Κυριακή 1 Ιουνίου 2014

Ξημερώνοντας Δευτέρα


Έστριψα ένα τσιγάρο στο μπαλκόνι και το άναψα φυσώντας τον καπνό με δύναμη ανατολικά. Ήταν σίγουρα απόγευμα, με εκείνη την όμορφη πλάγια φωτεινότητα που δίνει στα πράγματα ο ήλιος όταν τον έχεις αφήσει πίσω σου. Ήχοι διάφοροι  και άσχετοι με την συμβατική αίσθηση του χρόνου και του τόπου, έρχονταν από γύρω ίσα-ίσα για να τονίζουν πόσα μπορεί να συνδέσει ένα μυαλό, ακόμη και εκεί που δεν το περιμένεις, ακόμη και όταν συνειδητά κοιμάσαι. Και το ξέρεις κιόλας. ¨η τουλάχιστον έτσι νομίζεις.

Η φωνή μου ακούστηκε ξαφνικά δίπλα μου, ακριβώς την ώρα που άναβα άλλο ένα τσιγάρο, ήρεμη, σταθερή και με βάθος. Με κοίταξα σαν να ήμουν πάντα εκεί και αυτή την φορά φύσηξα τον καπνό προς τα πάνω. Δεν μου φάνηκε να είχα αλλάξει και πολύ, αν και σίγουρα φαίνονταν πιο βαθιές οι ρυτίδες στο μέτωπο και πιο άσπρα και μακρύτερα τα μαλλιά μου. Όμορφη εικόνα για τόσο γέρος σκέφτηκα. Αλλά εκείνο το βλέμμα είχε κάτι απροσδιόριστο μέσα του. Όχι τίποτα τρομακτικό, αλλά κι ούτε εύκολα περιγράψιμο. Ίσως και λιγάκι θλιμμένο. Δεν μίλησα, με άφησα να πω.

Ξέρεις –ξεκίνησα- πόσο ζυγιάζεται το να νιώθεις ότι το σώμα και το μυαλό γερνάνε ενώ η ψυχή όχι;
Δεν ξέρεις, δεν μπορείς να καταλάβεις. Μέχρι να το ζήσεις. Ειδικά όταν είσαι νέος, όταν το πολύ είναι μπροστά και το λίγο πίσω, δεν μπορείς καν να εστιάσεις σε κάτι τέτοιο. Τίποτα δεν μπορεί να είναι τρισυπόστατο όταν σε κατακλύζει η ζωή. Λογικό είναι. Άλλα είναι τότε εκείνα που σε ενδιαφέρουν και άλλες οι προτεραιότητες. Δώσε βάση όμως. Χρόνια και απώλειες μετά, θα φτάσει η ώρα που θα αρχίσεις να το νιώθεις στο πετσί σου. Θα έρθει σιγά σιγά, ανεπαίσθητα και ίσως χαμπάρι να μην το πάρεις. Και θα πονάει. Θα φυσάς και θα ξεφυσάς σαν παλιά ατμομηχανή στην ανηφόρα, θα σε στενεύουν όλα τα παλιά, θα ζορίζεσαι  να μαντέψεις που στον κόρακα αρχίζει και προς τα πού σε οδηγεί ο μίτος της καθημερινότητας, θα δυσκολεύεσαι πολύ να καταλάβεις πως λειτουργούν και σε τι χρησιμεύουν όλα ετούτα τα καινούρια, ποιο το νόημα και ποια είναι τα γιατί που τα γέννησαν. Θα τρέχεις ασθμαίνοντας πίσω από εξελίξεις,  ο λόγος σου και η άποψή σου δεν θα μετράνε καθόλου, θα πλατσουρίζεις ανόρεχτα και αδέξια μέσα στην λασπουριά της τεχνολογίας και της εφήμερης πληροφορίας για να μην ξεκόψεις εντελώς από το σήμερα αλλά όλο και πιο ξεκομμένος θα βρίσκεσαι. Και μέσα στην λέρα από το άτσαλο πλατσούρισμα δεν θα σε αναγνωρίζεις στις αντιδράσεις σου, δεν θα μπορείς πια να αφεθείς σε τίποτα με ευκολία δίχως αναστολές όπως παλιά, επειδή οι δεύτερες και τρίτες σκέψεις θα έχουν κάνει κατάληψη στο αυθόρμητο. Η σημασία των χρημάτων που τόσο καιρό απαξίωνες, θα αρχίσει να αναβαθμίζεται όσο πιο δύσκολο θα γίνεται το  να καλύψουν αυτά το ελάχιστο επίπεδο των αναγκών επιβίωσης σου. Και θα νιώσεις απατημένος, πλανεμένος και άδειος. Θα αρχίσεις να καταλαβαίνεις πως τρώει έναν άνθρωπο το μαράζι, όλο και περισσότερο θα σου εμφανίζεται σαν διέξοδος η ζωή του ερημίτη, θα ψάχνεις να βρεις πληροφορίες για τα συμπτώματα της κατάθλιψης και θα τσατίζεσαι που δεν θα μπορείς να αναγνωρίσεις μέσα σε αυτά τον εαυτό σου για να ηρεμήσεις κάπως που τάχα επιτέλους θα μάθαινες τι σκατά τρέχει με σένα.

Όλα θα σου φαίνονται ανούσια, λίγα και ανεπαρκή, δεν θα μπορείς να αισθανθείς πληρότητα πουθενά, θα ζαλίζεσαι αν τυχόν κάτι αναπάντεχο σε κάνει να γελάσεις πολύ, ξέμαθος πια από το πώς γελάνε από ψυχής. Από κυνηγός των εναλλακτικών λύσεων θα αρχίσεις να μεταλλάσσεσαι σε καταγραφέα και παρατηρητή. Κάπου εκεί θα αρχίσει και το αίσθημα πως χόντρυνε το μυαλό σου και γίνεται όλο και πιο δυσκίνητο. Θα κοιτάζεις στον καθρέπτη λιγότερο και όλο και περισσότερο θα βλέπεις χαρακώματα στο πρόσωπό σου. Θα αρχίσουν να βγαίνουν κάτι φαντάσματα από το χρονοντούλαπο και θα σε κυνηγάνε κάθε φορά που κάθεσαι μόνος στο μπαλκόνι, κάθε φορά που περιμένεις το φανάρι να αλλάξει χρώμα, κάθε φορά που θα περιμένεις στην ράμπα του μετρό για να πας δήθεν κάπου αλλού. Θα σιχαθείς τις οθόνες και θα αναζητάς σύννεφα είτε κοιτώντας τον ουρανό είτε τα σκονισμένα πλακάκια στα πεζοδρόμια. Κι όταν θα ανακαλύπτεις κανένα, δεν θα αισθάνεσαι το ίδιο όπως παλαιότερα. Θα αρχίσεις να αποφεύγεις να κοιτάς τα μάτια των άλλων για να μην δεις εκεί ζόρια μεγαλύτερα από τα δικά σου που δεν θα έχεις πια αντοχές για να δείξεις αληθινό και ανθρώπινο ενδιαφέρον. 

Τέρμα και με τις  ενοχές. Απλά θα εξαφανιστούν. Θα γίνεις καχύποπτος, απόμακρος, νευρικός και θα νευριάζεις με το παραμικρό. Αλλά δεν θα εκτονώνεσαι. Θα διαπιστώσεις πως αντέχεις και υπομένεις απίστευτα πολλά που δεν πίστευες ποτέ πως θα μπορούσες. Μπορεί και να σε μισήσεις. Μετά ίσως και να μην σου δίνεις καμία σημασία. Κι ο καιρός θα περνά.

Αν φανείς τυχερός, θα ξεχαστείς και θα πεθάνεις ήσυχα στον ύπνο σου χωρίς να ενοχλήσεις κανέναν και χωρίς να αφήσεις βάρη για τους δικούς σου.
Κάπου εκεί μπορεί και η ψυχή σου να γαληνέψει. Αν μάλιστα τελικά υπάρχει τρόπος, με κάποιον τρόπο να έχεις κάποια ακόμη ευκαιρία, θα δοκιμάσεις από την αρχή με νέα δεδομένα να δεις που θα σε βγάλει αυτή την φορά. Κόψε μόνο το τσιγάρο, θα σε ταλαιπωρήσει από νωρίς και δεν θα το θέλεις. Αν είναι να σε βρει γαλήνη, θα σε βρει όπως και να έρθουν τα πράγματα, να το θυμάσαι αυτό.

Θέλησα να ρωτήσω πως είμαι τόσο σίγουρος. Δεν το έκανα. Δεν πρόλαβα, δεν ήθελα, δεν είμαι σίγουρος. Στο επόμενο καρέ είχα ήδη φύγει. Στο βάθος ακούστηκε να σπάει κάτι γυάλινο. Μετά, τίποτα.

Το πρωί ανακάλυψα πως είχε πέσει ο καθρέπτης στο μπάνιο και έγινε θρύψαλα. Μάζεψα τα κομμάτια σε μια σακούλα και προς στιγμή σκέφτηκα να πετάξω μαζί και τον αναπτήρα. Τον έβαλα όμως στην τσέπη και ξεκίνησα για το σχολείο, κάνοντας μια στάση για να αγοράσω καπνό. Ασυναίσθητα κοίταξα προς τα πάνω και μου φάνηκε πως είδα κάτι βαθιές ρυτίδες να ξεπροβάλλουν ανατολικά.

Αποφάσισα να ανάψω τσιγάρο αργότερα. Τουλάχιστον, όσο αργότερα θα άντεχα. 
Ξεκόλλησα τον εσωτερικό καθρέπτη από το παρμπρίζ και τον πέταξα στο κάθισμα του συνοδηγού. "Σκάσε" του μούγκρισα μέσα από τα δόντια μου και έβαλα μπροστά την μηχανή.

1 σχόλιο: