«Την Κυριακή, ξεκινάω να πάω να τον
βρω. Έψαξα λίγο, ξέρω το χωριό που μένει, έμαθα σε ποιον φίλο του θα μιλήσω για
να μεσολαβήσει να τον συναντήσω. Αν τα καταφέρω καλώς, αν όχι, θα αφήσω στον
φίλο το μπουκάλι το τσίπουρο που έφερα από το χωριό να του το δώσει. Δεν θέλω τίποτα
άλλο, μόνο να τον κοιτάξω στα μάτια, να του πω ένα «Γεια» και να του σφίξω το
χέρι. Αυτό.
Είμαι αποφασισμένος να πάω. Δεν μπορεί
να χωρέσει το μυαλό μου πως, για αυτόν τον άνθρωπο, που μου καθόρισε τον τρόπο
σκέψης και αντίληψης, δεν θα κάνω μια προσπάθεια να τον συναντήσω. Και είναι
μεγάλος πια και τα χρόνια περνάνε. Δεν θα συγχωρέσω ποτέ τον εαυτό μου αν δεν το
κάνω.»
Αυτό ήταν το μήνυμα που έστειλα
σε δύο φίλους.
Την Κυριακή ήμασταν τρεις στο
αμάξι, μην πιστεύοντας ακόμη την απόφαση που είχαμε πάρει. Γελάγαμε σαν παιδιά
που κάνουν κοπάνα.
Πήγαμε στο χωριό με την βοήθεια
χάρτη, βρήκαμε τον φίλο του στην ταβέρνα του. Του είπαμε γιατί πήγαμε, πως δεν μας
ξέρει, δεν έχουμε κανονίσει τίποτα, δεν τον θέλουμε τίποτα περισσότερο από το
να του δώσουμε το τσίπουρο και να τους σφίξουμε το χέρι. Κι αν δεν μπορούσε ή
δεν ήθελε που τρεις άγνωστοι, ένας καθηγητής ειδικότητας, ένας γυμναστής και ένας
δάσκαλος -όπως δήλωναν-, εμφανίζονται από το πουθενά να τον ενοχλήσουν
κυριακάτικα, θα το καταλαβαίναμε. Μόνο να, να του έδινε το τσίπουρο και να του
έλεγε ένα «γειά» εκ μέρους μας.
Μας κοίταξε. Μας σκάναρε. Μας είπε
να περιμένουμε λίγο. Πήγε μέσα και του τηλεφώνησε. Σε λίγο βγήκε και μας είπε
πως του είπε να μας παει στο σπίτι του.
Άνοιξε την καγκελόπορτα με την
Ρηνιώ δίπλα του, με ένα τεράστιο χαμόγελο και ένα «Καλώς τους», λες και μας περίμενε
καιρό, λες και είμαστε παλιοί του φίλοι. Εμείς οι άγνωστοι, εμείς οι ξένοι.
Κάτσαμε στο γραφεί του, δίπλα στο
τζάκι. Αρχίσαμε να μιλάμε. Να μάθει λίγο ποιοι είμαστε, τι κάνουμε πως και
αποφασίσαμε να τον επισκεφτούμε. Μας ξέκοψε εξαρχής την προσφώνηση «κύριε…». «Χρόνης»
είπε, «σκέτο Χρόνης!»
Είμαστε «εκπαιδευτικοί» πήρα να
του λέω
«Μην λες εκπαιδευτικοί» με έκοψε.
«Εκπαιδευτές, υπάρχουν μόνο στον στρατό για να μαθαίνουν τους φαντάρους να
σκοτώνουν και στο τσίρκο για να μαθαίνουν στα ζώα να κάνουν πράγματα που είναι
έξω από την φύση τους. Είστε δάσκαλοι και καθηγητές. Δίνετε στα παιδιά πράγματα
πολύ ανώτερα από τους εκπαιδευτές…»
Από τότε, προσπαθώ να βγάλω την
λέξη «εκπαιδευτικός» από το λεξιλόγιό μου. Νομίζω τα καταφέρνω. Καθώς και την
λέξη «σύζυγος». «Τι θα πει σύζυγος; Ζυγός είναι το να είναι δύο άνθρωποι μαζί;
Εξαναγκασμός δηλαδή; Σύντροφος στην ζωή είναι…»
Κάπου εκεί με πήρανε και τα
ζουμιά. Χωρίς προφανή λόγο. Αρχίσανε τα μάτια μόνα τους και τρέχανε ενώ ζήταγα
αμήχανα συγνώμη, σαρανταπέντε χρονών γαϊδούρι να κλαίω σαν μαθητούδι. Οι φίλοι
σοκαριστήκανε. Εκείνος, βούρκωσε μέσα από τα γυαλιά, με κοίταξε κατευθείαν στα
μάτια, κόμπιασε λίγο, αλλά συνέχισε να μιλάει.
Μας είπε πολλά, αρκετά γνωστά ήδη,
άλλα λιγότερο, άλλα καθόλου. Ρουφούσαμε κάθε λέξη του, κάθε ανάσα του, κάθε
βλέμμα του έξω από παράθυρο, κάθε του χάδι στα σκυλιά συντρόφους του που
περιφέρονταν ήρεμα αναμεσά μας, κάθε γλύκα στην φωνή του όταν απευθυνόταν στον
Ρηνιώ, που μαγείρευε και μας είχε διακριτικά αφήσει «να τα πούμε», φροντίζοντας
να έχουμε νερό, καφέδες, γλυκό του κουταλιού.
Μας είπε λεπτομέρειες, γεγονότα,
συμπεριφορές, μικρά μυστικά που σκέπασε ο καιρός και η ιστορία. Όχι όμως η
συνείδηση και η λήθη.
Κάπου εκεί, του ζήτησα αν μπορώ
να πάρω έναν φίλο τηλέφωνο και να του τον δώσω να μιλήσει. «Τι να του πω;;» με
ρώτησε γελώντας. «Μια καλημέρα αρκεί!» τον διαβεβαίωσα. «θα τον κάνουμε
ευτυχισμένο!» Γέλασε. «Πάρ’ τον!» μου είπε. Και του μίλησε όντως για λίγο.
Του υποσχέθηκα πως την επόμενη
φορά που θα ξαναβρεθούμε, θα του κάνω δώρο το «Περι Φαντασίας» του Τάκη Σιμώτα
που είχα διαβάσει εκείνη την περίοδο και του φάνηκε ενδιαφέρον όπως του το
περιέγραψα.
Αργότερα, κάποια στιγμή, πάνω
στην κουβέντα στόλισε με μπινελίκια συγκεκριμένα γνωστά πρόσωπα της πολιτικής για
συγκεκριμένες συμπεριφορές, πράγμα που έκανε την Ρηνιώ να τον μαλώσει γλυκά.
«Άσε με ρε Ρηνιώ, είμαι 80 χρονών
πια, αν δεν τα πω τώρα, αν δεν τα πω στα παιδιά εδώ, πότε θα τα πω;;»
Και γελάγανε γλυκά κι οι δυό τους. Και όλοι μας.
Δεν μας άφησαν να φύγουμε. Μας κράτησαν
για φαγητό. Στιφάδο «λευκό». Μαστόρισσα η Ρηνιώ. Αν και μας ευχαρίστησε για το
τσίπουρο, μας είπε «πίνω παγωμένη τσικουδιά παιδιά. Δεν μου κάθεται καλά το
τσίπουρο. Σας ευχαριστώ πολύ όμως.». Το ήπιαμε σχεδόν όλο εμείς τελικά.
Σηκώθηκε κάποια στιγμή.
«Οι φίλοι ξέρουν πως τέτοια ώρα,
πάω για λίγη ξάπλα. Κι εσείς είστε φίλοι. Ούτε αγκαλιές, ούτε χαιρετούρες.
Καθίστε όσο θέλετε. Θα τα ξαναπούμε…»
Και πήγε να ξαπλώσει. Κάτσαμε
κανένα εικοσάλεπτο ακόμη με την Ρηνιώ. Μιλήσαμε για λίγο ακόμη. Πόση γλύκα αυτή
η γυναίκα!...
Την αγκαλιάσαμε και φύγαμε.
Στο αμάξι, η κουβέντα που ακουγόταν
πιο πολύ από το στόμα μας ήταν η ίδια:
«Δεν το πιστεύω ρε μαλάκα αυτό
που ζήσαμε σήμερα!!!...»
Είχα φτιάξει τις προηγούμενες
μέρες, ειδικά για αυτό το ταξίδι, ένα cd γράφοντας πάνω του «Μικροχώρι» όπως το
χωριό που έμενε. Αυτό ακούγαμε συνέχεια.
Μιλήσαμε στο τηλέφωνο μερικές φορές
ακόμη.
Δυό φορές ξεκίνησα να πάω, με το
βιβλίο που του είχα υποσχεθεί. Και τις δύο φορές με πρόδωσε το αμάξι. Του το
είπα. Γέλαγε. «Δεν πειράζει ρε συ! Την επόμενη!...»
Έφυγε σαν σήμερα το 2012
Το βιβλίο το χάρισα σε φίλο,
εξηγώντας του για πού αρχικά προοριζόταν.
Ελπίζω να το θυμάται.
Το cd «Μικροχώρι»
το έχω ακόμη.
Μου έμεινε και η κουβέντα που είπε
ο γνωστός ηθοποιός απέναντί μου, στον καφέ στην ταβέρνα του φίλου του, μετά από
την κηδεία.
«Είμαστε τυχεροί όσοι τον
γνωρίσαμε…»
Αυτό ακριβώς.