Να άρπαζα λέει τώρα ένα μακρύ τιμόνι
και να πήγαινα βόρεια
που έχω καβάτζα ψυχές
Να χτύπαγα δυο τρεις πόρτες να πω ένα γειά μονάχα
κι από ένα σφηνάκι
Ιάκωβο
όρθιοι εκεί στην πόρτα μπροστά και σιωπή
και νύχτα
και μετά στο Μικροχώρι
κι ας είναι και νύχτα
να ξανακούσω πως η ζωή μια φορά μόνο μας δίνεται
και να αδειάσω τον Ιάκωβο μέχρι τέρμα
κι ας γέλαγε κι ας κούναγε το κεφάλι μόνο
κι εγώ σιωπή και δάκρυα που δεν υπάρχει πια ήχος
Και μετά ξανά βορειοδυτικά
στη ρίζα μου
στο ξύλινο το κιβούρι του πιο ψηλά από την λίμνη
κι ας φτάσω νύχτα
να τον δω μια φορά ακόμα να γελάει
και να αγγιχτούν τα μάτια μας
που μου έδωσε ζωή να γίνω
και να με βρίσει γελώντας
και να κλάψουμε αγκαλιά
που με έμαθε να μην σκύβω
και να ουρλιάξω απώλεια
κι ας γυρίζω πίσω μετά όπως κάθε μέρα
σπινιάροντας νεκρά κομμάτια τις αντοχές μου
Στον αέρα και στα χιλιόμετρα να κάνω περιφορά και τριπλή αναστάσιμη λιτανεία
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου