται γδαρμένο και βουβό το είδωλό σε βιτρίνες, τζαμαρίες πολυκατοικιών, στον καθρέπτη.
Τα αντεστραμμένα λειτουργούν ως υπενθύμιση.
Κοίτα πως μεγαλώνουν τα μαλλιά και τα νύχια, ακόμη κι όταν η ζωή έχει αποχωρήσει!
Σαν τις φορές που ένα ουφ σου θυμίζει πως υπάρχει ακόμη πορεία.
Άλλωστε, στις ώρες που πονούν το θέμα δεν είναι οι λέξεις, ούτε η χρήση τους.
Είναι η απουσία τους.
Είναι οι σιωπές του ειδώλου και του Άλλου.
Είναι το φορτίο που περιέχουν τα άφωνα.
Η θλίψη του αγόγγυστου.
Η ιχνογράφηση των βλεμμάτων.

Ακούω πως το θέμα είναι που αλλάζουν γοργά οι εποχές και οι συνθήκες.
Λέω πως σέρνονται ύπουλα οι αιτίες και οι συνήθειες.
Που μάθαμε να ζούμε μετρώντας βήματα και απώλειες.

Ίσως και να είναι που ξεχνάμε 
όλο και περισσότερο 
τον τρόπο που ξεπαγώνουν οι ανάσες μας.