Ακούω
την έπαρση της εφηβείας από το διπλανό δωμάτιο
με μορφές γέλιων και αστείων που
αδυνατώ να ακολουθήσω
και με πλημμυρίζει μια θλίψη
σαν τα πίσω
μπαλκόνια των πολυκατοικιών στην γειτονιά μου
που
με έχουν μάρτυρα να καπνίζω μόνος
και τα κοιτώ
σιωπηλός να ραγίζουν τα βράδια μου
ανάμεσα από
κάτι ξεραμένες γλάστρες της συμφοράς
όταν στεγνώνω τις απώλειές μου στα
μανταλάκια
αθέατος
κι ακούω τους
ήχους της πατρότητάς μου
δίπλα μου
να
ενηλικιώνονται
ενώ
εγώ κοιτώ τις ζάρες στα χέρια μου
να πληθαίνουν
και
να βαθαίνουν
ερήμην
μου
με την όσφρηση και την ακοή προβληματική
θυσία στη
μεγάλη έκρηξη
που διαμέλισε
ότι αθώο μου είχε περισσέψει
λίγα πράγματα δηλαδή, λίγα αλλά
πολύτιμα
σφραγίδα στα άλαλα τα χείλη μου
βότσαλο
ριγμένο στης γνώσης τα απόνερα
ένα άδειο
κέλυφος σε χιλιοπατημένη παραλία
απέμεινα
νωθρό
γυρτό
μαραμένο
ένα
τίποτα με την συνείδηση λειψή
και
τα μάτια στεγνά
με τις ίριδες
κουρασμένες
παραδομένες
πια και ετοιμοθάνατες
με τις στιγμές μου πλεγμένες ατόφιο πόνο και παράδοση
κι ένοχες απορίες
σαν κακοφτιαγμένα κοφίνια στη
λαϊκή αγορά που λέμε Ζωή
και
προφέρουμε με κούραση
ψευδά
και
με λάθος τονισμούς
στο
παζάρι λοιπόν
μουγκός πωλητής μιας πολύγλωσσης φενάκης
μοναχός
σε σκήτη
μονάχος
σε σήψη
ξεμοναχιασμένος
φαντάρος
με
όλες τις γραμμές της μάχης γραμμένες
πάνω στα
διαλυμένα άρβυλα
εξαντλημένος
προδομένος
από άσφαιρα πυρομαχικά και λειψές
προμήθειες
υπερασπιστής
ξεχασμένων σκοπών
με αλλότριους εχθρούς πίσω κι
αλλιώτικους μπροστά
και
τους φοβερότερους
τους πιο αιμοβόρους
τους πιο ανελέητους
εκείνους που μπορούν να μας
τσακίσουν αθόρυβα
που ‘χουν πάρει ύπουλα και σιωπηλά την μορφή συμπολεμιστών
και στέκονται
μαρμαρωμένοι δίπλα μας
άσχημοι και άδειοι φύλακες της
συνήθειας
κλακαδόροι αριβίστες, πεμπτοφαλαγγίτες
του ωραίου
μηχανικά υποστηριγμένοι και
δρώντες
ανύπαρκτοι
ανίεροι
υπερασπιστές του πρέποντα αιώνα
-
αμήν –
Πόση ερήμωση έχει ένα άδειο χαράκωμα
πόση κι
άλλη τόση κι ακόμη παραπάνω
πίκρα·
που οι εχθροί
φαίνεται να είναι γνωστοί σε όλους μα όχι σε εμένα
κι οι φίλοι μου προχωρήσανε
μπροστά
κι
απέμεινα
με όλα τα άδεια και
χρησιμοποιημένα πυρομαχικά και στομωμένες τις κάνες
να μαζεύω
ταυτότητες και ματωμένες γάζες
να χαρτογραφώ
άτσαλα τα πεδία των μαχών
και ναρκοπέδια
από κομματιασμένα κορμιά μισοκαμμένα εγώ και τεράστιους
κρατήρες
πασχίζω μια
απάνεμη σπηλιά να βρω
μακριά από αίματα πεθαμένους και
οιμωγές
και φίλους
κομμάτια
Και δεν βλέπω
να προλαβαίνω απολυτήριο
μου τελειώνουν και τα
σύννεφα στους ουρανούς μου
στερεύω κι
από ιδέες κι από ενισχύσεις
κι ούτε ένα
πανί λευκό δεν απέμεινε τριγύρω να κουνήσω…
τα ποιήματά σου είναι κραυγές ..
ΑπάντησηΔιαγραφήΘα ήθελα να είναι πολλά πράγματα, όμορφα πράγματα, αλλά τελικά, ναι, κραυγές είναι
ΔιαγραφήΣ' ευχαριστώ που τις άκουσες
όμορφες είναι και οι κραυγές ..δείχνουν πως δε νικηθήκαμε ακόμη..
ΑπάντησηΔιαγραφή