Κλεισμένος στο δωμάτιο λυσσάει κάποια βράδια.
Κοντά τριάντα χρόνια μαζί και ένα καλό σέρβις δεν της έχει κάνει. Αλλά δεν τον πρόδωσε ποτέ. Κι ας της έχει προσφέρει μόνο μια αρχαία πεταλιέρα και έναν ενισχυτή κειμήλιο. Λειτουργεί ακόμη η σχέση τους.
Εκείνες τις στιγμές, ο άμαχος πληθυσμός του σπιτιού, τηρεί ουδετερότητα. Ορθώς.
Ασυλία από την σημαία, το έχει ανάγκη, μην τον ενοχλείτε, θα του περάσει.
Λειτουργική βαίνει και η παράλληλη σχέση του. Σχετικά δηλαδή.
Με τα δύο χιλιάδες βινύλια περίπου και το αρχαίο στερεοφωνικό σύστημα.
Το πρόβλημα είναι με τα ηχεία. Που δεν ταιριάζουν με το χρώμα των επίπλων στο σαλόνι.
Θα μου πεις, υπάρχει βέβαια και το γιουτούμπ πια. Ναι, αλλά για ξεπέτες. Όχι του στυλ του.
Μόνο να, όταν παίρνει στα χέρια κανένα βινύλιο, σμίγουν τα φρύδια του, βαθαίνουν οι ρυτίδες στο μέτωπο και βυθίζεται στο εξώφυλλο με την μουσική από το λαπτοπ, τότε μπαίνει οικειοθελώς σε καραντίνα.
Φαντάζεται αόρατο θόλο από ωμά κομμάτια του χρόνου του, χωρίς αποστείρωση, χωρίς αιτίες και αιτιατά, κι αυτός εκεί. Σταυροπόδι σε στάση Λωτού.
Δεν είναι να μπαίνει κανείς άλλος εκεί.
Είναι και το θέμα με τις τυπωμένες μοναξιές. Σε ντάνες.
Στο υπόγειο, στην μικρή βιβλιοθήκη, δίπλα στο κρεββάτι, σε συρτάρια, μέσα σε τσάντες.
Σαν οδηγίες χρήσης για να διεκδικεί τις εικόνες του.
Που ανασκάπτει και παλεύει να επαναδημιουργήσει.
Με θραύσματα γραφών ψυχής, ανάκατα με ψυχές γραφών.
Και προδοσίες. Και έρωτες. Και μουσικές.
Συνήθως, η κρίση τελειώνει με ένα τσιγάρο στο μπαλκόνι.
Επιπρόσθετα, από καιρό σε καιρό, το τυχαίο διεκδικεί το μερίδιό του.
Σε άγνωστα μπαράκια με ζωντανή μουσική κυρίως. Τελευταία, και με αρκετούς καμουφλαρισμένους ζωντανούς.
Σε έκτακτη έξοδο μέσα από τους άδειους δρόμους του Πειραιά.
Μέσα από την νυχτερινή ερημία στα Καμίνια, τα συνεργεία, τις αποθήκες και τις βιοτεχνίες.
Για να προλάβει τα δύο τελευταία κομμάτια, όρθιος στην μπάρα. Όπως παλιά.
Κι αν η τύχη έχει κέφια απόψε, ίσως να ξαναθυμηθεί πάνω στον έντονο φανκ ρυθμό του αποχαιρετιστήριου, πως είναι να αποχαιρετάς νοερά και την κοκκινομάλλα απέναντι που λικνίζεται κοιτάζοντάς τον, κατευθυνόμενη προς την έξοδο.
«Λυπάμαι, σε μια άλλη ζωή. Ίσως…» θα της ξαναφωνάζει με τα μάτια και με ένα ανασήκωμα των ώμων.
(Τελικά, εκείνο το χαμόγελο με το βλέμμα να χαμηλώνει στο πάτωμα, με συνοδεία εκείνης της απίστευτα θηλυκής μισής κίνησης «να φύγω ή όχι, να πάω ή όχι», θα πρέπει να απαγορευθούν με νόμο.
Κινδυνεύουν τα πάντα από κάτι τέτοιες μικρές λεπτομέρειες…)
Νομοτελειακά, οι ρυθμοί θα πέσουν όταν ανταλλάσσει λίγες κουβέντες με δύο γνωστούς και τον σαξοφωνίστα, όταν κατεβάσει με μια μεγάλη γουλιά το υπόλοιπο του ποτού και πληρώσει.
Άλλωστε, από το απόγευμα ήδη, έχει υποσχεθεί σε φίλο εκ Βορρά ένα μεθύσι με πιασάρικο θέμα:
«Μαλάκα, τι θα κάνουμε με τις ενοχές μας;» και πρέπει να το δουλέψει λίγο.
Αλλιώς θα του βγει πολύτομο έργο.
Δεν συμφέρει πια η πολυλογία. Χάνεται όλη η ομορφιά των χαμηλωμένων βλεμμάτων και των μισών κινήσεων.
(Τον ακούει ήδη: Κόψε φίλε, κόψε! Πολύ το υλικό και καταντά ανούσιο. Ίσως σε τίτλους μόνο.)
Στο επόμενο καρέ, στην κολώνα δίπλα από το αυτοκίνητο, μια παλιά μαυρόασπρη αφίσα, τον καλεί να πάρει θέση.
Λες και δεν είχε. Ή δεν έχει.
Αλλά και που έχει, τι;;
(…Μαζεύονται πολλά. Κόψε!)
Ακουμπώντας πάνω στην κολώνα και στρίβει τσιγάρο. Ψυχή δεν περνάει, άδειο το Πασαλιμάνι, μόνο ένα μαύρο σιωπηλό νερό απέναντι, ούτε καν θάλασσα.
Και σιωπή
Ανάβει ξεφυσώντας τον καπνό προς τα πάνω, σαν παλιά νουάρ ταινία.
Ασυναίσθητες ταυτίσεις.
(…Κι εδώ κόψε. Ίσως να αφήσεις ένα ή δύο καρέ.)
Που λες, τουλάχιστον απόψε αποϊδρυματοποίησε την μοναξιά του. Θα μπορούσε μάλιστα και να της επιφέρει καίριο χτύπημα. Κόκκινου χρώματος ίσως. Ίσως και ξανθού.
Χαμογελώντας, ξεκίνησε για πίσω.
Ρεαλιστικά πράγματα, απτά, δοκιμασμένα.
Πρέπει να σκεφτεί τι θα κάνει με το χρώμα των ηχείων.
Όχι, το κόκκινο δεν μπορεί να είναι καν επιλογή.
Σίγουρα πάντως, ένα καρέ θα είναι με ένα τελευταίο τσιγάρο στο μπαλκόνι…