Τετάρτη 26 Ιουνίου 2024

Θε μου η Γιούρα... – Γιάννα Κουκά, εκδόσεις Ιδιώνυμο, 2024

 


Που λες, μάλλον θα πρέπει να είναι η φύση μας τέτοια. Τουλάχιστον, κάποιων.

Να έχουμε πάντα χώρο μέσα μας για εκείνα που οι δικοί μας, οι κατάσαρκα δικοί μας,  ζήσανε.

Να τα σκεφτόμαστε. Να τα αναλύουμε. Να τα ζυγίζουμε. Να τα μετράμε. Ξανά και ξανά.

Και να μας διαλύουν. Να μας πετσοκόβουν. Και μετά, να μας ξανακάνουν. Από την αρχή. Σαν ψηφιδωτό. Ένα-ένα τα σπασμένα κομματάκια. Να μεγαλώνουμε με αυτά. Σε ανάστημα. Να είμαστε.

Το σκέφτομαι και το ξανασκέφτομαι που λες. Εδώ και χρόνια. Και έχω κατασταλάξει στην οπτική μου.

Πως κουβαλάμε μέσα μας δηλαδή, όσα οι δικοί μας άνθρωποι έζησαν, στερήθηκαν, κατάφεραν, έχασαν, αγάπησαν, άφησαν, ήθελαν, πίστεψαν, ονειρεύτηκαν. Κι όταν μας έρχονται στιγμές που μας παίρνει από κάτω, φέρνουμε την μορφή τους ξανά μπροστά μας, βουτάμε το είναι μας στην μνήμη, να πιστοποιήσουμε πως όντως υπήρξαν οι κοινές μας στιγμές που μας καθόρισαν, επιβεβαιώνοντας έτσι πως είμαστε κομμάτι τους, πως είναι κομμάτι μας, πως υπήρξαμε και ζήσαμε. Μαζί. 

Κι επιπλέον κι ας μην μας το ζήτησαν ποτέ κι ούτε θα το ήθελαν, νοιώθουμε πως πάντα θα υπάρχει ένα χρέος.

Όχι σαν βάρος όμως. Σαν υπόσχεση. Σαν αέρινος δεσμός.

Είτε το γνωρίζουμε είτε όχι λοιπόν, είτε το συνειδητοποιούμε είτε όχι, πορευόμαστε στην ζωή μας με την απώλειά τους.

Και θέλουμε να την κάνουμε να αξίζει.

Και θέλουμε να πορευόμαστε με τέτοιον τρόπο που να δίνει νόημα σε όσα μας άφησαν παρακαταθήκη. Σε όσα δεν πρόλαβαν. Που για εμάς τα ήθελαν. Τίποτε για τους ίδιους. Μας δίνει κουράγιο να αισθανόμαστε πως θα είναι κι αυτοί περήφανοι για όσα εμείς με την σειρά μας ετοιμαζόμαστε να αφήσουμε στους επόμενους. Όσο μικρά κι αν είναι. Αρκεί ετούτον τον κόσμο να κάνουν λίγο καλύτερο.

Που λες, είμαστε κάμποσοι που κουβαλάμε μέσα μας τους νεκρούς μας. Σαν οδηγό, σαν πυξίδα. Ανάλαφρους, σαν όμορφα πανέρια με  ανοιξιάτικα λουλούδια. Ανθισμένα κι ευωδιαστά κάθε εποχή.

Ετούτο το μικρό βιβλιαράκι είναι άλλη μια ψηφίδα στο μωσαϊκό εκείνων που πάλεψαν για εμάς πριν από εμάς.

Σπονδή κι εβίβα.


Κυριακή 21 Απριλίου 2024

Έλα να παίξουμε - Δημήτρης Χριστόπουλος, (Το Ροδακιό - 2024)

 


Έχεις καιρό τώρα που δεν τα πας καλά με τις λέξεις.

Σαν να στέρεψαν, σαν να έχασαν το νόημά τους, σαν να περιφέρονται πλέον ερήμην σου τα ίδια σου τα κομμάτια σε μια καθημερινότητα θολή και ανούσια.

Σαν να μην βλέπεις μέλλον.

Σαν να μην έχεις παρόν.

Στο παρελθόν δεν θέλεις να γυρνάς συνέχεια. Δεν θέλεις ακόμη να δηλώσεις συνθηκολόγηση.

Έτσι, οι λέξεις σου βολοδέρνουν από εδώ κι από εκεί σαν άστεγοι κουρελήδες. Δεν ζητούν τίποτα, δεν διεκδικούν, δεν οδηγούν πουθενά. Απλά υπάρχουν. Ερήμην.

Μόνο ένα γύρω-γύρω όλοι παίζουν, χωρίς σκοπό, χωρίς ουσία, χωρίς νόημα.

Δεν θέλεις να ακους λέξεις, δεν θέλεις να λες λέξεις, μπούχτισες από τα κρυμμένα τους, απογοητεύτηκες από τα φανερά τους. Ηζωή κυλάει φιλαράκι. Κι εμείς λέμε πολλά. Και ανούσια. Ανέραστα. Ασυνάρτητα. Ανώφελα.

Όλη σου η προσοχή στην μουσική τελευταία. Ήχοι που αντικαθιστούν γραμματικούς και λόγιους κανόνες, αίτιο και αποτέλεσμα, αρχή-μέση και τέλος.

Από ένα σημείο και μετά μάλιστα, ούτε καν τραγούδια με στίχους δεν θέλεις να ακούς. Κι ας λένε για τα περασμένα σου, ας ξεθάβουν τα παραχωμένα σου. 

Αν ξεπέσουμε στην νοσταλγία, τελειώσαμε.

Έτσι σου λέει το ένστικτό σου, έτσι πράττεις. Αυτό έκανες άλλωστε ανέκαθεν. 

Και πλήρωνες το τίμημα, όποιο κι αν ήταν.

Περιμένει που λες κι ο φίλος ένα κείμενο, του είπες θα το παλέψεις, αλλά δεν σου βγαίνει τίποτα. Σαν να σου έχει ρουφήξει όλο το μέσα σου ο εγκλωβισμός της επιβίωσης.

Από ένστικτο μέσα σε αυτήν την παραζάλη του Τίποτα, παίρνεις και το βιβλίο του Δημήτρη Χριστόπουλου «Έλα να παίξουμε».

Επειδή είσαι σίγουρος πως μόνο για παιγνίδι δεν θα λέει. 

Και κάτι σου λέει πως αν είναι να ξαναβρείς το νήμα του παιγνιδιού των λέξεων, θα σε βοηθήσει η ανάγνωσή του. 

Τουλάχιστον θα το προσπαθήσεις. 

Και έχεις εμπιστοσύνη στον συγγραφέα. 

Σε έχει ξαναγδάρει στο παρελθόν.

Και ξεχειλίσανε από τις σελίδες του οι ένοχες σιωπές, οι αναβολές, οι συμβιβασμοί, τα ανομολόγητα, οι ομορφιές και η σκοτεινιά των απλών πραγμάτων, τα κρυμμένα ζόρια του κόσμου γύρω σου, που άλλα δεν μπορούσες να φανταστείς, άλλα δεν άφηνες να σε αγγίξουν όταν θα έπρεπε, οι ασχήμιες των μέσα κόσμων που δεν είναι απαραίτητα εκείνες που όλοι νομίζουν, οι αλληλουχίες γεγονότων και τυχαίου που σημαδεύουν και καταστρέφουν ζωές, τα απωθημένα και η τιμή τους, τα τραύματα και η σιωπή τους, τα στερεότυπα και η ισοπεδωτική τους φύση, το κόστος του ξεκαθαρίσματος με τον εαυτό σου, το ναύλο για το Πέρασμα, η Σκιά που αφήνει κανείς με την διέλευσή του, το Ταμείο που οφείλει κανείς να κάνει νωρίς. Για να απελευθερωθεί, να ανασάνει, να προχωρήσει.

Και κάπως έτσι, θυμάσαι πάλι και αισθάνεσαι που λες τυχερός, που έχεις μερικούς φίλους που γράφουν λέξεις που σε βοηθάνε να γδέρνεσαι. Να φεύγει η ασχήμια του κόσμου από πάνω σου. Και κυρίως, από μέσα σου.

Και μακαρίζεις τον εαυτό σου που έτυχε και έχεις και μερικούς άλλους φίλους, που αν και δεν γράφουν, βγαίνει χωρίς έλεος και φτιασιδώματα η ζωή στις κουβέντες τους. Ακόμη καλύτερα δε, τις βλέπεις στα μάτια τους και στον τρόπο που τσουγκρίζετε τα ποτήρια σας.

Και παίρνεις μια ανάσα ανακούφισης.

Που το ένστικτό σου τουλάχιστον λειτουργεί ακόμη.

«Τίποτα δεν έχει χαθεί ακόμα. Ονειρεύεσαι.»


Κυριακή 16 Ιανουαρίου 2022

Το χιόνι των Αγράφων - Παναγιώτης Χατζημωυσιάδης (Κίχλη, 2021)

 


Είναι που έχεις μιλήσει γι΄ αυτά, εδώ και πολλά χρόνια με παλιούς που τους πρόλαβες ζωντανούς.

Μετράγανε τα λόγια τους όταν αφηγούνταν. Έβλεπες να υγραίνονται τα μάτια και να κοιτάζουν οι κόρες των ματιών τους πέρα. Που έζησαν στο πετσί τους την φρίκη, το άδικο, την προδοσία.

Σου έχει πει και ο παππούς σου για τις πέντε φορές που τους έκαψαν το σπίτι.

Τις τρεις ο Εθνικός Στρατός, τις δύο ο Δημοκρατικός. Και για τις δύο άδειες που έκρυβε, την μία στην τραγιάσκα και την άλλη στο παπούτσι. Για να περνάει με τον γάϊδαρο από τα μπλόκα των φαντάρων και των ανταρτών, μπας και καταφέρει να βρει κανένα ξύλο να ζεσταθεί η οικογένεια.

Και για τα αδέρφια του σου είχε πει. Τον μεγάλο που αυτοκτόνησε με χειροβομβίδα για να μην τον συλλάβει ο Εθνικός Στρατός και τον μικρό που ήταν φαντάρος νεοσύλλεκτος και τον σκότωσαν οι αντάρτες στην Καρδίτσα. Και τον μεσαίο που δεν άντεξε τον πόνο και κλείστηκε στον εαυτό του.

Και τον πατέρα του, τον προπάππου σου,  που τον έσφαξαν ο Μάϋδες την ώρα που συνόδευε το κοπάδι με τα ζωντανά, επειδή κάποιος τον κατηγόρησε πως έδινε γάλα και πρόβατα στους αντάρτες. Και είχε μείνει όρθιος στον βράχο ουρλιάζοντας «Δεν πέφτω ρε πούστηδες! Δεν πέφτω!!!.». Και δεν έπεσε…

Είναι και που έχεις ρίξει και μια-δυο κλεφτές ματιές στο ημερολόγιο που έπεισες την μάνα σου να γράφει τις ιστορίες της από τα παλιά, όσες έζησε σαν παιδί εκείνες τις ζοφερές ημέρες. Και σου γδέρνει την ψυχή. Με τα ανορθόγραφα γράμματά της και τις παλιακές εκφράσεις και λέξεις. Και όταν σου λέει πως κάθε φορά που γράφει, κλαίει και δεν μπορεί πια…

Αυτά κουβαλάς μέσα σου. Αυτά φουσκώνουν κάθε φορά που ανεβαίνεις στο χωριό και γυρνάς το βλέμμα στα βουνά. Ίσως γι΄αυτό είναι πολλές οι φορές που αναδιπλώνεσαι μέσα σου. Και δεν μιλάς πολύ. Δεν σηκώνεις και πολλά. Και αδιαφορείς που ίσως κάποιοι το μετράνε ως λανθάνοντα ελιτισμό και αποστασιοποίηση λόγω φόβου. Δεν βρίσκεις κανένα νόημα στο να εξηγείς στον καθένα πως τελικά, είναι η ασυναίσθητη αντίδρασή σου από σεβασμό για όλα αυτά που έτυχε να είναι ρίζα σου. Για ανθρώπους και ιστορίες.

Γι’ αυτό και ξέρεις, πως ετούτο το βιβλίο, είχε πολύ σκάψιμο. Πολύ.

Και ακόμη μεγαλύτερο το μάγκωμα ψυχής.

Και για τον συγγραφέα και για τους αναγνώστες.

Που η λογοτεχνία μπλέκει με την βιωμένη Ιστορία.

Και που είναι πολλοί οι άδικα χαμένοι που δεν δικαιώθηκαν ποτέ και κανείς δεν μίλησε γι’ αυτούς.

Άνθρωποι, ψυχές, που πέρασαν σαν αερικά από ετούτο τον τόπο, ή σαν καθάρματα που κατέστρεψαν ζωές.

Συνεισφορά στην Ιστορική Μνήμη ετούτο το βιβλίο.


Σάββατο 20 Νοεμβρίου 2021

Κρατάμε τις μνήμες μας

 


«Την Κυριακή, ξεκινάω να πάω να τον βρω. Έψαξα λίγο, ξέρω το χωριό που μένει, έμαθα σε ποιον φίλο του θα μιλήσω για να μεσολαβήσει να τον συναντήσω. Αν τα καταφέρω καλώς, αν όχι, θα αφήσω στον φίλο το μπουκάλι το τσίπουρο που έφερα από το χωριό να του το δώσει. Δεν θέλω τίποτα άλλο, μόνο να τον κοιτάξω στα μάτια, να του πω ένα «Γεια» και να του σφίξω το χέρι. Αυτό.

Είμαι αποφασισμένος να πάω. Δεν μπορεί να χωρέσει το μυαλό μου πως, για αυτόν τον άνθρωπο, που μου καθόρισε τον τρόπο σκέψης και αντίληψης, δεν θα κάνω μια προσπάθεια να τον συναντήσω. Και είναι μεγάλος πια και τα χρόνια περνάνε. Δεν θα συγχωρέσω ποτέ τον εαυτό μου αν δεν το κάνω.»

Αυτό ήταν το μήνυμα που έστειλα σε δύο φίλους.

Την Κυριακή ήμασταν τρεις στο αμάξι, μην πιστεύοντας ακόμη την απόφαση που είχαμε πάρει. Γελάγαμε σαν παιδιά που κάνουν κοπάνα.

Πήγαμε στο χωριό με την βοήθεια χάρτη, βρήκαμε τον φίλο του στην ταβέρνα του. Του είπαμε γιατί πήγαμε, πως δεν μας ξέρει, δεν έχουμε κανονίσει τίποτα, δεν τον θέλουμε τίποτα περισσότερο από το να του δώσουμε το τσίπουρο και να τους σφίξουμε το χέρι. Κι αν δεν μπορούσε ή δεν ήθελε που τρεις άγνωστοι, ένας καθηγητής ειδικότητας, ένας γυμναστής και ένας δάσκαλος -όπως δήλωναν-, εμφανίζονται από το πουθενά να τον ενοχλήσουν κυριακάτικα, θα το καταλαβαίναμε. Μόνο να, να του έδινε το τσίπουρο και να του έλεγε ένα «γειά» εκ μέρους μας.

Μας κοίταξε. Μας σκάναρε. Μας είπε να περιμένουμε λίγο. Πήγε μέσα και του τηλεφώνησε. Σε λίγο βγήκε και μας είπε πως του είπε να μας παει στο σπίτι του.

Άνοιξε την καγκελόπορτα με την Ρηνιώ δίπλα του, με ένα τεράστιο χαμόγελο και ένα «Καλώς τους», λες και μας περίμενε καιρό, λες και είμαστε παλιοί του φίλοι. Εμείς οι άγνωστοι, εμείς οι ξένοι.

Κάτσαμε στο γραφεί του, δίπλα στο τζάκι. Αρχίσαμε να μιλάμε. Να μάθει λίγο ποιοι είμαστε, τι κάνουμε πως και αποφασίσαμε να τον επισκεφτούμε. Μας ξέκοψε εξαρχής την προσφώνηση «κύριε…». «Χρόνης» είπε, «σκέτο Χρόνης!»

Είμαστε «εκπαιδευτικοί» πήρα να του λέω

«Μην λες εκπαιδευτικοί» με έκοψε. «Εκπαιδευτές, υπάρχουν μόνο στον στρατό για να μαθαίνουν τους φαντάρους να σκοτώνουν και στο τσίρκο για να μαθαίνουν στα ζώα να κάνουν πράγματα που είναι έξω από την φύση τους. Είστε δάσκαλοι και καθηγητές. Δίνετε στα παιδιά πράγματα πολύ ανώτερα από τους εκπαιδευτές…»

Από τότε, προσπαθώ να βγάλω την λέξη «εκπαιδευτικός» από το λεξιλόγιό μου. Νομίζω τα καταφέρνω. Καθώς και την λέξη «σύζυγος». «Τι θα πει σύζυγος; Ζυγός είναι το να είναι δύο άνθρωποι μαζί; Εξαναγκασμός δηλαδή; Σύντροφος στην ζωή είναι…»

Κάπου εκεί με πήρανε και τα ζουμιά. Χωρίς προφανή λόγο. Αρχίσανε τα μάτια μόνα τους και τρέχανε ενώ ζήταγα αμήχανα συγνώμη, σαρανταπέντε χρονών γαϊδούρι να κλαίω σαν μαθητούδι. Οι φίλοι σοκαριστήκανε. Εκείνος, βούρκωσε μέσα από τα γυαλιά, με κοίταξε κατευθείαν στα μάτια, κόμπιασε λίγο, αλλά συνέχισε να μιλάει.

Μας είπε πολλά, αρκετά γνωστά ήδη, άλλα λιγότερο, άλλα καθόλου. Ρουφούσαμε κάθε λέξη του, κάθε ανάσα του, κάθε βλέμμα του έξω από παράθυρο, κάθε του χάδι στα σκυλιά συντρόφους του που περιφέρονταν ήρεμα αναμεσά μας, κάθε γλύκα στην φωνή του όταν απευθυνόταν στον Ρηνιώ, που μαγείρευε και μας είχε διακριτικά αφήσει «να τα πούμε», φροντίζοντας να έχουμε νερό, καφέδες, γλυκό του κουταλιού.

Μας είπε λεπτομέρειες, γεγονότα, συμπεριφορές, μικρά μυστικά που σκέπασε ο καιρός και η ιστορία. Όχι όμως η συνείδηση και η λήθη.

Κάπου εκεί, του ζήτησα αν μπορώ να πάρω έναν φίλο τηλέφωνο και να του τον δώσω να μιλήσει. «Τι να του πω;;» με ρώτησε γελώντας. «Μια καλημέρα αρκεί!» τον διαβεβαίωσα. «θα τον κάνουμε ευτυχισμένο!» Γέλασε. «Πάρ’ τον!» μου είπε. Και του μίλησε όντως για λίγο.

Του υποσχέθηκα πως την επόμενη φορά που θα ξαναβρεθούμε, θα του κάνω δώρο το «Περι Φαντασίας» του Τάκη Σιμώτα που είχα διαβάσει εκείνη την περίοδο και του φάνηκε ενδιαφέρον όπως του το περιέγραψα.

Αργότερα, κάποια στιγμή, πάνω στην κουβέντα στόλισε με μπινελίκια συγκεκριμένα γνωστά πρόσωπα της πολιτικής για συγκεκριμένες συμπεριφορές, πράγμα που έκανε την Ρηνιώ να τον μαλώσει γλυκά.

«Άσε με ρε Ρηνιώ, είμαι 80 χρονών πια, αν δεν τα πω τώρα, αν δεν τα πω στα παιδιά εδώ, πότε θα τα πω;;»

Και γελάγανε γλυκά κι οι δυό  τους. Και όλοι μας.

Δεν μας άφησαν να φύγουμε. Μας κράτησαν για φαγητό. Στιφάδο «λευκό». Μαστόρισσα η Ρηνιώ. Αν και μας ευχαρίστησε για το τσίπουρο, μας είπε «πίνω παγωμένη τσικουδιά παιδιά. Δεν μου κάθεται καλά το τσίπουρο. Σας ευχαριστώ πολύ όμως.». Το ήπιαμε σχεδόν όλο εμείς τελικά.

Σηκώθηκε κάποια στιγμή.

«Οι φίλοι ξέρουν πως τέτοια ώρα, πάω για λίγη ξάπλα. Κι εσείς είστε φίλοι. Ούτε αγκαλιές, ούτε χαιρετούρες. Καθίστε όσο θέλετε. Θα τα ξαναπούμε…»

Και πήγε να ξαπλώσει. Κάτσαμε κανένα εικοσάλεπτο ακόμη με την Ρηνιώ. Μιλήσαμε για λίγο ακόμη. Πόση γλύκα αυτή η γυναίκα!...

Την αγκαλιάσαμε και φύγαμε.

Στο αμάξι, η κουβέντα που ακουγόταν πιο πολύ από το στόμα μας ήταν η ίδια:

«Δεν το πιστεύω ρε μαλάκα αυτό που ζήσαμε σήμερα!!!...»

Είχα φτιάξει τις προηγούμενες μέρες, ειδικά για αυτό το ταξίδι, ένα cd γράφοντας πάνω του «Μικροχώρι» όπως το χωριό που έμενε. Αυτό ακούγαμε συνέχεια.

Μιλήσαμε στο τηλέφωνο μερικές φορές ακόμη.

Δυό φορές ξεκίνησα να πάω, με το βιβλίο που του είχα υποσχεθεί. Και τις δύο φορές με πρόδωσε το αμάξι. Του το είπα. Γέλαγε. «Δεν πειράζει ρε συ! Την επόμενη!...»

Έφυγε σαν σήμερα το 2012

Το βιβλίο το χάρισα σε φίλο, εξηγώντας του για πού αρχικά προοριζόταν. 

Ελπίζω να το θυμάται.

Το cd «Μικροχώρι» το έχω ακόμη.

Μου έμεινε και η κουβέντα που είπε ο γνωστός ηθοποιός απέναντί μου, στον καφέ στην ταβέρνα του φίλου του, μετά από την κηδεία.

«Είμαστε τυχεροί όσοι τον γνωρίσαμε…»

Αυτό ακριβώς.


Τετάρτη 7 Απριλίου 2021

Επιούσιος

 
 Οι όμορφες γραφές με 2€ 
Τα βιβλία φίλων στις "ευκαιρίες" με 4€ πριν περάσει μια διετία 
Δίσκοι που ερωτεύτηκες, πωλούνται σφραγισμένοι με 3€ 
Και πάνω από όλα, δυσκόλεψε και η θλίψη σε ετούτους τους καιρούς. 
Νόμοι της αγοράς και οι αγοραίοι νομοταγείς νέμονται λέξεις και νοήματα. 
Γρήγορα, μηχανικά, επιφανειακά. 
Διεκπεραίωση υποχρεώσεων με άλλοθι την Τέχνη. 
Πόσο να αντέξεις; 
Να κλείνεις τα αυτιά με τις παλάμες, να μην ακούς. 
Φωνάζουν αδιάβαστα τα βιβλία που έστειλαν δώρο οι φίλοι, να τους δώσεις σημασία. 
Που δεν την αντέχουν άλλο την εγκατάλειψη πάνω στο γραφείο. 
Στοχαστική λεξιπενία όμως, δεν μπορείς, δεν σου βγαίνει, τι να κάνεις; 
Μόνη αγωνία η περιχαράκωση. 
Αναμνήσεων και αισθημάτων. 
Έστω, στα ρηχά. 
Άλλωστε, ελάχιστοι βουτηχτές, όλοι κολυμβητές. 
Γέμισε ο τόπος με φορεσιές στα μανταλάκια, δέρματα περισσευούμενα. 
Σε προσφορές. 
Στην τετράδα και ένα δώρο. 
Να αδειάζουν τα ράφια, να μπαίνει καινούριο εμπόρευμα. 
Τέχνη και ομορφιά και στοχασμός και θετικά συναισθήματα και τέτοια, όλα παρωχημένα. 
Παλιά μοντέλα. Αζήτητα. 
Όλα με ετικέτα ένα "άσε με τώρα μωρέ". 
Άλλες οι προτεραιότητες, άλλα τα ζόρια. 
Να βγαίνει ο επιούσιος. Το ψωμάκι μας ρε φίλε. 
Και κάποιοι λίγοι δεινόσαυροι που έχουν απομείνει, περπατούν με το κεφάλι σκυμμένο και θολό. 
Και αποχωρούν κι αυτοί ένας-ένας, σιγά-σιγά. 
Που δεν τους έφταναν ποτέ τα ψίχουλα.
Δεν είναι τίποτα.
Ζωή το λένε...

Παρασκευή 31 Ιουλίου 2020

Ξόδι




Η Τέμπλα σιωπηλή

Καμβάς ενός μεγαλοπρεπούς και απλού ορεινού ορίζοντα.

Συντρόφου, παραστάτη και φρουρού.

Χαμηλότερα παρέλαυναν μνήμες

Απαλά αγκιστρωμένες σε πεταλούδες που συνεχίζαν το ταξίδι τους,

σε μέλισσες που περνούσαν προσηλωμένες,

σε κάτι μερμήγκια που ψάχνουν εδώ και γενιές την συνέχεια τους

Οι φτέρες δίπλα στον φράκτη υποδέχονται ήρεμα όλα τα πρώην

ξαναβαπτισμένα στην νερένια καθαρότητα μιας ζωής

που κυλάει πια ερήμην.

Παντού γύρω «η ζωή να προχωράει χωρίς να κοιτάει την δικιά σου μελαγχολία».

Αφού αργά, τελειωτικά, αμετάκλητα, η ζωή ποτίζει πάντα το χώμα.

Για να ξαναγεννηθεί.

Να συνεχίσει.

Να και το συντριπτικό κάταγμα στο δεξί γόνατο, που δεν τον άφηνε πια να χορεύει ζεϊμπέκικο όπως εκείνος ήξερε.

Το τελευταίο που θυμάμαι να χορεύει, ήταν στον γάμο μου.

Περήφανος γονιός για το μοναχοπαίδι και την νύφη.

Κι αν και δεν λύγιζε παρά ελάχιστα το γόνατο, κατάφερε το μισό τραγούδι.

Μετά βούρκωσε.

Η μάνα χτύπαγε γονατιστή παλαμάκια δακρύζοντας

και να μην μπορεί να βγει άχνα.

Μόνο να σκουπίζω τα μάτια μου.

Όπως και άλλοι συγγενείς.

Τώρα, ούτε χοροί, ούτε τίποτα.

Το στραπατσαρισμένο γόνατο ήταν πια μονάχα ένα σκούρο, ακανόνιστο αποτύπωμα.

Κι όσο η επόμενη γενιά κρεμάει τα ουφ της στον πλάτανο ψάχνοντας κάπου να ακουμπήσει να στηριχθεί, 

η μεθεπόμενη πιο αποφασιστική, πιο ζωντανή, 

μένει προσηλωμένη στην ύστατη τιμή της κάθαρσης.

Με σπουδή βοηθώντας την ροή του νερού

από την πετρόχτιστη βρύση

να ξεκολλήσει επτάχρονες λάσπες,

ξεπροβοδίζοντας ήρεμα υπολείμματα νεκρών ιστών.

Το τυπικό πρέπει να ολοκληρωθεί.

Έτσι μάθαμε εμείς το Χρέος.

Στο ξέπλυμα με κρασί, στο άπλωμα στον ήλιο, στο αεράκι από τα Άγραφα να βοηθάει το στέγνωμα.

Αγκαλιά οι ζωντανοί να ανακατεύουν δάκρυα γενεών κοιτώντας κατάματα τις άδειες πια κόγχες

Μια αίσθηση αρχέγονη, άφοβη, παράξενη

Ένας απίστευτος όγκος συναισθημάτων συμπυκνωμένος σε στιγμές.

Μια συναισθηματική φόρτιση λειψή περιγραφής.

Ένα Πολύ Από Όλα.

Κι ένας ύστατος χαιρετισμός

Μια ακροτελευταία επαφή,

ένα τελευταίο χάδι

κι ένα φιλί

σε ένα κρανίο που κάποτε γέννησε, γέλασε, έκλαψε, έζησε.

Ένα τελευταίο "γειά",

μια τελευταία φράση πριν κλείσει το μεταλλικό καπάκι του οστεοδοχείου.

«Ελπίζω να σε έκανα περήφανο…»

Ένα Χρέος,

ένας αέναος Κύκλος που κλείνει

με εμάς μέσα του

μέσα μας

για να ανοίξει ένας άλλος

για τους επόμενους εμάς.

Για όλους...



Σάββατο 18 Ιανουαρίου 2020

Τα βιβλία της ζωής



Είναι απίστευτα πολλές οι εκδοχές της ιστορίας που μπορεί να έφεραν μαθητικά τετράδια πρώτης δημοτικού με την ετικέττα και το ονοματεπώνυμο της μικρής μαθήτριας ακόμη πάνω τους, ανάμεσα σε διάφορα παλαιά βιβλία στο Βιβλιοπωλείο των Αστέγων.
Θα μπορούσε να ήταν συγκυριακή αβλεψία των γονιών, παντελής αδιαφορία τους, ακόμη ίσως και μια μικρή "δολιοφθορά" από μεριάς της μικρής όταν είδε όλα αυτά τα βιβλία να πακετάρονται για να πάνε κάπου που δεν γνώριζε.
Θα μπορούσε να υπάρχει τραγικό στοιχείο, για μια οικογένεια που ξεκληρίστηκε σε ατύχημα και οι συγγενείς δώρισαν όλα τα βιβλία της βιβλιοθήκής για να μην τα βλέπουν και πικραίνονται.
Θα μπορούσε να είναι προϊόν μια ανεπιτυχούς "μπούκας" από σεσημασμένους που δεν βρήκαν να κλέψουν τίποτα και βούτηξαν τα βιβλία χωρίς να τα κοιτάξουν καν.
Ίσως πάλι να ήταν ένα αποτυχημένο διαζύγιο, ίσως μια απόπειρα οριστικής ρίξης με το παρελθόν.
Ακόμη και η άλλη, η άτσαλη πολύχρωμη παιδική ζωγραφιά του σπιτιού με ουρανό, σύννεφα, πουλιά, δέντρα, λουλούδια και τις σχεδόν ανθρώπινες φιγούρες θα μπορούσε κι αυτή να κρύβει απίστευτα δράματα από πίσω. Ειδικά όταν είναι ταλαιπωρημένα διπλωμένη μέσα σε παλιό βιβλίο "Δικαίου".
Κι όταν ασυναισθητα σηκώνεις το κινητό να τα βγάλεις φωτογραφία -γιατί δεν θα σε πιστεύουν-, κάτι μέσα σου σε κρατάει απο τον λαιμό και σου φωνάζει να μην το κάνεις.
Τρέχα γύρευε τώρα τι.
Μπορεί να ήταν εκείνα τα άτσαλα ωμέγα της μικρής που κάποια είχαν υπογραμμιστεί από την δασκάλα με κόκκινο στυλο, μπορεί το καθαρό και μεγάλο "Μπράβο!!!" της στο γράμμα δέλτα, αλλά μπορεί και οι χαρούμενες φατσούλες στα αυτοκολλητάκια που έβαζε σε ΟΛΑ τα γράμματα απο κάτω.
Μπορεί να ήταν οι -μόνες- ξεκάθαρες και αποφασιστικές μολυβιές στα χαμόγελα των ανθρώπινων σχεδίων στην ζωγραφιά του άλλου παιδιού.
Μπορεί και ο ίδιος ο χώρος, που είναι προσπάθεια ανθρώπων να ξανστηθούν στα πόδια τους.
Ό΄τι και να ήταν πάντως, σε έκανε να σεβαστείς εκείνο το απροσδιόριστα ιερό της στιγμής.
Η στιγμή που η μικρή και ο μικρός έσκυβαν πάνω από το τετράδιο και την ζωγραφιά κρατώντας άτσαλα αλλά με πείσμα το μολύβι για να μάθουν σωστά το "ωμέγα" και να βάλουν φυλλαράκια στα λουλούδια, η στιγμή που κάποια χέρια έπαιρναν αυτά τα βιβλία και τά έβαζαν σε πλαστικές σακούλες και κούτες για να τα ξεφορτωθούν ή να βοηθήσουν αφιλοκερδώς, η στιγμή που κάποια άλλα χέρια τα τοποθετούσαν δίπλα σε άλλα παλιά βιβλία, η στιγμή που κάποιος πυροβολημένος ανακάλυπτε αυτό το καρυδότσουφλο να επιπλέει μέσα σε ωκεανούς σελίδων.
Κι όσο σίγουρος ήσουν πως εκεινα τα βιβλία που εσύ έφερες τα είχες με σπουδή ξεψαχνίσει μη τυχόν και έχει ξεχαστεί τίποτα ανάμεσα στις σελίδες, άλλο τόσο σίγουρος αισθάνθηκες πως με κάτι τέτοια τυχαία, μικρά, παράξενα και όμορφα παίζει η Ζωή και η Λογοτεχνία.
Μπορεί να μην ξέρεις και πολλά, αλλά τουλάχιστον, έμαθες επιτέλους τις στιγμές να τις σέβεσαι όπως τους αξίζει·
Σιωπηλά.