Ντρέπομαι όταν γυμνός
ποζάρω σε σάρκινες οθόνες
Νομίζω
πως θέλουν απάντηση
Μόνο αυτές
έχω όμως. Με μάτια δάχτυλα
Γρατζουνισμένες, ασταθείς, με πιτσιλιές αλκοόλ στα πλήκτρα
και πινέλα στραβοφτιαγμένα
τσιγάρα.
Καπνός σαν
ζωή ζωγραφισμένος. Άϋλος.
Με ενοχλεί ο θόρυβος του καμβά και κάνω οικονομία δυνάμεων
γι’ αυτό πληκτρολογώ νυχτερινά κατάγματα
μέσα στα πλήθη πολύχρωμων πληγών
Φοβάμαι μην έχουν τίποτα
μεταδοτικό και υποτροπιάσουν οι δικές μου
έτσι
ότι αξίζει να γίνει το κάνω στα σιωπηλά. Άηχος.
Για αντίδοτο το ξημέρωμα μαζεύω σκόρπια σύννεφα,
τα δένω φουλάρι στον λαιμό κι η
φωνή μου βρέχει μπλουζ. Ασπρόμαυρα.
Με την μουσική δεν τα πας και πολύ καλά και πρέπει να εξηγώ τις
νότες σε χρώματα
Όταν σκουριάσουν οι χορδές, δεν
έχει νόημα το κούρδισμα, δεν εξηγείς τίποτα
Έτσι, κάθε απόγευμα μετά τις
επτά, σου μουρμουρίζω στίχους και ρυθμούς
σε χρώματα
παστέλ που μαραζώνουν τις σιωπές
Αν ουρλιάξω,
δεν θα σου απομείνω τίποτα
μια άδεια παλέτα
παγωμένη στο
μαύρο