Τρίτη 8 Οκτωβρίου 2013

Η δικιά μου ομίχλη



Έρπουσα, ακαθόριστη και ύπουλη
κρέμονται πάνω της σαπισμένα φυτά κι ακαθόριστα σάρκινα κομμάτια
με κάθε σούρσιμο μυρμηγκιάζει τον αυχένα
και ότι λουφάζει πίσω από των ματιών μου τους βολβούς
                                                και τρέμει μην αποκαλυφθεί
η αίσθηση μιας απίστευτης εξαΰλωσης
λες και δεν είμαι στην χώρα που γεννήθηκα.
λες και δεν περπατώ πια στους ίδιους δρόμους,
μέχρι και το βήμα μου έχει αλλάξει·
πιο καχύποπτο,
πιο αβέβαιο,
πιο ασταθές,
πιο αργό
πιο μετρημένο.
Κάθε πόρος του κορμιού μου βαριανασαίνει άγνωστο φόβο
                                    και σέρνει νεκρόκασες
                                                μουρμουρίζει ακατάληπτα ύμνους, προστυχόλογα
κι αγκομαχητά
                        των δέσμιων σινιάλα και των δεσμών κρίκους
Λίβας καυτός, αέρας από αχαρτογράφητη έρημο
κατέκαψε τα μέχρι χθες γνωστά και οικεία,
ζάρωσε τους ανθρώπους,
στέγνωσε τα χρώματα στις εικόνες
πήρε να κιτρινίζει τις ζωές
ξεραίνοντάς τις
γύρω - γύρω,
στα όρια και στα περιθώριά τους
απειλώντας τις με καρβούνιασμα
και σταχτιά λήθη
της μονοκονδυλιάς παραίτηση
Σαν κάτι φωτογραφίες της αθωότητας
και της ενοχής θυμιάματα
που τα πέταξα στο τζάκι
όταν με ‘σφίξαν τα γιατί στο καρύδι
ξεχειλώνοντας τις βλεφαρίδες στους πάτους άδειων ποτηριών
με υπολείμματα βύνης Ιρλανδίας

Χαράζουν βαθιά οι νότες που χρόνια και με υπομονή μας σμίλεψαν
τραβάνε από τα μαλλιά και σέρνουν στα σφιγμένα μας δάχτυλα
ένα χρέος
–το ίδιο πάντα, γνωστό μα ακαθόριστο, πάντα-
από την εφηβεία και δώθε κρατάει το μαρτύριο
σαν μάτια που θα ήθελα να ξαναδώ και χείλη που θα ήθελα να ξανανιώσω
σε μια αγκαλιά ντυμένη με καλοκαιρινό γιλεκάκι 
να χαμογελάει μελτέμια Αυγουστιάτικα
και τα χέρια περασμένα στη μέση να οδηγούν βήματα
σε μονοπάτια από άρωμα δέρματος
στην Αρχαία Αγορά,
στην Πανδρόσσου,
στην πλατεία Κυδαθηναίων,
μέχρι τον βράχο του Άρειου Πάγου
δίπλα στα γιασεμιά
στις μισογκρεμισμένες αυλές
και τις παλιές μανταλωμένες σιδερένιες πόρτες

…ξέρω, βαθιές οι χαρακιές που μας κληροδότησε η νιότη …

Κι έγιναν οι απουσίες θεμέλια του τι γίναμε, τι καταφέραμε
                                                                                    και τι ξέμεινε πίσω

σεβάσμια όλα

κι ας ουρλιάζουν στις νύχτες τα ίχνη μας τα αβέβαια
που πίσω τ’ αφήσαμε κι όλο μπροστά μας βγαίνουν

Αιωρούνται στον αττικό ουρανό τα σταγονίδια
                        και στις υγρασίες τις χειμωνιάτικες·
προπάντων σε αυτές
στα μείγματα αιθαλομίχλης από τα καμένα των φτωχών
και τις ψευδαισθήσεις των πλουσίων
στα απορημένα παιδικά μάτια
που μέσα τους ξεπλένονται σκονισμένα ράφια και παραχωμένα ραβασάκια
στα κράματα από απελπισμένα λόγια,
οράματα αδιέξοδα,
χαρακωμένα πείσματα
κι αποφασιστικότητα

να μην μείνω ανονείρευτος
να μην καταντήσω ονειρεμένος
και προπάντων
να μην δηλώνει το σώμα μου παρών
κι η ψυχή μου α.α.

ερήμην

Στη χλωμή της ίσκας την φλόγα
            σκύβω και προσκυνώ
να ανάψω θέλω, μην φοβάσαι

και παίρνω βαθιά την ρουφηξιά από καπνό και υγρασία


Φέρτε μου την ομίχλη που μου αναλογεί να τελειώνουμε…

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου