Τρίτη 8 Οκτωβρίου 2013

Χους ει και εις χουν απελεύσει…


Λείπω, το ξέρω

Κι ούτε άλλοθι δεν βρίσκω, μόνο ώρες λειψές
της βίας τις ώρες  που μου χαρίζουν ένα παρόν να υπάρξω
με παίζουν μαριονέτα
                                    τσακισμένη,
με ξεθωριασμένο βλέμμα κι άλαλη

Είμαι μια κυρτή απεικόνιση
                                    μια κύρτωση
                                                μια κύφωση
                                                            μια κώφωση
                                                                        μια υπεύθυνη δήλωση

                                                όλα σ΄ ένα μισθό μέσα
                                                γαμώ τον μισθό μου μέσα

Στοιβάζω βία φίλε
                                    άτσαλα
                                                            διαρκώς
βία
                                                                                                φρέσκια και πρωτόλεια
με ρυθμούς ασύλληπτους
                                                την κυνηγάω ολημερίς
την βουτάω στον αέρα και την δένω
σε χειροποίητα ασκιά
με ερασιτεχνικές ραφές καμωμένα
                        και την νοιώθω να με γδέρνει
να συστρέφεται με καταπιεσμένη λύσσα
                                                κάτω από τα δάχτυλά μου
                        στην Γραμμή της Ζωής
της αριστερής μου παλάμης
                                    όσο η δεξιά μου αγριεμένη θέλει κι αυτή μερτικό

Ένα συνοθύλευμα από αρνήσεις και λειψά δράμια ζυγαριάς πειραγμένης

απόμεινα

να γέρνω στο ίσιωμα
να αγκομαχάω στον ανήφορο

                        ξέμεινα πίσω

Είμαι εκείνο το κόκκινο το μπλαβί
            που λασπώνει την μαύρη άμμο, την ποταμίσια
παρωχημένος κι άνευρος πρώην
απελπισμένος σαν τάμα κάθαρσης κι ελέους
σε κουτσό μανουάλι κερί λησμονημένο
                                    μιας προσευχής χαμένης και σκόρπιας ο αντίλαλος

                                                καταντήσαμε

αιμοπετάλια σταγονωμένα
στα φυλλώματα και στα κάγκελα
χορταριασμένων αυλών διατηρητέων κτηρίων
και βεβηλωμένων οίκων παλιών θεών

Η νέκρα του λόγου μας ερήμωσε τις αίθουσες και τους δρόμους μαλάκα μου
Η απουσία της πράξης μας θα τους γεμίσει
                                                            με σώματα ή πτώματα
                                                                                                σύντομα

Μια μαζικότητα βαμπίρ
που δεν εμφανίζεται πλέον μονάχα στα προεόρτια της σύρραξης,
αλλά και στις κηδείες των απέθαντων
Εκεί που οι ενοχικοί τιμούν ξεδοντιασμένη και άκλαφτη την ανοχή τους
Άκλαφτη, ανούσια και ξεφτισμένη
λερή από αλήθειες που βρυκολάκιασαν

Το έχουν αυτό ο πουτάνες οι αλήθειες·
πίνουν αίμα και πιτσιλάνε έναν γύρο

Κι έπειτα, όλοι μαζί οι αναίμακτοι κι όλοι οι ανύπαρκτοι,
μόλις πιάνει να ψιχαλίζει,
πασχίζουν τα άλλοθί τους να θάψουν άκλαφτα
να τα σκεπάσουν με χώμα γλυφό, μαύρο και στείρο
και ίδιο το κόκκινο μπλαβί το είμαι τους
                        πεθαμένο
                                    σέρνεται

κι εγώ
μέσα στον λάκκο, δήθεν σηκώνομαι στις μύτες
μπας και προλάβω μια άνοιξη ακόμη
κι όλοι μαζί μένουμε οι δαγκωμένοι στον λαιμό
οι σκαφτιάδες
κατάχαμα κυλισμένοι στις βρώμες
με ξέχειλα τα φανελάκια και τους ιδρώτες μας να στάζουν
στο κακοσχηματισμένο λαγούμι
            βούρκο να σχηματίζουν

Μέχρι να μας καταπιεί

ή να βρει η τσάπα
το ανθρώπινο
το καθήκον της…


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου