Τετάρτη 26 Ιουνίου 2024

Θε μου η Γιούρα... – Γιάννα Κουκά, εκδόσεις Ιδιώνυμο, 2024

 


Που λες, μάλλον θα πρέπει να είναι η φύση μας τέτοια. Τουλάχιστον, κάποιων.

Να έχουμε πάντα χώρο μέσα μας για εκείνα που οι δικοί μας, οι κατάσαρκα δικοί μας,  ζήσανε.

Να τα σκεφτόμαστε. Να τα αναλύουμε. Να τα ζυγίζουμε. Να τα μετράμε. Ξανά και ξανά.

Και να μας διαλύουν. Να μας πετσοκόβουν. Και μετά, να μας ξανακάνουν. Από την αρχή. Σαν ψηφιδωτό. Ένα-ένα τα σπασμένα κομματάκια. Να μεγαλώνουμε με αυτά. Σε ανάστημα. Να είμαστε.

Το σκέφτομαι και το ξανασκέφτομαι που λες. Εδώ και χρόνια. Και έχω κατασταλάξει στην οπτική μου.

Πως κουβαλάμε μέσα μας δηλαδή, όσα οι δικοί μας άνθρωποι έζησαν, στερήθηκαν, κατάφεραν, έχασαν, αγάπησαν, άφησαν, ήθελαν, πίστεψαν, ονειρεύτηκαν. Κι όταν μας έρχονται στιγμές που μας παίρνει από κάτω, φέρνουμε την μορφή τους ξανά μπροστά μας, βουτάμε το είναι μας στην μνήμη, να πιστοποιήσουμε πως όντως υπήρξαν οι κοινές μας στιγμές που μας καθόρισαν, επιβεβαιώνοντας έτσι πως είμαστε κομμάτι τους, πως είναι κομμάτι μας, πως υπήρξαμε και ζήσαμε. Μαζί. 

Κι επιπλέον κι ας μην μας το ζήτησαν ποτέ κι ούτε θα το ήθελαν, νοιώθουμε πως πάντα θα υπάρχει ένα χρέος.

Όχι σαν βάρος όμως. Σαν υπόσχεση. Σαν αέρινος δεσμός.

Είτε το γνωρίζουμε είτε όχι λοιπόν, είτε το συνειδητοποιούμε είτε όχι, πορευόμαστε στην ζωή μας με την απώλειά τους.

Και θέλουμε να την κάνουμε να αξίζει.

Και θέλουμε να πορευόμαστε με τέτοιον τρόπο που να δίνει νόημα σε όσα μας άφησαν παρακαταθήκη. Σε όσα δεν πρόλαβαν. Που για εμάς τα ήθελαν. Τίποτε για τους ίδιους. Μας δίνει κουράγιο να αισθανόμαστε πως θα είναι κι αυτοί περήφανοι για όσα εμείς με την σειρά μας ετοιμαζόμαστε να αφήσουμε στους επόμενους. Όσο μικρά κι αν είναι. Αρκεί ετούτον τον κόσμο να κάνουν λίγο καλύτερο.

Που λες, είμαστε κάμποσοι που κουβαλάμε μέσα μας τους νεκρούς μας. Σαν οδηγό, σαν πυξίδα. Ανάλαφρους, σαν όμορφα πανέρια με  ανοιξιάτικα λουλούδια. Ανθισμένα κι ευωδιαστά κάθε εποχή.

Ετούτο το μικρό βιβλιαράκι είναι άλλη μια ψηφίδα στο μωσαϊκό εκείνων που πάλεψαν για εμάς πριν από εμάς.

Σπονδή κι εβίβα.


Κυριακή 21 Απριλίου 2024

Έλα να παίξουμε - Δημήτρης Χριστόπουλος, (Το Ροδακιό - 2024)

 


Έχεις καιρό τώρα που δεν τα πας καλά με τις λέξεις.

Σαν να στέρεψαν, σαν να έχασαν το νόημά τους, σαν να περιφέρονται πλέον ερήμην σου τα ίδια σου τα κομμάτια σε μια καθημερινότητα θολή και ανούσια.

Σαν να μην βλέπεις μέλλον.

Σαν να μην έχεις παρόν.

Στο παρελθόν δεν θέλεις να γυρνάς συνέχεια. Δεν θέλεις ακόμη να δηλώσεις συνθηκολόγηση.

Έτσι, οι λέξεις σου βολοδέρνουν από εδώ κι από εκεί σαν άστεγοι κουρελήδες. Δεν ζητούν τίποτα, δεν διεκδικούν, δεν οδηγούν πουθενά. Απλά υπάρχουν. Ερήμην.

Μόνο ένα γύρω-γύρω όλοι παίζουν, χωρίς σκοπό, χωρίς ουσία, χωρίς νόημα.

Δεν θέλεις να ακους λέξεις, δεν θέλεις να λες λέξεις, μπούχτισες από τα κρυμμένα τους, απογοητεύτηκες από τα φανερά τους. Ηζωή κυλάει φιλαράκι. Κι εμείς λέμε πολλά. Και ανούσια. Ανέραστα. Ασυνάρτητα. Ανώφελα.

Όλη σου η προσοχή στην μουσική τελευταία. Ήχοι που αντικαθιστούν γραμματικούς και λόγιους κανόνες, αίτιο και αποτέλεσμα, αρχή-μέση και τέλος.

Από ένα σημείο και μετά μάλιστα, ούτε καν τραγούδια με στίχους δεν θέλεις να ακούς. Κι ας λένε για τα περασμένα σου, ας ξεθάβουν τα παραχωμένα σου. 

Αν ξεπέσουμε στην νοσταλγία, τελειώσαμε.

Έτσι σου λέει το ένστικτό σου, έτσι πράττεις. Αυτό έκανες άλλωστε ανέκαθεν. 

Και πλήρωνες το τίμημα, όποιο κι αν ήταν.

Περιμένει που λες κι ο φίλος ένα κείμενο, του είπες θα το παλέψεις, αλλά δεν σου βγαίνει τίποτα. Σαν να σου έχει ρουφήξει όλο το μέσα σου ο εγκλωβισμός της επιβίωσης.

Από ένστικτο μέσα σε αυτήν την παραζάλη του Τίποτα, παίρνεις και το βιβλίο του Δημήτρη Χριστόπουλου «Έλα να παίξουμε».

Επειδή είσαι σίγουρος πως μόνο για παιγνίδι δεν θα λέει. 

Και κάτι σου λέει πως αν είναι να ξαναβρείς το νήμα του παιγνιδιού των λέξεων, θα σε βοηθήσει η ανάγνωσή του. 

Τουλάχιστον θα το προσπαθήσεις. 

Και έχεις εμπιστοσύνη στον συγγραφέα. 

Σε έχει ξαναγδάρει στο παρελθόν.

Και ξεχειλίσανε από τις σελίδες του οι ένοχες σιωπές, οι αναβολές, οι συμβιβασμοί, τα ανομολόγητα, οι ομορφιές και η σκοτεινιά των απλών πραγμάτων, τα κρυμμένα ζόρια του κόσμου γύρω σου, που άλλα δεν μπορούσες να φανταστείς, άλλα δεν άφηνες να σε αγγίξουν όταν θα έπρεπε, οι ασχήμιες των μέσα κόσμων που δεν είναι απαραίτητα εκείνες που όλοι νομίζουν, οι αλληλουχίες γεγονότων και τυχαίου που σημαδεύουν και καταστρέφουν ζωές, τα απωθημένα και η τιμή τους, τα τραύματα και η σιωπή τους, τα στερεότυπα και η ισοπεδωτική τους φύση, το κόστος του ξεκαθαρίσματος με τον εαυτό σου, το ναύλο για το Πέρασμα, η Σκιά που αφήνει κανείς με την διέλευσή του, το Ταμείο που οφείλει κανείς να κάνει νωρίς. Για να απελευθερωθεί, να ανασάνει, να προχωρήσει.

Και κάπως έτσι, θυμάσαι πάλι και αισθάνεσαι που λες τυχερός, που έχεις μερικούς φίλους που γράφουν λέξεις που σε βοηθάνε να γδέρνεσαι. Να φεύγει η ασχήμια του κόσμου από πάνω σου. Και κυρίως, από μέσα σου.

Και μακαρίζεις τον εαυτό σου που έτυχε και έχεις και μερικούς άλλους φίλους, που αν και δεν γράφουν, βγαίνει χωρίς έλεος και φτιασιδώματα η ζωή στις κουβέντες τους. Ακόμη καλύτερα δε, τις βλέπεις στα μάτια τους και στον τρόπο που τσουγκρίζετε τα ποτήρια σας.

Και παίρνεις μια ανάσα ανακούφισης.

Που το ένστικτό σου τουλάχιστον λειτουργεί ακόμη.

«Τίποτα δεν έχει χαθεί ακόμα. Ονειρεύεσαι.»