Παρασκευή 28 Νοεμβρίου 2014

Αχθοφόρος


Μου κλήρωσε ζόρικο αγώγι. Να κουβαλάω βλέμματα.

Ζωντανές εικόνες από  τους φίλους που χαθήκανε. Σκιές από τα λόγια τους, φωτογραφικά αποτυπώματα σε παλιό χαρτί κιτρινισμένο.

Και λέξεις. Χιλιάδες, εκατομμύρια από αυτές. Στοιβαγμένες. Μέσα μου.

Έχω συσκευασμένα τα φαντάσματά μου σε ζελατίνες μνήμης με ταμπελάκια χρονολογικής σήμανσης. Για να μην ξεχνάω τις ανάσες τους. Και τον ήχο από τις αλυσίδες μου.

Το -μικρό έστω- ένδοξο παρελθόν και τις χαμένες ευκαιρίες που άφησα από άποψη και συνειδησιακή έπαρση, μαζί με μια αυτοσχέδια επαναστατική συνείδηση, τα φυλάω στα σεντούκια του υπογείου. Να στοιχειώνουν στο σκοτάδι από καιρό σε καιρό, τις αφίσες του Μάη και τις παλιές προκηρύξεις πολυγράφου. Συσκευασμένες τις μεταφέρω από εδώ κι από ‘κει, να λέω πως ακόμη κινούνται. Με τις σκιές τους ξεφτισμένες.

Τις κιθάρες μου με τις ενοχικές χορδές, τις έχω δίπλα στα βινύλια. Πρέπει να θυμάμαι να τις κουρδίζω που και που, να μην σκουριάσουν και δεν υπάρχει πια η δυνατότητα για συχνή αλλαγή τους. Βλέπεις, δεν βγάζουν τον ίδιο βαθύ ήχο οι νέες ενοχές. Τους λείπει το μέταλλο και το βιμπράτο. Και είναι ελαφρότερες. Μεταφέρονται εύκολα από εδώ κι από εκεί.

Κρατάω ακόμη μακριά τα νύχια του δεξιού μου χεριού, να προβοκάρουν τον καθοσπρεπισμό και την νοικοκυροσύνη μου και να με αφυπνίζουν τα απογεύματα Παρασκευής και τα μοναχικά Σαββατόβραδα μετά τα ψώνια του σουπερμάρκετ. Όχι τις Κυριακές, έχουν αγώνες οι πιτσιρικάδες μου.

Κάτω από την μασχάλη μου, από την μεριά της καρδιάς, κουβαλάω την εικόνα του πατέρα μου με εκείνο το βλέμμα περηφάνιας και γνώσης που τόσο μου λείπει ενάμισι χρόνο τώρα. Στάμπα μου άφησε, πληγή ανοικτή, ποτέ να μην κλείσει. Εγώ την λέω αρματωσιά.

Στις καθημερινές μου μεταφορές, όλο και συχνότερα τελευταία τρακάρω μετωπικά με εφηβείες. Δύσκολα διαχειρίσιμη η ανεπάρκειά μου. Έχω πρόβλημα στα φρένα μάλλον. Παλιώσανε. Και στα αντανακλαστικά. Ελπίζω το βλέμμα να σώζει τουλάχιστον τα προσχήματα. Κι ο λόγος που καταφέρνω να αρθρώσω, λειψός. Το βλέπω στα βλέμματά τους. Βαρένουν κι αυτά το φορτίο.

Ψάχνω καιρό τώρα τρόπο να αποθηκεύσω τα περισσεύματα οργής που περιφέρω γύρω γύρω. Δεν βρίσκω τίποτα. Ξεχειλίζω από παντού. Ξεχασμένος κάδος απορριμάτων.

Εύχομαι μονάχα να βρω σύντομα κάποιον ανεκτό τρόπο διαχείρισης αποθεμάτων.

Γιατί το νιώθω πως γυαλίζει το μάτι μου επικίνδυνα πια. Και δεν είμαι πλέον είκοσι χρονών. Στερεύουν οι αντοχές κι ας πληθαίνουν οι ανοχές. Πονάνε και τα μπράτσα κι ας αντέχουν ακόμα.
Αν είναι να αρχίσω δρομολόγια με το μηδέν που απέφευγα, θα είναι συνειδητή επιλογή. Και σίγουρα επώδυνη. Σίγουρα όμως δεν θα είναι τυχαία.

Κι έχω δυνατή την αίσθηση πως το μηδέν γνωρίζει κι αποδέχεται πως υπάρχουν συγκεκριμένες μυρωδιές που δεν ξεχνάς ποτέ.

Του έρωτα, του νεογέννητου, της μπαρούτης, της βενζίνης και της απελπισίας.

Θέλω όμως να θυμάμαι όλα μου τα δρομολόγια και τις μυρωδιές τους. Μαζί.

Κι είναι αλήθεια πως έχω αγαπήσει, έκανα παιδιά, πήγα φαντάρος και γυροφέρνω τα ρηχά της απελπισίας. Έχω και τις αντίστοιχες αποδείξεις αν χρειαστεί.

…Μένω όμως και κοντά σε βενζινάδικο.

Και εκεί ξέρουν πως δεν ζητάω απόδειξη γιατί μου είναι άχρηστη.

Κι εξακολουθώ να θυμάμαι ότι χρειάζεται. Δηλαδή τα πάντα.

Κανονίστε λοιπόν τι μου φορτώνετε…


2 σχόλια:

  1. αυτοί οι έφηβοι.......οι ονειροπόλοι......οι σπάνιοι........που δεν είναι πια είκοσι χρονών.......! Μάρθα Ξένου

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  2. Ναι, αυτοί.
    Που μας κρατάνε ακόμη ζωντανούς...
    Καλημέρα, καλό μήνα

    ΑπάντησηΔιαγραφή