Σάββατο 23 Αυγούστου 2014

Η άλλη πλευρά του φεγγαριού (λήψη τρίτη και κλείσιμο)





(... Συνέχεια από Δεύτερη Λήψη...)

Μια ακόμη νύχτα κρεματόριο
                                    ξηλώνει ουρλιαχτά πεζοδρόμια.
Κι αν δεν τολμάς να κοιτάς στα μάτια,
                                                            αυτήξέρει πως. Πριν ακόμα.
Σε κάθε πληγωμένο βήμα στήνει μπλόκο ,
με την σκοτεινή πλευρά του φεγγαριού σε εντεταλμένη υπηρεσία
να με κρατά σε μια θλίψη εγρήγορση και να μου κάνει αναγνώριση στοιχείων.
Με στριμώχνει στα σκοτεινά
και μου κάνει αλκοτέστ,
με το περίσσιο θράσος της ανέπαφης γκόμενας,
εκείνης που στο ξύπνιο μας ποτέ δεν πατήσαμε,
χαμογελάει μελανά μάτια,
με συνοδεύει ανάμεσα στα δέντρα του πάρκου,
                                                ως μόνιμη πορεία μελλούμενου ζώντος,
παραδομένες πληγές τα χαραγμένα αρχικά μας,
εκεί που τα καλοκαιρινά βράδια παραχώναμε την αθωότητά μας.
Με μαύρες κόρες κι άσπρους γιούς ζητάει αποδείξεις.
Αν μετάνιωσα,
αν εξακολουθώ να γυρίζω άσκοπα
κι αν περνάω συχνά από εδώ.
Με ελέγχει.
                                    Κεντάει υποψία το μυαλό μου κι όλα του τα σφραγισμένα,
με δένει σε μια ασθενική δέσμη φωτός,
                                                και με ανακρίνει μέχρι εξάντλησης.
Ψάχνει αν έχει απομείνει τίποτε αυθεντικό πάνω μου
και στην σιωπή μου άχνα δεν βγάζει.

Κι όταν αρχίζω να ψελλίζω δικαιολογίες
πως δεν ξέρω πια τίποτα,
πως έχω μια καινούρια ταυτότητα εδώ και καιρό,
κι απόκτησα  με μικρές παλιές παραχωρήσεις, ένα καθάριο κούτελο – διαπιστευτήριο,
                                                “Ανεπαρκές” μου γνέφει,
όπως όλα τα μικρά ψέματα της ζωής μας.
Κι η συντήρησή τους στοιχίζει πολλά.
Τραυλίζω πως έχω κι άλλα άλλοθι.
Ένα μέτωπο με δυο βαθιές ζάρες κι αμέτρητες μικρότερες,
έστω κι αν στα ζόρικα εξακολουθεί να γυαλίζει έντονα ιδρώτα και με δείχνει ύποπτο.
Κι ένα αμήχανο και άτσαλο χαμόγελό από συνήθεια,
που επιβαρύνει την θέση μου με κάνει να φαίνομαι ανήθικα φευγάτος,
                                                            μόνιμα με λανθασμένο συγχρονισμό.
                                                                                                            Αδιαφορεί.
                        Δεν πιάνει τίποτα. Την νύχτα οι δικαιολογίες στερεύουν.

Σαν τους κρατήρες χάσκουν οι παλιές πληγές,
σκόρπιες κι ανάκατες,
η μια πάνω στην άλλη. Ζωές.
Μοναξιές σε τροχιά
και μια υποψία θάλασσας με υπόγεια νερά να κυλούν,
άμμος τώρα και πεθαμένες πέτρες.

Από καιρό σε καιρό φυσάει ανάσες,
παρέα με κάτι ξεχασμένα ροκ του ‘70 και του ’80,
και όσους ματαίωσαν τα φευγιά τους να στέκουν,
και να περιμένουν κάποια άκατο να προσεληνωθεί.
Και κάθε που έχει πανσέληνο, όσοι πνιγμένοι από τις αναβολές,
της γυρνάμε πλάτη απελπισμένοι,
να βλέπουμε τουλάχιστον αυτό που αντέχουμε·
την σκιά μας,
και να φανταζόμαστε πως επιτέλους κατακτήσαμε την άλλη πλευρά.
Ο Αύγουστος συνήθως μας κάνει αυτή την χάρη δυό φορές,
εμείς πάλι στον εαυτό μας καμία – αχάριστα ρεμάλια και δεινόσαυροι, τι περίμενες;

Μας μένει ένα μαύρο εξώφυλλο βινυλίου στα χέρια
να διαχέει πρισματικά το φως
σε Ότι Χρώμα Σου Αρέσει,
όσο ο Χρόνος εξακολουθεί και περνάει τα πρωινά άτσαλα
κι αναίτια υπομονετικά
κι ευτυχώς που έχουμε δικές μας κάποιες νύχτες ακόμη,
ή τέλος πάντων ότι απέμεινε κι απ’ αυτές,
κι έτσι πορευόμαστε όπως όπως.
Στο Τρέξιμο,
και μόνιμη την ανατριχίλα στην Μεγάλη Εμφάνιση στον Ουρανό
και την Ανάσα της.

Μίλα μου,
γιατί όλο και περισσότερο μένουν άφωνες οι σκιές μας,
κι Εμείς κι Αυτές
κι όλα τα λόγια μας ξεμακραίνουν μαζί τους.

Το ξέραμε άλλωστε από τις πρώτες νότες
πως θα τελειώσει κάπως έτσι·
Εγκεφαλική
Βλάβη κι Έκλειψη…

                                                                        Για τους φίλους που ονειρεύονται ακόμη
και το φως τους χρωστάει μερικές σκιές…

(Cut. Primary version Αύγουστος 2012. Remake Αύγουστος 2014)

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου