Σάββατο 16 Ιουλίου 2016

Τρισάγιο


Δεν ήξερε αν έπρεπε να σηκωθεί ή όχι. Δεν ήταν συνηθισμένος στο να πηγαίνει σε εκκλησίες, να παρακολουθεί την λειτουργία, να αποστηθίζει λόγια και τυπικά και να γίνεται μέρος του κλήρου.
Εδώ που τα λέμε βέβαια, αυτό ίσχυε σε αρκετές πτυχές της ζωής του, όπως για παράδειγμα σε κοινωνικές συμβάσεις που είχε επιλέξει να μην απορρίψει και που υιοθετούσε κατ΄ ανάγκη και χωρίς ενθουσιασμό, σε σχεδόν οτιδήποτε εμπλεκόταν και που χαρακτηριζόταν από μια επανάληψη και την σταθερότητα ενός τυπικού ή που κάθε φορά έπρεπε να ακολουθηθεί μια δοκιμασμένη και θεσπισμένη ακολουθία όσο αυτός έβγαζε φλύκταινες και ανυπομονούσε να τελειώσει να φύγει από εκεί.
Συμπληρωματικά δε, με την εκκλησία είχε κόψει δεσμούς από την εφηβεία του, όταν βρέθηκε δεκατεσσάρων χρονών παλικαράκι, να σπρώχνεται να ξεφύγει από άγνωστες αλλά βαθιά θρησκευόμενες  θειάδες που τσουρομαδιόνταν δίπλα του για να γεμίσουν τα μπουκάλια τους με αγιασμό και οργισμένους με θεία μήνη μπαρμπάδες που έριχναν ευλογημένα μπινελίκια που δεν τους σέβονταν οι άλλοι συνομήλικοι και δεν τους άφηναν να πάρουν πρώτοι από το αγιασμένο νερό με γεύση βασιλικό που βάζανε στην δεξαμενή οι παπάδες στον Άγιο Ταξιάρχη στον Περιστέρι και το μοίραζαν από την μικρή εξέδρα στο προαύλιο.
Κάτω από αυτή την ίδια την εξέδρα βρήκε καταφύγιο για να γλυτώσει από την θεία έκσταση των πιστών, που εκφραζόταν ποικιλοτρόπως, με σπρωξίματα, κατάρες, τσιμπιές, απειλές με σάλια προς πάσα κατεύθυνση, ολίγη από σφαλιάρες και δολοφονικά βλέμματα.
Ούτε που θυμόταν πως πρόλαβε να μισογεμίσει το μικρό πλαστικό ποτηράκι και να το σκεπάσει με αλουμινόχαρτο που του είχε δώσει η μάνα του.
Θυμόταν όμως πως της το επέστρεψε σκυθρωπός με την τελεσίδικη δήλωση «Τέλος για μένα η εκκλησία! Μόνο σε κανέναν γάμο, καμιά κηδεία και τίποτα βαφτίσια πια. Άντε και την Ανάσταση να γουστάρω με τα βαρελότα!». Και το τήρησε.

Και να που τώρα, στα τρίχρονα του πατέρα του, στην εκκλησία του Άϊ Γιώργη, στο χωρίο τους, έβλεπε το εκκλησίασμα να σηκώνεται και να κάθεται, συγχρονισμένα, χωρίς να κοιτάζονται, ακούγοντας μόνο την δυσνόητη εκφορά των λέξεων από τον εθελοντή αλλά και φάλτσο ψάλτη, καθώς και εκείνα του πρώην οικοδόμου παππά – Χρήστου. Οικοδόμος εν ζωή κι ο πατέρας του, έδενε το σκηνικό.

Κοίταγε λοιπόν που και που το εκκλησίασμα και έβλεπε πολλές δεκαετίες να ασπρίζουν στα κεφάλια τους. 
Αυτός, η σύντροφός του και ένας πρωτοξάδερφος έριχναν τον ηλικιακό μέσο όρο  καμιά τριανταριά χρόνια, που εξακολουθούσε όμως να παραμένει σε προ-Μητσοτακικά επίπεδα σε σύνολο σαράντα ανθρώπων.
Ήξεραν όμως, πότε να σηκωθούν. 
Ενώ αυτός, κοίταγε τους άλλους τι κάνουν και ακολουθούσε. 
Η σύντροφός του στην δεξιά σειρά, των γυναικών, το είχε λύσει το θέμα, αφού συντρέχοντας την πεθερά της, παρέμενε όρθια καθ’ όλη την διάρκεια της λειτουργίας.
Αυτός όμως προσπαθούσε να ηρεμήσει τις σκέψεις του πηγαίνοντας πάνω κάτω σαν ασυγχρόνιστο αμορτισέρ. 

Δεν αισθανόταν όμως άσχημα γι΄αυτό, αμήχανα ίσως, όχι όμως άσχημα. 
Ούτε υποκριτής αισθανόταν που κάθονταν σε χώρο που θέλει αλλιώς τους παρευρισκόμενους. Το έβλεπε και το ένιωθε σαν κομμάτι της παράδοσης και της κληρονομιάς του, σαν κάτι που ναι μεν δεν επέλεξε, αλλά το σεβόταν ειλικρινά και ήξερε πως έχει γαλουχήσει ένα κομμάτι μέσα του με διαφόρους τρόπους. Αρνητικούς ή θετικούς. 
Όπως σεβόταν την αίσθηση που είχε βιώνοντας μια και μοναδική λειτουργία σε Φλαμανδική Εκκλησία στην Μπρυζ, όπως σεβόταν την αίσθηση που του απέπνευσε η μοναδική επίσκεψη παρέα με τα πιτσιρίκια του στην Ευαγγελική Εκκλησία της Αθήνας, χρόνια πριν.
Ούτε ενοχές και τύψεις είχε για τον πατέρα του που έτσι κι αλλιώς τον κράταγε ζωντανό μέσα του, τον οποίο μάλιστα σκεφτόταν να κοιτάζει από μια γωνιά και να χαμογελάει με εκείνο το σκανδαλιάρικο γυαλιστερό βλέμμα, που δεν γούσταρε τους παππάδες και τους «μεγαλοσταυρίτες» όπως έλεγε τους πιστούς της Κυριακής, κάνοντας τη γνωστή σαν χαιρετισμό κίνηση με το δεξί του χέρι, σαν να του έλεγε:
 «Τι παιδεύεσαι μωρέ; Χέστηκε η φοράδα μας στο αλώνι αν σηκώθηκες ή έκατσες ανακούρκουδα. Άλλα μετράνε στη ζωή. Να μην αδικήσεις κανέναν, να μην κάνεις εκείνα που κοροϊδεύεις, να βοηθάς όσους δεν μπορούν μονάχοι τους. Και να σηκώνεσαι ή να κάθεσαι εκεί που νιώθεις ότι πρέπει και όχι εκεί που προστάζει ο πισινός του διπλανού σου.
Δεν μετράει ο σταυρός που κάνεις, ούτε το μπόϊ που δείχνεις, αλλά το ανάστημα που έχεις.
Κι αν έρθει η ώρα να σε παν στην πατλίτσα*, να πας με το κεφάλι ψηλά, να παίρνουν καλή σειρά οι επόμενοι…»

Έτσι, κοιτάζοντας άλλοτε τα αυστηρά χρώματα στις τοιχογραφίες του Άϊ Γιώργη, άλλοτε τα μεταλλικά ταμπελάκια στις καρέκλες που έγραφαν «Δωρεά σε μνήμη του…», άλλοτε τους εθελοντές ψάλτες που έγιναν πέντε μέχρι να τελειώσει η λειτουργία, μια να κάθεται και δύο να σηκώνεται, έφτασε η ώρα να διαβαστεί κι ο δίσκος με τα κόλλυβα και να ακουστεί το όνομα του κυρ Απόστολου, του πατέρα του. 
Η μάνα του, η σύντροφος και ο πρωτοξάδερφος  σαν πιο γνώστες, μοίραζαν στα πλαστικά κουπάκια τα κόλλυβα και τα κουλούρια, ενώ εκείνου, εντελώς έξω από τα νερά του, του έμεινε ο ρόλος να δέχεται χειραψίες και ευχές από τους συγχωριανούς.

Λίγο αργότερα, στο μνήμα του πατέρα του στην Αγία Τριάδα, όσο τα εγγόνια, η σύζυγος, η νύφη και τέσσερεις –πέντε χωριανοί με σταυρωμένα τα χέρια άκουγαν τα λόγια του τρισάγιου του παπα-Χρήστου, το βλέμμα του μια κοίταζε τη φωτογραφία του πατέρα του και μια τις κίτρινες μαντζουράνες που φύτρωσαν μόνες τους στην μέση ακριβώς της γης που τελικά αναλογεί στον καθένα μας.

Μόλις το τρισάγιο τελείωσε, ακούμπησε ελαφρά κάτω το μικρό θυμιατήρι που λιβάνιζε ακόμη, χάϊδεψε την φωτογραφία του γεννήτορά του, άναψε τσιγάρο και έμεινε για λίγο να κοιτάζει την πλαγιά της Τέμπλας απέναντι, το απίστευτα καθάριο γαλάζιο του ουρανού και τα χρώματα της ζωής του που κατηφόριζαν προς το αυτοκίνητο και τον περίμεναν.

Γι΄αυτά τα χρώματα μπροστά του, τα δικά του τα χρώματα, ήταν απολύτως σίγουρος για το πότε να σηκώνεται…


(*) πατλίτσα: πατημένο πλαϊνό πλαγιάς, κατασκευασμένο μικρό πλάτωμα, (στην συγκεκριμένη περίπτωση: το νεκροταφείο του χωριού).

2 σχόλια:

  1. Σήκω, κάτσε , γονάτισε, ξανασήκω. ΄Ενα τυπικό, μακριά από μας, αλλά ώρες- ώρες οικείο- ως μέρος μιας παράδοσης που τιμά την μνήμη σε προσφιλή κι αγαπημένα πρόσωπα , που έφυγαν. Σαν τους αρμούς στις λιθόμαντρες και τις αδέσποτες ξερολιθιές. ΄Ελεγε κι ο δικός μου πατέρας, Σπύρο, σαν πεθάνω- φουσκί, άλλά ήθελε τα σέα του και τα μέα του και το Δημοτικό τραγούδι όταν έφευγε...Να ζήσεις να τον θυμάσαι τον πατέρα σου και να σκέφτεσαι ότι με όλο το σκηνικό , τον έκανες και χαμογέλασε. Αυτό δεν είναι μόνο σήκωμα, είναι πανωσήκωμα !
    Κνάκαλος

    ΑπάντησηΔιαγραφή
    Απαντήσεις
    1. Εκείνοι που φεύγουν, οι δικοί, (με ή χωρίς εισαγωγικά), πάντα παίρνουν ένα κομμάτι μας μαζί τους στο ξόδι.
      Κι εμείς, πάντα κρατάμε ένα κομμάτι τους ζωντανό (με ή χωρίς εισαγωγικά), εκούσια ή ακούσια
      Το έμαθα πια καλά

      Να είσαι καλά Χρήστο

      Διαγραφή