Τα προηγούμενα χρόνια, στην «προ
κρίσης» περίοδο, δεν ήταν να μπω σε βιβλιοπωλείο. Ένα πήγαινα να πάρω, με
πέντε-έξι-επτά έφευγα.
Αν μάλιστα γινόταν και κανένα
παζάρι με παλιά βιβλία πουθενά και το έπαιρνα χαμπάρι, έφευγα με τσάντες. Της κολάσεως
γινόταν κάθε φορά. Μετά άραγμα στον καναπέ ή στο μπαλκόνι όταν ο καιρός το
επέτρεπε και βουτιά στα τυπωμένα κύματα.
Ήταν και μια προσωπική εκτόνωση
και άμυνα στον ψυχαναγκασμό των γιορτών, στα ντυμένα γιορτινά «πρέπει»:
στο να «πρέπει» να αισθάνεσαι «χαρούμενος»,
στο να «πρέπει» να χαμογελάς και να μην είσαι μουρτζούφλης, στο να «πρέπει» να
ψωνίσεις και να καταναλώσεις επειδή «οι μέρες το απαιτούν», στο να «πρέπει» να
βγεις στην αγορά να πάρεις «γεύση» εορτών, στο να «πρέπει» να ευχηθείς σε
συγγενείς και «φίλους» που για ένα χρόνο χέστηκαν που είσαι, τι κάνεις, πως
περνάς, στο να «πρέπει» να βρεις τα σωστά δώρα γιατί «οι μέρες το απαιτούσαν», στο
να «πρέπει» δείξεις «ανθρώπινο πρόσωπο» και να βοηθήσεις τους αδύναμους και τους
πένητες, άσχετα με το αν με κάποιος τρόπο εσύ το έκανες ήδη όλο τον υπόλοιπο
χρόνο, τώρα θα έπρεπε να το κάνεις λόγω ημερών ΜΑΖΙ με όλους εκείνους που καρφάκι
δεν τους καιγόταν πριν, να συμπλεύσεις δηλαδή με την εορταστική υποκρισία.
Αυτά παλιά.
Τώρα που οι αντοχές έχουν πιάσει
πάτο, τώρα που μετράω και ξαναμετράω τα φράγκα που δεν βγαίνουν και βάζω χέρι στους
κουμπαράδες των παιδιών και την ψωροσύνταξη της μάνας μου και κιχ δεν «δικαιούμαι»
να βγάλω επειδή είμαι από τους προνομιούχους που έχουν δουλειά, τώρα που αυξήθηκαν
σε απίστευτο βαθμό οι φίλοι που δεν την βγάζουν παρά μόνο με δανεικά, τώρα που λόγω
βιώματος και όχι απλής «άποψης» σιχάθηκα ακόμη περισσότερο διάφορες «κάστες»
συνδικαλιστών, πολιτικών, «πολιτικών», τύπων του στυλ «εγώ δεν είμαι, αλλά...»,
κάτι απίστευτους δήθεν και κάτι εντελώς φελλούς που αγωνίζονται να επιπλεύσουν
και να κάνουν ύπτιο στα βοθρόνερα, κάτι τελεμέδες που έχουν το θράσος να
προσπαθούν ακόμη να πουλήσουν μαγκιά και αντριλίκι και φύκια για μεταξωτές
κορδέλες, κάτι ραγιάδες που μαζί με την ψευδαίσθηση της «επιτυχίας και του
ονείρου» τους έφυγε όλη η μαγκιά και ο τσαμπουκάς, κάτι γλοιώδεις τύπους που
ψάχνουν να πατήσουν πάνω στην δυστυχία του άλλου για να «σωθούν» οι ίδιοι, τώρα
λοιπόν που πέφτουν ένα-ένα τα άχρηστα λέπια του εφησυχασμού και της ψεύτικης
δηθενιάς του «ευ ζην» σαν νεκρές φολίδες από το δέρμα μας, τώρα, όλα εκείνα τα
βιβλία που έχω καβατζώσει τόσο καιρό με κοιτάζουν με κοροϊδευτικό υφάκι και
θέλω να τα πάρω και να σχίσω σελίδα-σελίδα κι ας είναι πολλά αδιάβαστα ακόμη.
Που να διαβάσω τίποτα δεν με
συγκινεί
Που να γράψω κάτι δεν μου βγαίνει
Κι αν γράψω κάτι, δεύτερη φορά δεν με κοιτάζω
Που κολλάνε τα δάχτυλα στις χορδές
και δεν
Πού τόση αγάπη δίπλα μου δεν
μπορώ να την εσωτερικεύσω
Που αδιαφορώ για το αν η μαυρίλα
μου έξω από το σπίτι χαλάει ζαχαρένιες
Μόνο να βλέπω ουρανό θέλω και
σύννεφα
Και την Λίμνη να με καθρεπτίζει
ανάποδα μέσα μου
Και να φεύγω
Ένα εξώφυλλο μου λείπει μόνο
Να το ντυθώ, να με σχίσω σελίδα-σελίδα
και να με αφήσω στους αέρηδες
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου